Απέναντι στο πορτοκαλοκίτρινο, αποχαιρετιστήριο μάτι της μέρας, που εισέρχεται, απρόσκλητο, από τις ξεχασμένες, ανοιχτές γρίλιες ακουμπώντας επάνω στο άσπρο, κοντομάνικο φανελάκι, έξι παλάμες επάνω από το πάτωμα, καθώς τόση απόσταση χωρίζει τα σανίδια από τον πάτο της καρέκλας, ο Ντόμινο Βίας κείτεται ανίσχυρος, μες στον ιδρώτα του, με τα χείλη μισάνοιχτα, σαν να επιζητεί δυο σταγόνες κρύας μπύρας απ’ το ψυγείο, να ανέβουν πρώτα στο κρεβάτι, μετά, στο στόμα του, και να πετάξουν, μαζί με την ψυχή του, για το θάνατο της δίψας. Βυθισμένος, χωρίς σχέδια ή σχεδία, στο δέλτα των σκέψεων, ακριβώς μετά τη λήξη των ονείρων, νιώθει το κεφάλι του βαρύ από το μεσημεριανό ύπνο, και το σώμα ξέχωρο σαν μια τριτοκοσμική κουκίδα παγιδευμένη εντός ενός εγκεφαλικού τριγώνου. Τίποτε δεν μένει ελεύθερο για πολύ, συλλογίζεται. Όλα κινούνται για να παγιδευτούν και πάλι, επειδή η αίσθηση της απώλειας και μόνο συμπράττει με τη μέθη της επανάληψης. Αυτή η τελευταία μπορεί να εξοντώσει το θύμα, εάν δεν την στρέψει προς όφελός του. Πρέπει η επανάληψη να έχει στόχο. Αν δεν έχει όραμα, γίνεται καταναγκασμός. Μα, υπάρχει τότε ηθική της επανάληψης;
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ντόμινο Βίας βρισκόταν στη δυσάρεστη θέση να καθηλώνεται στο κρεβάτι, προς πείσμα μιας ονειροληξίας, ανθεκτικής και επιβεβλημένης επάνω στην καρπερή πραγματικότητα του σώματος. Και ο αποχαιρετισμός αυτής της μέρας τον έβρισκε να περιπλανιέται στα δέντρα των γλωσσών, στα υπονοούμενα των λέξεων. Όπως τα ποτισμένα χόρτα δεν αναπνέουν από το παπούτσι του περιπατητή, ομοίως και τα υπονοούμενα δεν αναπνέουν στο μυαλό του περιπατητή που λησμονεί τα ισοδύναμα των λέξεων, τους ιδιωματισμούς και τα λογοπαίγνια στις άλλες γλώσσες. Γιατί ποιο θα ήταν το χιούμορ της γλώσσας, εάν δεν υπήρχε το λογοπαίγνιο; Ποιο θα ήταν το άρωμα του βασιλικού, εάν δεν υπήρχε το καθημερινό, αποβραδίς πότισμα;
Ο Ντόμινο Βίας, τώρα, ξύνει τα πόδια του στο σεντόνι νευρικά, όπως ξύνει το κεφάλι με το κόκκινο μολύβι του στο γραφείο, κάθε απόγευμα, προσπαθώντας να μεταφράσει όσο μπορεί πιο έγκυρα τα κείμενα, που του δίδονται. Ξαπλωμένος, δεν υπολογίζει το χρόνο που περνά από δίπλα του παρά μόνον όταν νιώσει τις γάμπες του κολλημένες στο σεντόνι και, τότε, τινάζεται. Προχωρώντας προς το μπάνιο, στάζοντας δυο σταγόνες άρωμα γλυκολέμονου στα χέρια, βουρτσίζοντας τα δόντια του, βρίσκεται, πάντα, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ενώ αδυνατεί να μεταφράσει αυτό που αντικρίζει στον καθρέφτη, δηλαδή τον εαυτό του.
Μεταφράζοντας τις δραστηριότητες του Ντόμινο Βίας με βάση τα συναισθήματά του, θα τονίζαμε ότι δουλεύει, εκτός οικίας, απόγευμα, πάντα, παρέα με μια μπύρα, επειδή είναι απογευματινός τύπος και επιδιώκει να ελαφρύνει τον καθημερινό φόρτο εργασίας με μικρές, προσιτές απολαύσεις. Ως επί το πλείστον, του αρέσουν και τα παιχνίδια με ή χωρίς λέξεις. «Στην πυρά» μονολογεί, μόλις τελειώνει το κάθε κείμενο και, επισφραγίζοντας το τέλος της καθεμιάς μετάφρασης, πίνει την παγωμένη μπύρα από το κουτάκι και χωρίς ποτήρι. Χωρίς να υποχρεώνεται σε άλλους συναδέλφους του γραφείου, στην περίπτωση που θα έπλεναν το ποτήρι του και χωρίς να αποσπάται η προσοχή του από το κείμενο, συνοφρυωμένος πίσω από τη σκέψη ή ανέτοιμος μπροστά στην όψη ενός άπλυτου ποτηριού. Αν δεν ξόδευε τα χρόνια του ως μεταφραστής, πελαγοδρομώντας στις ξένες γλώσσες, θα ήθελε να ήταν ιστιοπλόος, μακριά και μόνος στο πέλαγος, στα ξένα κύματα κοντά.
«Γιατί έτσι σας αρέσει», του είπε χτες στο γραφείο, η καινούρια υπάλληλος της πρωινής βάρδιας, δωρίζοντας στο συνάδελφό της ένα ολόκληρο δέμα με μπύρες, τυλιγμένο σε χαρτί πολυτελείας. «Ποιος ο λόγος;» τη ρώτησε εκείνος. «Γιατί έτσι σας αρέσει», του ανταπάντησε για δεύτερη φορά, αφήνοντας το αριστερό μάτι να κλείσει νόστιμα, και έφυγε. Ο Ντόμινο Βίας υπέθεσε ότι έκανε κάποιο καλό χωρίς να το καταλάβει και προσπαθούσε να το ανακαλύψει. Μάταια, όμως, μουτζούρωνε το τετράδιο, βουτούσε το δάχτυλο στο δαχτυλοβρεχτήρα και γυρνούσε τις σελίδες.
Ξαφνικά, τώρα, νιώθει ένα κάψιμο στις γάμπες, το μυαλό συναντιέται με αυτή τη γνώριμη επιθυμία του σώματος να γίνει ένα με το σεντόνι, να κολλήσει και να μείνει απότιστο, ακίνητο, μάταιο. Να που όμως κάτι μαγικό συμβαίνει και τα βλέφαρα πεταρίζουν, όπως όταν, απροσδόκητα, αναγνωρίζουν κάτι όμορφο. Το μυαλό έχει δώσει σήμα και ο Ντόμινο Βίας ήδη είναι όρθιος. Στην απέναντι πολυκατοικία, στο παράθυρο του πρώτου ορόφου, από το πρωί είναι κρεμασμένο ένα πανό, όπου αναγράφεται ‘‘Μπράβο για την οικολογική σου συνείδηση’’. Δεν υπάρχει πια αμφιβολία. Η καινούρια υπάλληλος είναι και γειτόνισσά του, μια μικρή επιστάτης. Πόσο μικρός ήταν ο κόσμος, τελικά. Κάθε βράδυ που, αμέριμνος μετά τη δουλειά, κατέβαζε τα σκουπίδια του τακτοποιημένα σε δύο τσάντες, εκ των οποίων η μία με τις εφημερίδες, τα μπουκάλια και τα κουτάκια μπύρας προοριζόταν για την ανακύκλωση, εκείνη τον παρατηρούσε, ήσυχα, από το μπαλκόνι. Με το δώρο της, ένιωσε πως τον είχε εντάξει σε ένα αφήγημα: αυτό της καθημερινής, ανομολόγητης πράξης, που είναι τόσο σημαντική για το μέλλον όλων. Και, χαμογελώντας καθώς, πλέον, φαντάζεται ότι μοιράζεται το μέλλον του μαζί της, ντύνεται, όσο πιο γρήγορα μπορεί, για να την προλάβει στο γραφείο προτού σχολάσει.