Δε θα ήταν παράτολμο να διατυπωθεί ότι κάθε εκπόνηση μελέτης για οποιοδήποτε θέμα της σύγχρονης πραγματικότητας αντλεί, εκ των πραγμάτων, βιβλιογραφικά στοιχεία από το αντικείμενο της αισθητικής. Διότι, από τη στιγμή που μια μελέτη αποκτά υπόσταση, διά του σκοπού της, και αρχίζει να υλοποιείται, παράλληλα προς αυτήν την πεπερασμένη αφετηρία της, αρχίζει να λαμβάνει χώρα, μέσα από την οξυδερκή ματιά του ερευνητή, και η συγκρουσιακή διεκδίκηση, εκ νέου, όλων των κληροδοτημένων στοιχείων των γραπτών παρακαταθηκών. Ώστε, η εκάστοτε μελέτη εμπλουτίζεται μεν σε περιεχόμενο, αλλά κυρίως, εκ της πραγμάτωσής της, γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στην πνευματική αφαίρεση και στην υλική μονομέρεια, στο πλαίσιο της οποίας το αντικείμενο διατηρούσε την αυτόνομη επιρροή του. Μέσα από την πράξη της γεφύρωσης, η αισθητική κρίση τίθεται σε εγρήγορση, για να μελετήσει το αντικείμενο, οπότε το επαναπροσδιορίζει και προσδιορίζεται από αυτό. Διαδικασία και προϊόν, πνεύμα και ύλη αλληλοεξαρτώνται.
Ειδικότερα, η αφηρημένη γνώση από το παρελθόν, για να καταστεί προσπελάσιμη και επεξεργάσιμη, υπό το φως των νέων κειμένων, «εμψυχώνεται» από το χρήστη της, δηλαδή, απεκδύεται το αυστηρώς πνευματικό, γενικό ύφος και μετεξελίσσεται σε μια γνώση αισθητικά διακεκριμένη. Υπό αυτήν την έννοια, βλέπουμε ότι κανένα κείμενο δεν εκτίθεται στο φως, αν από πριν δεν έχει μεστώσει αυτή η διερμηνευτική σχέση αισθητικής, γνώσης και ζωής. Στο ερώτημα, αν το σθένος της επιθυμίας για τη ζωή συνεπάγεται και μένος θυμικό για την αισθητική, η καταφατική απάντηση προκύπτει μέσα από τη διαχείριση του ολικού και συγχρόνως ατομικά διαρθρωμένου κόσμου. Αυτός ο κόσμος απαιτεί, σήμερα από εμάς, να διαχειριστούμε την ατομικότητά μας συντονίζοντας τον προσωπικό, υποκειμενικό ρυθμό (εσωτερικό χρόνο και δυνατό πάθος) με τον έτερο, αντικειμενικό ρυθμό (εξωτερικό χρόνο και πιθανό λάθος). Δεν είμαστε παρά διεκδικητές στην αμφίβια κυριότητα επί των πραγμάτων, ενόσω ελισσόμαστε, από το πνευματικό στο εμπειρικό, και τανάπαλιν.
Εξετάζοντας τη μόνιμη τακτική αυτού του διαρκούς ελιγμού, που οδηγεί τον άνθρωπο στην κατάκτηση της γνησιότητας, ερχόμαστε να διαπιστώσουμε ότι αυτό το ανθρώπινο προνόμιο στο γνήσιο αφορά στη δικαιωματική κατάκτηση της ποιητικής ταυτότητας. Και για να δώσουμε τις τιμές για τις συνισταμένες της ποίησης, αρκεί να ρίξουμε το βάρος στην πράξη «της ομιλητικής τέχνης», από την οποία προκύπτει η εγελειανή θεώρηση, ότι «το γνήσια ποιητικό είναι το συγκεκριμένα πνευματικό στην ατομική του μορφή» (514 σελ.) . Και τούτο συμβαίνει, διότι η ποίηση ενδιαιτάται στην περιοχή της εσωτερικής παράστασης, με αποτέλεσμα να είναι πιο σφαιρική από τις υπόλοιπες τέχνες και να εμπεριέχει το αξεπέραστο και άφατο όλον, ενώ παράλληλα έγκειται σε μια ατομική θέση ερμηνείας για την αντικειμενική πραγματικότητα. Ώστε, δεν χωρεί αμφιβολία στο γεγονός, ότι η ποίηση αφορά στην ατομική μορφή του συγκεκριμένα πνευματικού. Αντιμετωπίζοντας αυτό το πηγαίο σφαιρικό σε σχέση με τον εαυτό του, ο άνθρωπος ανευρίσκει το ατομικό, ενόσω εμπλουτίζει την ταυτότητά του με μεμονωμένες δόσεις πραγματικότητας και πετυχαίνει να συμπορεύεται στους δυο προαναφερθέντες κόσμους, ως «ποιητής», δηλαδή ως μια «δημιουργική υποκειμενικότητα» (σελ. 453). Διά της φαντασίας, εξάλλου, προκύπτει ότι η αρχετυπική ποίηση της παράστασης είναι διαρκώς παρούσα.
Όταν, λοιπόν, αναφερόμαστε στη μελέτη της αισθητικής, καίρια αλληλένδετα ζητήματα, όπως είναι η θέαση και η αντιμετώπιση του ποιητικού, του ωραίου, του κλασικού και του ιδεώδους, έρχονται να μας απασχολήσουν. Ιστοριογραφικά και μόνο, είναι εμφανές ότι η αισθητική διανοίγεται στον άνθρωπο και στους επιμέρους κόσμους, που έχουν γεννηθεί και αναπτυχθεί μέσα από τη δημιουργικότητα, την εργατικότητα και τη φιλομάθειά του. Εφόσον υπάρχει εξελίξιμη ζωή, και άρα προσδοκία, βλέπουμε να υπάρχει και αισθητική, άρα ευδοκία. Αυτό το ευδόκιμο φρόνημα γίνεται αντιληπτό μέσα από τον οργανικό στοχασμό και αναλύεται μέσα από την εκδίπλωση του φιλοσοφικού λόγου που συνιστά ατομικό πλούτο.
Το βιβλίο του Γκέοργκ Χέγκελ (Στουτγάρδη, 1770 - Βερολίνο, 1831) Αισθητική, που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σε μετάφραση του Σταμάτη Γιακουμή, είναι μια εξαιρετική πρόταση όχι τόσο για να αποκτήσουμε γνώση επί του αντικειμένου της αισθητικής –σαφώς έχει και αυτήν την αποστολή-, αλλά κυρίως για να κατακτήσουμε μια ερμηνευτική ματιά σε βάθος για την αισθητική και την πολύ-επιτέλεση, στην οποία αναφέρεται. Σαφώς και ξεφυλλίζοντας το βιβλίο μαθαίνουμε, επί παραδείγματι, για το λυρισμό των Ελλήνων, σε αντιπαραβολή προς τον ανατολίτικο και ρομαντικό λυρισμό. Σαφώς και γίνονται αναφορές στον εύπλαστο τύπο της κλασικής τέχνης, στο χαρακτήρα της συμβολικής καθώς και της ρομαντικής σχολής. Σαφώς και το ωραίο αναλύεται, σε σχέση ή/και σε απόκλιση με το κλασικό, το ιδεώδες, το όλο. Αλλά αν δεν μας γίνει κτήμα, ότι ένας εμπεριστατωμένος λόγος για την αισθητική αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα και σήμερα, ιδίως σήμερα, τότε το να ανατρέξουμε σε ένα ακόμη βιβλίο με απώτερο στόχο μόνο τη γνώση, δεν θα βελτιώσει τις επιδόσεις μας στην τρέχουσα ζωή και στη ζωντανή πραγματικότητα. Χρειαζόμαστε αυτά τα βιβλία για την πυριτιδαποθήκη ενστίκτου και κρίσης. Απλώς, επειδή συμβαίνει να είμαστε εν ζωή. Άνθρωποι και δέκτες αισθήσεων.
Ειδικότερα, η αφηρημένη γνώση από το παρελθόν, για να καταστεί προσπελάσιμη και επεξεργάσιμη, υπό το φως των νέων κειμένων, «εμψυχώνεται» από το χρήστη της, δηλαδή, απεκδύεται το αυστηρώς πνευματικό, γενικό ύφος και μετεξελίσσεται σε μια γνώση αισθητικά διακεκριμένη. Υπό αυτήν την έννοια, βλέπουμε ότι κανένα κείμενο δεν εκτίθεται στο φως, αν από πριν δεν έχει μεστώσει αυτή η διερμηνευτική σχέση αισθητικής, γνώσης και ζωής. Στο ερώτημα, αν το σθένος της επιθυμίας για τη ζωή συνεπάγεται και μένος θυμικό για την αισθητική, η καταφατική απάντηση προκύπτει μέσα από τη διαχείριση του ολικού και συγχρόνως ατομικά διαρθρωμένου κόσμου. Αυτός ο κόσμος απαιτεί, σήμερα από εμάς, να διαχειριστούμε την ατομικότητά μας συντονίζοντας τον προσωπικό, υποκειμενικό ρυθμό (εσωτερικό χρόνο και δυνατό πάθος) με τον έτερο, αντικειμενικό ρυθμό (εξωτερικό χρόνο και πιθανό λάθος). Δεν είμαστε παρά διεκδικητές στην αμφίβια κυριότητα επί των πραγμάτων, ενόσω ελισσόμαστε, από το πνευματικό στο εμπειρικό, και τανάπαλιν.
Εξετάζοντας τη μόνιμη τακτική αυτού του διαρκούς ελιγμού, που οδηγεί τον άνθρωπο στην κατάκτηση της γνησιότητας, ερχόμαστε να διαπιστώσουμε ότι αυτό το ανθρώπινο προνόμιο στο γνήσιο αφορά στη δικαιωματική κατάκτηση της ποιητικής ταυτότητας. Και για να δώσουμε τις τιμές για τις συνισταμένες της ποίησης, αρκεί να ρίξουμε το βάρος στην πράξη «της ομιλητικής τέχνης», από την οποία προκύπτει η εγελειανή θεώρηση, ότι «το γνήσια ποιητικό είναι το συγκεκριμένα πνευματικό στην ατομική του μορφή» (514 σελ.) . Και τούτο συμβαίνει, διότι η ποίηση ενδιαιτάται στην περιοχή της εσωτερικής παράστασης, με αποτέλεσμα να είναι πιο σφαιρική από τις υπόλοιπες τέχνες και να εμπεριέχει το αξεπέραστο και άφατο όλον, ενώ παράλληλα έγκειται σε μια ατομική θέση ερμηνείας για την αντικειμενική πραγματικότητα. Ώστε, δεν χωρεί αμφιβολία στο γεγονός, ότι η ποίηση αφορά στην ατομική μορφή του συγκεκριμένα πνευματικού. Αντιμετωπίζοντας αυτό το πηγαίο σφαιρικό σε σχέση με τον εαυτό του, ο άνθρωπος ανευρίσκει το ατομικό, ενόσω εμπλουτίζει την ταυτότητά του με μεμονωμένες δόσεις πραγματικότητας και πετυχαίνει να συμπορεύεται στους δυο προαναφερθέντες κόσμους, ως «ποιητής», δηλαδή ως μια «δημιουργική υποκειμενικότητα» (σελ. 453). Διά της φαντασίας, εξάλλου, προκύπτει ότι η αρχετυπική ποίηση της παράστασης είναι διαρκώς παρούσα.
Όταν, λοιπόν, αναφερόμαστε στη μελέτη της αισθητικής, καίρια αλληλένδετα ζητήματα, όπως είναι η θέαση και η αντιμετώπιση του ποιητικού, του ωραίου, του κλασικού και του ιδεώδους, έρχονται να μας απασχολήσουν. Ιστοριογραφικά και μόνο, είναι εμφανές ότι η αισθητική διανοίγεται στον άνθρωπο και στους επιμέρους κόσμους, που έχουν γεννηθεί και αναπτυχθεί μέσα από τη δημιουργικότητα, την εργατικότητα και τη φιλομάθειά του. Εφόσον υπάρχει εξελίξιμη ζωή, και άρα προσδοκία, βλέπουμε να υπάρχει και αισθητική, άρα ευδοκία. Αυτό το ευδόκιμο φρόνημα γίνεται αντιληπτό μέσα από τον οργανικό στοχασμό και αναλύεται μέσα από την εκδίπλωση του φιλοσοφικού λόγου που συνιστά ατομικό πλούτο.
Το βιβλίο του Γκέοργκ Χέγκελ (Στουτγάρδη, 1770 - Βερολίνο, 1831) Αισθητική, που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σε μετάφραση του Σταμάτη Γιακουμή, είναι μια εξαιρετική πρόταση όχι τόσο για να αποκτήσουμε γνώση επί του αντικειμένου της αισθητικής –σαφώς έχει και αυτήν την αποστολή-, αλλά κυρίως για να κατακτήσουμε μια ερμηνευτική ματιά σε βάθος για την αισθητική και την πολύ-επιτέλεση, στην οποία αναφέρεται. Σαφώς και ξεφυλλίζοντας το βιβλίο μαθαίνουμε, επί παραδείγματι, για το λυρισμό των Ελλήνων, σε αντιπαραβολή προς τον ανατολίτικο και ρομαντικό λυρισμό. Σαφώς και γίνονται αναφορές στον εύπλαστο τύπο της κλασικής τέχνης, στο χαρακτήρα της συμβολικής καθώς και της ρομαντικής σχολής. Σαφώς και το ωραίο αναλύεται, σε σχέση ή/και σε απόκλιση με το κλασικό, το ιδεώδες, το όλο. Αλλά αν δεν μας γίνει κτήμα, ότι ένας εμπεριστατωμένος λόγος για την αισθητική αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα και σήμερα, ιδίως σήμερα, τότε το να ανατρέξουμε σε ένα ακόμη βιβλίο με απώτερο στόχο μόνο τη γνώση, δεν θα βελτιώσει τις επιδόσεις μας στην τρέχουσα ζωή και στη ζωντανή πραγματικότητα. Χρειαζόμαστε αυτά τα βιβλία για την πυριτιδαποθήκη ενστίκτου και κρίσης. Απλώς, επειδή συμβαίνει να είμαστε εν ζωή. Άνθρωποι και δέκτες αισθήσεων.
Γκέοργκ Χέγκελ Αισθητική, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, μτφρ. Σταμάτης Γιακουμής, Αθήνα 2010