Πόλη και γλώσσαΚρίνοντας ότι η πόλη ως οντότητα μπορεί να είναι ισοδύναμη μιας γλώσσας, με τις λέξεις της οποίας εξωτερικεύουμε σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα, δεν διαπιστώνουμε κάτι νέο, παρά το γεγονός ότι πόλη και γλώσσα κατοικούνται: η πρώτη από πολίτες, η δεύτερη από λέξεις. Όταν, όμως, οι κάτοικοι μιας πόλης προέρχονται από διαφορετικές χώρες, μιλούν γλώσσες που δεν έχουμε διδαχτεί, τότε στέκονται αφορμή να εξεταστεί το δίπολο ταυτότητας – ετερότητας σε σχέση προς την αμφίδρομη επίδραση που ασκεί το άλλο έθνος στο ίδιο, ώστε η διαδικασία αξιολόγησης των ζητουμένων να αποκτά επιμορφωτικό ενδιαφέρον.
Ζώντας σε μια διαπολιτισμική, μεταμοντέρνα πόλη, ειδικότερα σε ένα συγκεκριμένο αστικό περιβάλλον που εντάσσει στο δυναμικό των κατοίκων του νέα μέλη με γλώσσες από ξένα περιβάλλοντα, ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να αναπτύξουμε έναν διυποκειμενικό λόγο εργαλειακού χαρακτήρα – τουλάχιστον άμεσα – με αυτούς τους κατοίκους, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, αλλά τουλάχιστον μπορούμε να αντιληφθούμε πότε είναι χαρούμενοι, θυμωμένοι, αγχωμένοι.
Σε μια διαπολιτισμική πόλη, λοιπόν, δεν μπορούμε παρά να ακούσουμε φευγαλέους, ακατανόητους ίσως, ήχους ξένων λέξεων περπατώντας σε στοές, κατεβαίνοντας σκάλες στο μετρό και κοιτάζοντας το βιβλίο κάτω από το μπράτσο σαν προσωπικό μεταφραστή. Η εξωτερική ένδυση της γλώσσας που δεν είναι άλλη από τον ήχο της, ενθυλακώνει το μυστήριο της κατανόησης. Δεν πρέπει, όμως, να μαθαίνουμε τα πάντα. Η απορία μας για εκείνο που λέει ο άλλος είναι γνήσια επιθυμία για γνώση ή μήπως είναι αποπλάνηση προερχόμενη από την εμβόλιμη σχέση γνώσης και εξουσίας; Καταλαβαίνω ίσον μπορώ και ελέγχω, ελέγχω ίσον επιβάλλομαι. Και κάτι περισσότερο: καταλαβαίνω ίσον εντάσσω το νέο στο ήδη υπάρχον, το εξομοιώνω, ώστε παύει να διαφέρει, παύει να με ενδιαφέρει. Πλέον το αντιμετωπίζω ακριβώς επειδή του στερώ την ετερότητά του και το κατέχω.
Η ξένη γλώσσα που απρόοπτα, στιγμιαία, δυνατά εντάσσεται στο αντίστοιχο προς τον εαυτό της ξένο αστικό περιβάλλον και δεν την έχουμε διδαχτεί, είναι η αφορμή να εξεταστεί το δίπολο ετερότητας – ταυτότητας. Το σύνδρομο κατοχής που μας έχει μείνει κατάλοιπο από τους πολέμους τείνει το ίδιο να πολεμά ο,τιδήποτε καινούριο έρχεται να προστεθεί στον κόσμο μας. Επιπλέον, το ζητούμενο που προκύπτει αφορά στον τρόπο πρόσληψης των καθημερινών ρυθμών της πόλης. Η δεδομένη νοοτροπία του χωριού για την πόλη, η εκ των προτέρων θεώρησή της ως ομοιογενές κέντρο, αντιτάσσεται ακόμη και στην ίδια την ιστορία της, καθώς την πόλη απαρτίζουν κάτοικοι από διαφορετικά μέρη. Σήμερα, ακολουθώντας την εξελικτική πορεία, είναι φυσικό να την κατοικούν και πολίτες άλλων χωρών. Η κινητικότητα εξάλλου και η πολιτισμική συνύπαρξη οξύνουν το κριτήριο της παρατήρησης, έστω και αν η παρατήρηση δεν καταλήγει σε συμπέρασμα γι’ αυτό το οποίο λέγεται. Η παρατήρηση συνδέεται με εκείνο στο οποίο αναφέρεται η ομιλία.
Ο ιστορικός λόγος, ο λόγος της γνωμοδότησης για τις πόλεις, τα μεγάλα αστικά κέντρα, στέκεται μάρτυρας της κατάστασης εγκιβωτισμού τους, της ενσωμάτωσης διαφορετικών, ετερόκλητων στοιχείων στο δημόσιο γίγνεσθαι. Ενώ απρόσκοπτα αυξάνονται τα παραρτήματα των πολυεθνικών εταιριών στο δημόσιο χώρο, ενώ σήμερα δεν προσφέρεται τίποτε τοπικό χωρίς την επιρροή του αντίστοιχα παγκόσμιου στοιχείου, αναπτύσσεται κατά ένα περίεργο τρόπο μια διαλεκτική γύρω από τη διαπολιτισμικότητα. Είναι ευνόητο ότι η πολιτισμική συνύπαρξη καταργεί την εικόνα της ληξιαρχικής πόλης. Η πολιτισμική συνύπαρξη επαφίεται στο καινούριο, στο μη όμοιο ∙ στο άλλο.
Όσον αφορά την επιφάνεια του άλλου, μπορεί να καταστεί συναφής ο αγγλικός όρος ‘‘serendipity’’ που σημαίνει το να αναζητά κάποιος κάτι και τελικά να βρίσκει κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό, που κυκλοφορεί όμως στο παλιό. Στα πλαίσια της δημιουργικότητας και της επινενοημένης παραγωγής ενός αντικειμένου, είναι σαφές ότι η διαπολιτισμικότητα ενθαρρύνει την εύρεση και την πραγματοποίηση του νέου, με δεδομένο ότι ο πολίτης είναι δέκτης των ερεθισμάτων και προσλαμβάνει το μέγιστο της ζώσας εμπειρίας. Στην περίπτωση του Καντιανού υποκειμένου και της a priori θέασης του κόσμου, η διαπολιτισμικότητα παραμένει ορατή στον άξονα της θεωρητικής γνώσης και δεν γίνεται βίωμα. Χρειάζονται και τα δύο. Και γνώση και βίωμα, ώστε το άτομο να φτάσει στον απώτερο στοχασμό. Η πόλη είναι ένα σύστημα, στο οποίο μπορούν όλοι να συνυρπάξουν.
Ωστόσο, το ζητούμενο της συνύπαρξης συμπίπτει με τον τρόπο υλοποίησής της. Η μη κρυπτικότητα στο δημόσιο χώρο, η αποκάλυψη της ιδιωτικής ζωής του πολίτη με τη χρήση του κινητού τηλεφώνου μπορεί να έχει σχέση; Ο σεβασμός στη διαπολιτισμικότητα συνιστά το σεβασμό στην κρυπτικότητα. Αν όλα είναι ορατά, κατανοητά και επεξεργάσιμα, τότε αυτό μπορεί να ωφελήσει μια πόλη μηχανή, όπου οι κάτοικοι εργάζονται πυρετωδώς, μπορεί να ωφελήσει μια πόλη με εμπορικά καταστήματα και χώρους εστίασης. Δεν μπορεί όμως να ωφελήσει μια πόλη με τόπους ∙ δεν ωφελεί μια φασματική πόλη που επιδιώκει να ζει με στοές, σκιές και πλάνητες, flâneurs ανεξάρτητους από τη φωτεινή εικόνα – και κατ’ επέκταση ιδέα- για το χρόνο. Ομοίως, και στον τομέα της διαπολιτισμικότητας, φως είναι το μυστήριο. Φως είναι η σκιά του άλλου που δεν ξέρω τι λέει, ξέρω ότι με κοιτάζει.
Πόλη και Vitizen
Ίσως τελικά το 2008, έτος διαπολιτισμικού διαλόγου, οι διαπολιτισμικές πόλεις να είναι οι μηχανισμοί εκείνοι που μπορούν και καταργούν τα σύνορα. Απέναντι στις σημαίες που επικαλούνται ένα έθνος, ένα στρατό, ένα μαζικό, κοινό αίσθημα παρέλασης, σήμερα, υπάρχουν οι διαπολιτισμικές πόλεις, όπου το επίκαιρο συναντά το άλλο. Το επίκαιρο γίνεται ένας τόπος για το άλλο, μια ελπιδοφόρα χρονική αλληλουχία διαπολιτισμού και ανανέωσης ρυθμών ενέργειας. Η αγγλική μετάφραση του πολίτη – citizen- μπορεί αντιστικτικά να συνδυαστεί με τον όρο Vitizen που έχω σκεφτεί, του ατόμου δηλαδή που καρπώνεται τη ζωή, ζει έξω από τα όρια της πόλης και ανήκει στον κόσμο. Ο Vitizen –έτσι όπως συνέλαβα τον όρο-, είναι κάτοικος της ζωής και του κόσμου, μίκτης του παγκόσμιου και αντίστοιχα του τοπικού στοιχείου. Η άλωση του αντικειμένου είναι ψυχική και όχι υλική, δεν είναι κατανάλωση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Vitizen δεν είναι καταναλωτής, σύμφωνα με την Esther Leslie ‘‘τελευταίος δεινόσαυρος της Ευρώπης’’, είναι συλλέκτης για τον οποίο κάθε στοά είναι και μια εγκυκλοπαίδεια.
Συμπερασματικά, η εικόνα μιας ληξιαρχικής πόλης ενέχει τη φθορά της, ενώ η διαπολιτισμική πόλη, με το ετερόκλητο πεδίο αντικειμένων, είναι ένας τόπος παρατήρησης, που προσφέρει ελευθερία κίνησης. Αναφορικά προς τη σχέση χώρου και τόπου, η Ιουλία και ο Ιωσήφ Στεφάνου την αποδίδουν με ιδιαίτερη παραστατικότητα: ‘‘Ο χώρος αλλάζει με το ρυθμό του ήλιου, ενώ ο τόπος αλλάζει με το ρυθμό του ανθρώπου’’. Το «κατοικείν» κατά συνέπεια συνιστά μια πιο πολυποίκιλη έκφραση ζωής για τον αστικό χώρο, όταν στην πόλη μιλιούνται πολλές γλώσσες.
*το κείμενο είναι αναδημοσίευση από το τρίτο τεύχος του περιοδικού monumenta, για το οποίο το έγραψα.
ενώ η φωτογραφία αναρτήθηκε εδώ για πρώτη φορά. Από τις σπάνιες φορές που έχει χιονίσει τόσο μέσα στην πόλη του Βόλου.
βιβλιογραφία:
Μπωντριγιάρ Ζ., Ζαν Νουβέλ Τα Μοναδικά Αντικείμενα, Αρχιτεκτονική και Φιλοσοφία, Αθήνα, Eκδ. Futura 2005
Σταυρίδης Σ. Η Συμβολική Σχέση με το Χώρο, Αθήνα, Eκδ. Κάλβος, 1990.
Στεφάνου Ι, Ι. Περιγραφή της Εικόνας της Πόλης, Αθήνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π. 1999
Coles A. The Optic of Walter Benjamin, London, Blackdog Publishing 1999