Ήταν κάποτε ένας λαός που ζούσε σε ένα πράσινο νησί. Αυτό το νησί ήταν μια Παλάμη, ανοιχτή σαν
paloma, όμορφη σαν κατάλευκη φτερούγα περιστεριού, γι’ αυτό και όλοι οι κάτοικοι του νησιού ονομάζονταν Παλάμιοι. Επρόκειτο για έναν ειρηνικό λαό, που μαθήτευε στη φύση και αναπαρήγαγε τα νοήματά της μέσα από παιχνίδια: για παράδειγμα, όλοι τσίτωναν τα δάχτυλά τους για να μιμηθούν, παίζοντας, τα γυμνά δέντρα του χειμώνα ή κουνούσαν τις παλάμες πέρα δώθε για να αποδώσουν την κίνηση των φύλλων στα ανθισμένα δέντρα της άνοιξης. Ώσπου, μια μέρα, αυτά τα παιχνίδια θεωρήθηκαν βαρετά από την πλειοψηφία του κόσμου, επειδή δεν καταξίωναν το πνεύμα. Ώστε, όλοι ένιωθαν κοινοί, βγάζοντας τα ίδια επιφωνήματα ανακούφισης και ευχαρίστησης. Τότε, συνεπαρμένοι από την ανάγκη για διαφορά, η οποία φαινόταν να έχει, εκ των συνθηκών, επιβληθεί στην ομήγυρη, οι Παλάμιοι άλλαξαν. Βλέποντας το νησί τους, την Παλάμη, να περιβάλλεται από νερό, και, εκτιμώντας ότι ήταν ευλογημένοι από το Θεό για το καλό κλίμα, το ζεστό ήλιο, τη θάλασσα και το πράσινο, σκέφτηκαν πως μπορούσαν, πράγματι, να πετύχουν πολλά περισσότερα. Άρχισαν οπότε να δρουν ενάντια στη φύση αντί να τη μιμούνται. Σαν τις μέλισσες κυνηγούσαν τη γύρη της υπεροχής, της καλύτερης εικόνας προς τα έξω.
Ήταν επόμενο ότι η διαφορά θα γινόταν αισθητή και στις κοινωνικές σχέσεις. Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούσαν τα χέρια τους ήταν επίσης διαφορετικός. Καθώς το σύνθημα, πλέον, ήταν ‘‘Μαρς στη φύση’’, οι Παλάμιοι είχαν εξελιχτεί σε έναν επιθετικό λαό, που, όμως, μολονότι ήταν ανταγωνιστικοί, ο ένας απέναντι στον άλλον, όλοι νόμιζαν ότι εξακολουθούσαν να είναι ειρηνικοί, ανταλλάσσοντας, μεταξύ τους, μικρές σοκολάτες Mars, στα πάρτι. Διατηρούσαν αυτήν τη ψευδαίσθηση της καλοσύνης τελώντας θρησκευτικά μυστήρια και καλλιεργώντας την προφορική ικανότητα του λόγου. Η καλλιέργεια της ετοιμολογίας και του ρητορικού ύφους, άρχισε μεν να εξυψώνει το ηθικό τους, δείχνοντας το δρόμο προς την πρόοδο. Δεν ήταν πια το
ρέμα αλλά το
ρήμα το απαραίτητο συστατικό της ευτυχισμένης ζωής τους. Αλλά, παράλληλα προς αυτήν την έλλογη και, άρα, πολιτιστική εξέλιξη, ενώ διαφωνούσαν για πολλά πράγματα, άρχισαν να επιδιώκουν και ένα διαφορετικό τρόπο διαβίωσης. Τα χαμηλά σπίτια δεν αρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες τους, ώστε τα έχτιζαν ψηλότερα και με κήπους, στους οποίους έδιναν διάφορα γεωμετρικά σχήματα. Αυτή ήταν άλλη μία απόδειξη της πρόθεσής τους να κυριαρχήσουν επάνω στη φύση, ελέγχοντας και αλλάζοντας το φυσικό τοπίο.
Σύντομα, η Παλάμη άρχισε να χάνει αρκετό από το φυσικό πράσινο, αλλά και πάλι τα σπίτια δεν ήταν αρκετά. Τώρα, οι κάτοικοι δούλευαν περισσότερο, ένιωθαν ότι πνίγονταν μέσα στα ίδια τους τα σπίτια και γι’ αυτό αποφάσισαν να χτίσουν και εξοχικά, με θέα στο πράσινο ή στη θάλασσα. Διαμόρφωσαν, λοιπόν, ανάλογα το νομοθετικό πλαίσιο, ώστε όλα κατέληξαν να είναι νόμιμα και σύμφωνα με τους νόμους. Τα νέα σπίτια έβλεπαν στο δάσος, αλλά οι Παλάμιοι ζούσαν εκεί όπως στα πρώτα σπίτια τους, τα οποία θα μπορούσαν να ονομάζονται σπίτια ‘‘της αιχμής’’. Δεν μείωσαν τις βιοτικές ανάγκες τους παρόλο που ήταν σε διακοπές και, τελικά, πάλι δεν ήταν ευχαριστημένοι με αυτά, τα δεύτερα σπίτια της ξεκούρασης. Στο μεταξύ, είχαν αποκτήσει και παιδιά, και ήθελαν να εξασφαλίσουν ένα σπίτι για το κάθε τους παιδί. Καθώς δεν είχαν εμπιστοσύνη στο κράτος, ήθελαν τουλάχιστον τα παιδιά τους να μπορέσουν να αποκτήσουν μια σταθερά αξία, ένα καλύτερο αύριο από εκείνο που είχε ξημερώσει για τους γονείς τους.
Όμως, λύση δεν έβρισκαν. Και όλως τυχαίως, στην Παλάμη άρχισαν φωτιές. Το κράτος, διά στόματος των υπευθύνων, που έλεγαν ότι περίμεναν περισσότερη ζέστη για να επισκευάσουν τα κασκαντέρ, υποσχόταν στους κατοίκους ότι οι καμένες περιοχές θα αναδασώνονταν. Αν και κάτι τέτοιο ποτέ δεν έγινε, οι Παλάμιοι ψήφισαν τους ίδιους πολιτικούς για δεύτερη φορά. Είχαν στο μεταξύ αγοράσει, σε συμφέρουσες τιμές, οικόπεδα και είχαν χτίσει νέα σπίτια- αυτά που θα κληροδοτούσαν στα παιδιά τους- παρόλο που ήταν αυθαίρετα. Διότι, ήλπιζαν ότι το κράτος θα τους αποζημίωνε, αλλάζοντας το νόμο και πάλι για να γίνουν νόμιμα τα νέα αυθαίρετα. Και το πίστευαν αυτό, καθώς από το σχολείο, ακόμη, είχαν διδαχτεί ότι η θεωρία πρέπει να προσαρμόζεται στην πράξη, πόσο μάλλον όταν η πράξη ήταν τελειωμένη, με κατοικήσιμο οίκημα σε οδό και όροφο. Το κράτος όφειλε να το κάνει και ορθώς, έκριναν, ότι το έκανε.
Πέρασαν τα χρόνια και η Παλάμη εξελίχτηκε σε έναν προορισμό χωρίς πράσινο, όπου οι φωτιές κοντά στην πετσοκομμένη φύση ήταν συχνότερες και οι άνθρωποι των πρώην παράνομων σπιτιών κλαίγονταν στα κανάλια που έχαναν τις κατοικίες τους. Διότι, αναμφισβήτητα, ήταν έγκλημα του κράτους να μη μεριμνεί για την κατάσβεση των φωτιών. Όλοι οι άλλοι λαοί, εν τω μεταξύ, μούντζωναν τους Παλάμιους για τα κατορθώματά τους, από τις πολυθρόνες τους, διαβάζοντας τα πρωτοσέλιδα των διεθνών εφημερίδων.
Με τα χρόνια, οι νεότερες γενιές, που δεν είχαν επισκεφτεί την Παλάμη, πίστευαν πως οι Παλάμιοι δεν είχαν αποκτήσει το όνομά τους από το ομώνυμο νησί, -καθώς νησί πια δεν υπήρχε παρά μόνο μια χτισμένη, οικοπεδοποιημένη έκταση με mall και καζίνο-, αλλά, στη σκέψη όλων, ήταν απολύτως βέβαιο ότι ονομάζονταν Παλάμιοι επειδή μουντζώνονταν ακόμη και μεταξύ τους, μη μπορώντας να επιρρίψουν ευθύνες σε κανέναν υπεύθυνο, επειδή, τελικά, όλοι ήταν συνυπεύθυνοι. Και αυτό είναι το δυσάρεστο γεγονός της αρεσκείας τους, αυτή η καταστροφή, πολύ πιο εντυπωσιακή σε αριθμούς, συναντά την ουσία της στο ότι η ενοχή δε μπορεί να οριστικοποιηθεί, να φωτογραφηθεί σε ένα πρόσωπο. Αυτό είναι το τραύμα, το τέρας, που ζει στο πλευρό των Παλάμιων από τότε μέχρι σήμερα. Όπως, λίγο πριν από τις δύο μετά τα μεσάνυχτα, στην Αγία Πετρούπολη, οι γέφυρες ανοίγουν στα δύο, ομοίως τα βράδια με τις φωτιές, η κοινωνία των Παλάμιων διχάζεται: ποιος φταίει για τη συμφορά; Και το ερώτημα μένει ανοιχτό, απάτητο σαν μια ανοιχτή γέφυρα, που βλέπει ψηλά, προς τον ουρανό. Και κάθε Παλάμιος είναι
παλόμα νέγκρα, άξιος της τύχης του, πολέμιος της κατασκευασμένης μοίρας του.