Η ανάγκη που οδηγεί στην καλλιέργεια της γραπτής έκφρασης δεν εδράζεται παρά στη γοητεία που ασκούν, κατ’ εξακολούθηση, τα χρέη των άλλων σε μας. Και η γνώση, ότι αυτά τα χρέη προκλήθηκαν από τη συμμετοχή μας στο «παιχνίδι» με τους άλλους, παρόλο που εμείς δεν θέσαμε και ούτε επιλέξαμε τους κανόνες του, συνιστά το είδωλο του ιστορικού εαυτού στον καθρέφτη. Είμαστε αυτό που ήμαστε μετά. Είμαστε αυτό που ήμαστε τότε: οι άλλοι των άλλων. Το πριν και το μετά συμμορφώνονται σε ένα κοινό παζλ ζάλης προς και για την «pietà», ώσπου το πνεύμα να κατασιγάσει. Επιθυμώντας την αγάπη εκ νέου, αλλάζουμε ρυθμό, δηλαδή χρόνο. Πέφτουμε, όμως, σε μπλόκο, δηλαδή σε έναν άχρονο τόπο, πλασμένο από τον ξένο άλλο, στόχος του οποίου είναι να εμποδίσει τη συνέχεια, παγώνοντας το χρόνο.
Το κείμενο του Σουηδού Αύγουστου Στρίντμπεργκ (1849-1912), μέσα από τη μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη, δείχνει πόσο ο συγγραφέας είναι γνώστης του αντικειμένου του: των συζυγικών σχέσεων ή των σχέσεων άντρα-γυναίκας. Δεν σημαίνει ότι τα πράγματα πρέπει να αντιμετωπίζονται αρνητικά. Όμως, για να συλλάβουμε μια έννοια, πρέπει να την εκλάβουμε στη βάση της άρνησής της. Το στοιχείο της διαφοράς εν γένει, που αφορά στις σχέσεις των δύο φύλων, μέσα από τη γραφή του Στρίντμπεργκ, αναδύεται, από το βυθό στην επιφάνεια. Μπορεί και συνεπαίρνει το θεατή, οδηγώντας τον σε έναν απαραίτητο απόπλου από την καθημερινή επικοινωνία. Οι φράσεις μαγεύουν, στο βαθμό που η γλώσσα εκπορεύεται από την «αλήθεια», μαγεύοντας. Ώστε, δεν υπάρχουν «πεποιθήσεις». Αντίθετα η γλώσσα καλλιεργείται στο ιερό «ενώ» της: όσο «λειτουργεί».
Εκείνος είναι ο λοχαγός Έντγκαρ . Εκείνη είναι η Άλις, που ήταν ηθοποιός. Και ο Κουρτ, εκτός από ξάδερφός της, είναι και ο επισκέπτης, που μπαίνει ανάμεσά τους. Ο Έντγκαρ θέλει να βλέπει τον εαυτό του σε σχέση με την Άλις. Όμως, στην πράξη, διαρκώς την υποτιμά. Αντίθετα, η Άλις, έχοντας στερηθεί το δημιουργικό κομμάτι του εαυτού της, είναι απόμακρη χωρίς να αναζητά ίχνη οικειότητας στο πρόσωπο του Έντγκαρ. Ο Έντγκαρ δεν την εκφράζει πια. Του απευθύνει το λόγο για να τον κατηγορήσει. Στρέφει το βλέμμα αλλού για να τον ενοχοποιήσει, υπονοώντας ότι η ευθύνη γι’ αυτό που έγινε, του καταλογίζεται.
Από την άλλη πλευρά, ο Έντγκαρ είναι ο τύπος που βλέπει τα πράγματα από την ποσοτική πλευρά τους, για παράδειγμα όταν της τονίζει: «πήγαμε πέντε φορές στην Κοπεγχάγη». Και τότε η Άλις απογοητεύεται, μην ανασύροντας απόλαυση από τις τετριμμένες επαναλήψεις-«μεταλήψεις» του ίδιου τόπου. Νιώθει χρεωμένη ψυχικά και εγκλωβισμένη στο κοινότοπο, συμπεραίνοντας ότι, τελικά, δεν έχει αγαπήσει τον Έντγκαρ. Γίνεται σκληρή όταν του υπενθυμίζει: «Ό,τι πλήρωσες θα φας». Ο λόγος της Άλις είναι η ίδια η μνήμη. Δεν είναι αυθόρμητη έκφραση. Απεναντίας, γίνεται μια επίφαση πραγματικότητας. Πράγματι, ο λόγος είναι η τελευταία ευκαιρία της Άλις για να διαχειριστεί τις φάσεις της ζωής της, «σιδηροδέσμια των δεσμών που δεν μπορεί να σπάσει». Κατηγορεί τον Έντγκαρ, αλλά εμείς βλέπουμε πόσο, ενδόμυχα, κατηγορεί τον εαυτό της. Ώστε, είναι διάχυτη «η πνιγηρή αποφορά σ’ αυτό το σπίτι», ενώ «έρχεται καταιγίδα», και, «με το μεγαλείο της ποδιάς της», η Άλις καλείται από τον Έντγκαρ να παίξει στο πιάνο. Ο Κουρτ διαπιστώνει την κατάσταση, ως παρατηρητής επιτόπιας έρευνας και, στη συνέχεια, αποσύρεται ως ο ανώτερος κουστουμαρισμένος. Έχει, άλλωστε, εξαρχής θέσει τα όρια ανωτερότητάς του, σε σχέση με τον Έντγκαρ, διατυπώνοντάς του: «η μόνη διαφορά είναι ότι εγώ είχα καρνέ επιταγών». Αδύναμος για τον Έντγκαρ, επιπόλαιος και διστακτικός για την Άλις, ο Κουρτ πιστώνει το χρέος και στους δύο, καθώς υπάρχει «μίσος τόσο πυκνό που αναπνέεις δύσκολα».
Το κείμενο του Α. Strindberg δεν θα ήταν τόσο ζωντανό και υποβλητικό χωρίς τη σκηνοθετική ματιά του Γιώργου Γιανναράκου. Το έργο «μίλησε» μέσα μας, θέτοντας ερωτήματα. Πριν λάβουμε τις θέσεις μας, ακούστηκε το εξής: «η παράσταση μόλις άρχισε». Ήδη, είχαμε χάσει το ελάχιστο της κίνησης του Έντγκαρ στο χώρο…
Χάρη στις επιλογές του φωτισμού, η παράσταση ανέδειξε και τη σημασία του τηλέγραφου στο έργο. Όπως το φως, το νέο του άλλου έρχεται από μακριά. Επίσης, η μυρωδιά του σβησμένου κεριού, σαν τη σάρκα του ζώου, που αργά πεθαίνει, χωρίς οράματα αλλά με τη βεβαιότητα της θνησιγένειας επάνω του, ήταν λειτουργική για την παράσταση, εξυπηρετώντας το κείμενο να βιωθεί και η αντίληψη του θεατή να άπτεται πολλών αισθήσεων. Μεταξύ άλλων, η παράσταση έθεσε και το ζήτημα των ορίων του θεατρικού αντικειμένου, σε συνδυασμό με την πράξη του ηθοποιού, ενώ, για παράδειγμα, «πίνει» ένα άδειο ποτήρι. Το ζήτημα ότι, το άδειο ποτήρι επί σκηνής ενέχει ρόλο χρησιμότητας διά της αχρηστίας του, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Τρόπον τινά, αυτό το αντικείμενο υπάρχει ως νεκρό με το να ανήκει στο μέλλον ή στο παρελθόν, και άρα στο θέατρο. Ότι είναι του θεάτρου, σημαίνει ότι δεν είναι η ζωή αλλά το κρύσταλλό της: το είδωλο. Ας μην παραλείψω ότι στο «Studio Μαυρομιχάλη», οι εξαιρετικοί ηθοποιοί στη σκηνή προτείνουν Το Χορό Θανάτου με το να είναι πιο άμεσοι στο θεατή, σε σχέση με το χώρο. Ώστε, η τοποθέτηση στο «μέσα-ανάμεσα» θεατών-ηθοποιών καταλήγει να είναι οριακή.
Μετάφραση: Μίνως Βολανάκης
Σκηνοθεσία: Γιώργος Γιανναράκος
Σκηνικά-Κοστούμια: Νίκη Πέρδικα
Μουσική: Κώστας Μαντζώρος
Χορογραφία: Στέλλα Κρούσκα
Φωτισμοί-φωτογραφίες: Αντώνης Συμεωνάκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Στέφανος Μονδέλος
Παίζουν: Κωνσταντίνος Χατζούδης (ΛΟΧΑΓΟΣ ΈΝΤΓΚΑΡ) , Αγγελική Λεμονή (ΑΛΙΣ) , Σπύρος Ζουπάνος (ΚΟΥΡΤ)
«Studio Μαυρομιχάλη»
Μαυρομιχάλη 134, Εξάρχεια
Τηλ. 2106453330
Απόγ: Κυρ. 6.30 μ.μ. Βραδ: Τετ.-Σάβ. 9 μ.μ.
€ 20, φοιτ.: € 12
Διάρκεια: 110'
Το κείμενο του Σουηδού Αύγουστου Στρίντμπεργκ (1849-1912), μέσα από τη μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη, δείχνει πόσο ο συγγραφέας είναι γνώστης του αντικειμένου του: των συζυγικών σχέσεων ή των σχέσεων άντρα-γυναίκας. Δεν σημαίνει ότι τα πράγματα πρέπει να αντιμετωπίζονται αρνητικά. Όμως, για να συλλάβουμε μια έννοια, πρέπει να την εκλάβουμε στη βάση της άρνησής της. Το στοιχείο της διαφοράς εν γένει, που αφορά στις σχέσεις των δύο φύλων, μέσα από τη γραφή του Στρίντμπεργκ, αναδύεται, από το βυθό στην επιφάνεια. Μπορεί και συνεπαίρνει το θεατή, οδηγώντας τον σε έναν απαραίτητο απόπλου από την καθημερινή επικοινωνία. Οι φράσεις μαγεύουν, στο βαθμό που η γλώσσα εκπορεύεται από την «αλήθεια», μαγεύοντας. Ώστε, δεν υπάρχουν «πεποιθήσεις». Αντίθετα η γλώσσα καλλιεργείται στο ιερό «ενώ» της: όσο «λειτουργεί».
Εκείνος είναι ο λοχαγός Έντγκαρ . Εκείνη είναι η Άλις, που ήταν ηθοποιός. Και ο Κουρτ, εκτός από ξάδερφός της, είναι και ο επισκέπτης, που μπαίνει ανάμεσά τους. Ο Έντγκαρ θέλει να βλέπει τον εαυτό του σε σχέση με την Άλις. Όμως, στην πράξη, διαρκώς την υποτιμά. Αντίθετα, η Άλις, έχοντας στερηθεί το δημιουργικό κομμάτι του εαυτού της, είναι απόμακρη χωρίς να αναζητά ίχνη οικειότητας στο πρόσωπο του Έντγκαρ. Ο Έντγκαρ δεν την εκφράζει πια. Του απευθύνει το λόγο για να τον κατηγορήσει. Στρέφει το βλέμμα αλλού για να τον ενοχοποιήσει, υπονοώντας ότι η ευθύνη γι’ αυτό που έγινε, του καταλογίζεται.
Από την άλλη πλευρά, ο Έντγκαρ είναι ο τύπος που βλέπει τα πράγματα από την ποσοτική πλευρά τους, για παράδειγμα όταν της τονίζει: «πήγαμε πέντε φορές στην Κοπεγχάγη». Και τότε η Άλις απογοητεύεται, μην ανασύροντας απόλαυση από τις τετριμμένες επαναλήψεις-«μεταλήψεις» του ίδιου τόπου. Νιώθει χρεωμένη ψυχικά και εγκλωβισμένη στο κοινότοπο, συμπεραίνοντας ότι, τελικά, δεν έχει αγαπήσει τον Έντγκαρ. Γίνεται σκληρή όταν του υπενθυμίζει: «Ό,τι πλήρωσες θα φας». Ο λόγος της Άλις είναι η ίδια η μνήμη. Δεν είναι αυθόρμητη έκφραση. Απεναντίας, γίνεται μια επίφαση πραγματικότητας. Πράγματι, ο λόγος είναι η τελευταία ευκαιρία της Άλις για να διαχειριστεί τις φάσεις της ζωής της, «σιδηροδέσμια των δεσμών που δεν μπορεί να σπάσει». Κατηγορεί τον Έντγκαρ, αλλά εμείς βλέπουμε πόσο, ενδόμυχα, κατηγορεί τον εαυτό της. Ώστε, είναι διάχυτη «η πνιγηρή αποφορά σ’ αυτό το σπίτι», ενώ «έρχεται καταιγίδα», και, «με το μεγαλείο της ποδιάς της», η Άλις καλείται από τον Έντγκαρ να παίξει στο πιάνο. Ο Κουρτ διαπιστώνει την κατάσταση, ως παρατηρητής επιτόπιας έρευνας και, στη συνέχεια, αποσύρεται ως ο ανώτερος κουστουμαρισμένος. Έχει, άλλωστε, εξαρχής θέσει τα όρια ανωτερότητάς του, σε σχέση με τον Έντγκαρ, διατυπώνοντάς του: «η μόνη διαφορά είναι ότι εγώ είχα καρνέ επιταγών». Αδύναμος για τον Έντγκαρ, επιπόλαιος και διστακτικός για την Άλις, ο Κουρτ πιστώνει το χρέος και στους δύο, καθώς υπάρχει «μίσος τόσο πυκνό που αναπνέεις δύσκολα».
Το κείμενο του Α. Strindberg δεν θα ήταν τόσο ζωντανό και υποβλητικό χωρίς τη σκηνοθετική ματιά του Γιώργου Γιανναράκου. Το έργο «μίλησε» μέσα μας, θέτοντας ερωτήματα. Πριν λάβουμε τις θέσεις μας, ακούστηκε το εξής: «η παράσταση μόλις άρχισε». Ήδη, είχαμε χάσει το ελάχιστο της κίνησης του Έντγκαρ στο χώρο…
Χάρη στις επιλογές του φωτισμού, η παράσταση ανέδειξε και τη σημασία του τηλέγραφου στο έργο. Όπως το φως, το νέο του άλλου έρχεται από μακριά. Επίσης, η μυρωδιά του σβησμένου κεριού, σαν τη σάρκα του ζώου, που αργά πεθαίνει, χωρίς οράματα αλλά με τη βεβαιότητα της θνησιγένειας επάνω του, ήταν λειτουργική για την παράσταση, εξυπηρετώντας το κείμενο να βιωθεί και η αντίληψη του θεατή να άπτεται πολλών αισθήσεων. Μεταξύ άλλων, η παράσταση έθεσε και το ζήτημα των ορίων του θεατρικού αντικειμένου, σε συνδυασμό με την πράξη του ηθοποιού, ενώ, για παράδειγμα, «πίνει» ένα άδειο ποτήρι. Το ζήτημα ότι, το άδειο ποτήρι επί σκηνής ενέχει ρόλο χρησιμότητας διά της αχρηστίας του, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Τρόπον τινά, αυτό το αντικείμενο υπάρχει ως νεκρό με το να ανήκει στο μέλλον ή στο παρελθόν, και άρα στο θέατρο. Ότι είναι του θεάτρου, σημαίνει ότι δεν είναι η ζωή αλλά το κρύσταλλό της: το είδωλο. Ας μην παραλείψω ότι στο «Studio Μαυρομιχάλη», οι εξαιρετικοί ηθοποιοί στη σκηνή προτείνουν Το Χορό Θανάτου με το να είναι πιο άμεσοι στο θεατή, σε σχέση με το χώρο. Ώστε, η τοποθέτηση στο «μέσα-ανάμεσα» θεατών-ηθοποιών καταλήγει να είναι οριακή.
Μετάφραση: Μίνως Βολανάκης
Σκηνοθεσία: Γιώργος Γιανναράκος
Σκηνικά-Κοστούμια: Νίκη Πέρδικα
Μουσική: Κώστας Μαντζώρος
Χορογραφία: Στέλλα Κρούσκα
Φωτισμοί-φωτογραφίες: Αντώνης Συμεωνάκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Στέφανος Μονδέλος
Παίζουν: Κωνσταντίνος Χατζούδης (ΛΟΧΑΓΟΣ ΈΝΤΓΚΑΡ) , Αγγελική Λεμονή (ΑΛΙΣ) , Σπύρος Ζουπάνος (ΚΟΥΡΤ)
«Studio Μαυρομιχάλη»
Μαυρομιχάλη 134, Εξάρχεια
Τηλ. 2106453330
Απόγ: Κυρ. 6.30 μ.μ. Βραδ: Τετ.-Σάβ. 9 μ.μ.
€ 20, φοιτ.: € 12
Διάρκεια: 110'