Στο Θέατρο Τέχνης, το παιχνίδι και ο χρόνος ο αιώνια παρών ενυπάρχουν στις θεατρικές επιλογές μέχρι σήμερα, όχι μόνο επειδή, σύμφωνα με τον Κώστα Αξελό, συνιστούν «τα βαθιά γνωρίσματα της ελληνικής ζωής και σκέψης» αλλά κυρίως επειδή έρχονται επί σκηνής να μιλήσουν μια γλώσσα της οικουμένης. Αυτήν της τέχνης χωρίς σύνορα.
Ειδικότερα, στο Περιμένοντας τον Γκοντό του Σάμουελ Μπέκετ, είναι το παιχνίδι της γλώσσας που διαλύεται μέσα στο χρόνο. Σε σκηνοθεσία και σκηνικά του Κωστή Καπελώνη, η Κάτια Γέρου (Εστραγκόν-Γκογκό), η Δήμητρα Χατούπη (Βλαντιμίρ-Ντιντί), η Λουκία Πιστιόλα (Πότζο) και η Μυρτώ Αλικάκη (Λάκυ) υποδύονται άντρες. Φορούν τους διαφορετικούς αντρικούς ρόλους, η αντιπαράθεση των οποίων αναπτύσσει σχέσεις είτε εξάρτησης, στην περίπτωση των Γκογκό-Ντιντί, είτε εξουσίας-κυριαρχίας, στην περίπτωση των Πότζο-Λάκυ. Μεταξύ των δύο τύπων, σαφώς η σχέση των Γκογκό-Ντιντί αποβαίνει η πιο ενδιαφέρουσα στα μάτια των θεατών, από άποψη συνθήκης. Διότι, ενώ η επιβολή του αφέντη Πότζο στο δούλο Λάκυ τείνει να έχει ένα σαδομαζοχιστικό χαρακτήρα, η αλληλόδραση ανάμεσα στον Γκογκό και στον Ντιντί εξυπηρετεί το βασικό ‘‘αντι-σκοπό’’, αν ο ‘‘σκοπός’’ θεωρηθεί ο αντίποδας του παραλόγου. Καθώς η αντιπαράθεση των χαρακτήρων, του Εστραγκόν και του Βλαντιμίρ, στηρίζεται στο σχήμα της αντίθεσης, από το μεταξύ τους δούναι-λαβείν, η αντίφαση προκύπτει ως αναγκαία. Είναι αυτή ακριβώς η συνθήκη που φέρνει στο φως τη γλώσσα της αντίφασης έναντι της λογικής, αναδεικνύει τη σημασία της διαστολής του χρόνου και την καθήλωση σε ένα μεγάλο χώρο. Από τα δεσμά της αντίφασης, ουδείς μπορεί να ξεφύγει. Ας σημειωθεί, εν προκειμένω, ότι ο Ιρλανδός Νομπελίστας (1969) έγραφε στα γαλλικά, από επιθυμία για πειθαρχία στη γλώσσα και κυρίως για την αναζήτηση της γλώσσας του παραλόγου, αντί να εμμένει στην αγγλική γλώσσα, η λογική της οποίας θα του υποδείκνυε τη χρήση πιο στυλιζαρισμένων μορφών τόσο ύφους όσο και έκφρασης.
Σε όλην την παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, πίσω από το πλέγμα της σίτας, που παραπέμπει σε μια φυλακή εκ του μηδενός, μια φυλακή που ορθώνεται από την κυψέλη του μυαλού, μπροστά στην προσμονή του Γκοντό, ο Μπέκετ αποβλέπει στο σπινθηροβόλο βλέμμα του θεατή. Στο βλέμμα που θέτει ερωτήματα, κυρίως για ό,τι αποκρύπτεται και εν τούτοις αναμένεται: ποιος και πού είναι επιτέλους ο Γκοντό; Και, εν τέλει, τι θα μπορούσε να σημαίνει “Godot”;
Στο σημείο αυτό, προκειμένου το παραπάνω ερώτημα να απαντηθεί, «πλοηγός» στην ανάγνωση του έργου του Μπέκετ είναι Το θέατρο του Παραλόγου (The Theatre of the Absurd), του Martin Esslin, -εκδόσεις Methuen, Λονδίνο 2001-. Αναφέρεται, από τον Esslin ότι το όνομα “godot” παραπέμπει σε ένα μικρό θεό, κατά το υποκοριστικό του Pierre, “Pierrot”, και του Charles, “Charlot”, του ομώνυμου ήρωα του Τσάπλιν, το καπέλο του οποίου φοριέται και από τους τέσσερις αντι-ήρωες του έργου. Όσο για το ερώτημα, ποιος ο Γκοντό ήταν τελικά, ενδιαφέρουσες απαντήσεις δόθηκαν από τους 1400 κρατουμένους του σωφρονιστηρίου San Quentin του Σαν Φρανσίσκο, όταν παρακολούθησαν την παράσταση στις 19 Νοεμβρίου του 1957. «Ο Γκοντό ήταν η κοινωνία», «αν ο Γκοντό εμφανιζόταν, θα ήταν σκέτη απογοήτευση», ήταν μερικές από αυτές. Πράγματι, αυτές οι απαντήσεις πιστοποιούν την ταυτότητα του έργου. Δείχνουν ότι το Περιμένοντας τον Γκοντό έχει βαθιά πολιτική ρίζα. Οι διαστάσεις του έργου είναι αναντίρρητα πολιτικές και κοινωνικές, γεγονός που γίνεται αντιληπτό από τη σκηνοθεσία και τις σκηνικά λιτές επιλογές του Κωστή Καπελώνη. Το σύμβολο επί σκηνής της «κλαίουσας ιτιάς», του δέντρου που έχασε τα φύλλα του –ή άφησε τα ίχνη και τον πόνο του στις ριπές των ανέμων- παριστάνει εκατέρωθεν τον άνθρωπο, που υποχρεούται να διαχειρίζεται τη φθορά του. Συναφής με την ιδέα της φθοράς, είναι και η εικόνα του αυτοκινήτου, μιας τέως μηχανής του χρόνου. Επιστρέφουμε, οπότε, στο χρόνο τον αιώνια παρόντα. Αν μη τι άλλο, λοιπόν, μια παράσταση αυτού του είδους, θα ήταν δύσκολο έως αδύνατο να προβληθεί, χωρίς να αλλοιωθεί, μέσα από το γυαλί.
Σχετικά με το πόσο εσφαλμένη ήταν η απόδοση του έργου από το τηλεοπτικό μέσο, ο ίδιος ο Μπέκετ, για το Περιμένοντας τον Γκοντό, είχε δηλώσει ότι «το έργο του δεν ήταν γραμμένο γι’ αυτό το κουτί. Ήταν γραμμένο για μικρούς ανθρώπους καθηλωμένους σε έναν μεγάλο χώρο». Στη βιογραφία του James Knowlson, Σάμουελ Μπέκετ Η Κατάρα της Δόξας,-μτφρ. Γ. Ι. Μπαμπασάκης, εκδ. Scripta, Αθήνα 2001, σ. 569-, αποσαφηνίζεται ο ισχυρισμός του Μπέκετ, ότι: «στην τηλεόραση όλοι ήταν πολύ μεγάλοι σε σχέση με το χώρο». Μάλιστα, αναφέρεται ότι o Μπέκετ είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Βλέπετε, μπορεί κανείς να γράψει ένα πολύ καλό έργο για την τηλεόραση με μια γυναίκα που πλέκει. Θα πήγαινες από το πρόσωπο στο πλεκτό, από το πλεκτό στο πρόσωπο». Δεν θα ήταν περίεργο, λοιπόν, ο Μπέκετ να χαμογέλασε θλιμμένα μπροστά στη διατύπωση της κριτικής των Times "Επιτυχής η τηλεοπτική μεταφορά του Godot”…
Ευτυχώς αυτή η παράσταση δεν είχε πλέξιμο. Η Δήμητρα Χατούπη επέλεξε έναν Ντιντί δυναμικό, υπερκινητικό και νευρικό, ακριβώς όπως θα ήταν κάποιος που δεν ονειρεύεται αλλά θυμάται και, επιπλέον, ελπίζει στην έλευση του Γκοντό. Ο Ντιντί είναι πιο δυνατός από τον Γκογκό και εκνευρίζεται με τα αστεία του. Από την άλλη, η Κάτια Γέρου, ως Γκογκό, έδειξε πώς η τέχνη είναι η αφορμή για την αποθέωση της μοναξιάς. Έπλασε ένα χαρακτήρα ενίοτε παιδικό και ονειροπόλο, ενίοτε επιπόλαιο και αστείο αλλά βέβαια, έχει το αβαντάζ των πιο πετυχημένων νύξεων. «Δεν έχουμε πια δικαιώματα;», ο Γκογκό θα ρωτήσει τον Ντιντί για να λάβει την απάντηση : «τα εκχωρήσαμε». Ενώ, σε άλλο σημείο του έργου, ο Γκογκό λέει ότι «όλοι τρελοί γεννιούνται, αλλά μερικοί παραμένουν». Συμφιλιωμένος με το τώρα και μαγεμένος από την ευστροφία της καθημερινότητας, ο Γκογκό της Γέρου έγινε ο λατρεμένος μου χαρακτήρας: ένας που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον άλλον αλλά και αποζητά την αγκαλιά, για να διώξει τα φαντάσματα. Είναι ένας που δεν παίρνει τη ζωή στα σοβαρά αλλά γι’ αυτό φτάνει στο βαθύτερο νόημα της συνειδητοποίησης. Ο Γκογκό ονειρεύεται αλλά και ξεχνά. Ξεχνά για να ονειρεύεται; Πάντως, εφόσον ξεχνά τον Γκοντό, -υπό την έννοια ότι η αλήθεια είναι μη λήθη-, ο γλυκός Γκογκό ζει στον κόσμο της δικής του αίσθησης, ιδωμένης από τους τρίτους ως ψευδαίσθηση. Δεν είναι τυχαίο που η πρώτη και η δεύτερη πράξη του έργου λήγουν με τον ίδιο τρόπο αλλά με τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν να αλλάζουν ατάκες: υπόσχονται ο ένας στον άλλο να φύγουν και δεν πηγαίνουν πουθενά. Μένουν ακίνητοι. Το δηλητηριώδες μανιτάρι του «μιζεραμπιλισμού», ποιος θα το φάει; Ο Μπέκετ θίγει τη μάταιη αθλιότητα των σχέσεων εξουσίας στα πρόσωπα των Πότζο και Λάκυ. Η Λουκία Πιστιόλα παρουσίασε έναν αγέρωχο cowboy, έναν αδίστακτο εξουσιαστή, υπερόπτη αλλά και απερίσκεπτο. Ο Πότζο είναι κάποιος που ενώ έχει δύναμη, καταλήγει τραγικά δυστυχισμένος. Και ο Λάκυ, ο τυχερός εξ’ ονόματος, είναι ο σιωπηλός που υπομένει το μαρτύριο. Η Μυρτώ Αλικάκη τον παριστάνει σαν το ψάρι που τσιμπά στο δόλωμα του εξουσιαστή και, στο όνομα του συμβολαίου, συνεχίζει να ζει στη σκιά της εκμετάλλευσης. Ζει για τα κόκαλα που του αφήνει ο Πότζο. Ζει για να υπομένει. Τέλος, η Αριάδνη Καβαλιέρου, ως αγόρι, δείχνει σαν να κινεί τη φωνή της. Με το βλέμμα σταθερό και το βήμα αργό, μεταφέρει όλη την αίσθηση περί άγνοιας και παραλόγου, στο προσκήνιο, μειώνοντας την απόσταση ανάμεσα σε σκηνή-παράσταση και πραγματικότητα-πλατεία.
Εν κατακλείδι, το Περιμένοντας τον Γκοντό με τις ατάκες περί άγνοιας «δεν γνωρίζω κύριε», κουβαλά και τη σκιά ενός προσωπικού ατυχήματος του συγγραφέα, στο Παρίσι το 1937. Τότε, αναφέρεται από τον Esslin, ότι ο Μπέκετ δέχτηκε μια μαχαιριά από κάποιον που τον πλεύρισε για χρήματα και αναγκάστηκε έπειτα να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο. Όταν αργότερα, επισκέφτηκε το θύτη του στη φυλακή, να τον ρωτήσει γιατί το έκανε, εκείνος του απάντησε απλώς: «δεν γνωρίζω κύριε» (“je ne sais pas, Monsieur”)…
Μετάφραση : Χούλια Σουζάνα-Καπελώνης Κωστής
Σκηνοθεσία : Καπελώνης Κωστής
Σκηνικά : Καπελώνης Κωστής
Κοστούμια : Σωτηρίου Κατερίνα
Διανομή
Εστραγκόν: Κάτια Γέρου
Βλαντιμίρ: Δήμητρα Χατούπη
Πότζο: Λουκία Πιστιόλα
Λάκυ: Μυρτώ Αλικάκη
Αγόρι: Αριάδνη Καβαλιέρου
Επιμέλεια κίνησης: Πωλίνα Κρεμαστά
Βοηθός σκηνοθέτη: Στρατηγοπούλου Ειρήνη
από Πέμπτη 10 Νοεμβίου 2011
Θέατρο Τέχνης
Φρυνίχου 14, Αθήνα (Πλάκα, μετρό Ακρόπολη)
ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
Δευτέρα 26/12, ώρα 18.15 & 21.15
Τετάρτη & Κυριακή, ώρα 20.00
Πέμπτη & Παρασκευή, ώρα 21.15
Παρασκευή 6/1, ώρα 18.15 & 21.15
Σάββατο (εκτός 31/12), ώρα 18.15 και 21.15
Ειδικότερα, στο Περιμένοντας τον Γκοντό του Σάμουελ Μπέκετ, είναι το παιχνίδι της γλώσσας που διαλύεται μέσα στο χρόνο. Σε σκηνοθεσία και σκηνικά του Κωστή Καπελώνη, η Κάτια Γέρου (Εστραγκόν-Γκογκό), η Δήμητρα Χατούπη (Βλαντιμίρ-Ντιντί), η Λουκία Πιστιόλα (Πότζο) και η Μυρτώ Αλικάκη (Λάκυ) υποδύονται άντρες. Φορούν τους διαφορετικούς αντρικούς ρόλους, η αντιπαράθεση των οποίων αναπτύσσει σχέσεις είτε εξάρτησης, στην περίπτωση των Γκογκό-Ντιντί, είτε εξουσίας-κυριαρχίας, στην περίπτωση των Πότζο-Λάκυ. Μεταξύ των δύο τύπων, σαφώς η σχέση των Γκογκό-Ντιντί αποβαίνει η πιο ενδιαφέρουσα στα μάτια των θεατών, από άποψη συνθήκης. Διότι, ενώ η επιβολή του αφέντη Πότζο στο δούλο Λάκυ τείνει να έχει ένα σαδομαζοχιστικό χαρακτήρα, η αλληλόδραση ανάμεσα στον Γκογκό και στον Ντιντί εξυπηρετεί το βασικό ‘‘αντι-σκοπό’’, αν ο ‘‘σκοπός’’ θεωρηθεί ο αντίποδας του παραλόγου. Καθώς η αντιπαράθεση των χαρακτήρων, του Εστραγκόν και του Βλαντιμίρ, στηρίζεται στο σχήμα της αντίθεσης, από το μεταξύ τους δούναι-λαβείν, η αντίφαση προκύπτει ως αναγκαία. Είναι αυτή ακριβώς η συνθήκη που φέρνει στο φως τη γλώσσα της αντίφασης έναντι της λογικής, αναδεικνύει τη σημασία της διαστολής του χρόνου και την καθήλωση σε ένα μεγάλο χώρο. Από τα δεσμά της αντίφασης, ουδείς μπορεί να ξεφύγει. Ας σημειωθεί, εν προκειμένω, ότι ο Ιρλανδός Νομπελίστας (1969) έγραφε στα γαλλικά, από επιθυμία για πειθαρχία στη γλώσσα και κυρίως για την αναζήτηση της γλώσσας του παραλόγου, αντί να εμμένει στην αγγλική γλώσσα, η λογική της οποίας θα του υποδείκνυε τη χρήση πιο στυλιζαρισμένων μορφών τόσο ύφους όσο και έκφρασης.
Σε όλην την παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, πίσω από το πλέγμα της σίτας, που παραπέμπει σε μια φυλακή εκ του μηδενός, μια φυλακή που ορθώνεται από την κυψέλη του μυαλού, μπροστά στην προσμονή του Γκοντό, ο Μπέκετ αποβλέπει στο σπινθηροβόλο βλέμμα του θεατή. Στο βλέμμα που θέτει ερωτήματα, κυρίως για ό,τι αποκρύπτεται και εν τούτοις αναμένεται: ποιος και πού είναι επιτέλους ο Γκοντό; Και, εν τέλει, τι θα μπορούσε να σημαίνει “Godot”;
Στο σημείο αυτό, προκειμένου το παραπάνω ερώτημα να απαντηθεί, «πλοηγός» στην ανάγνωση του έργου του Μπέκετ είναι Το θέατρο του Παραλόγου (The Theatre of the Absurd), του Martin Esslin, -εκδόσεις Methuen, Λονδίνο 2001-. Αναφέρεται, από τον Esslin ότι το όνομα “godot” παραπέμπει σε ένα μικρό θεό, κατά το υποκοριστικό του Pierre, “Pierrot”, και του Charles, “Charlot”, του ομώνυμου ήρωα του Τσάπλιν, το καπέλο του οποίου φοριέται και από τους τέσσερις αντι-ήρωες του έργου. Όσο για το ερώτημα, ποιος ο Γκοντό ήταν τελικά, ενδιαφέρουσες απαντήσεις δόθηκαν από τους 1400 κρατουμένους του σωφρονιστηρίου San Quentin του Σαν Φρανσίσκο, όταν παρακολούθησαν την παράσταση στις 19 Νοεμβρίου του 1957. «Ο Γκοντό ήταν η κοινωνία», «αν ο Γκοντό εμφανιζόταν, θα ήταν σκέτη απογοήτευση», ήταν μερικές από αυτές. Πράγματι, αυτές οι απαντήσεις πιστοποιούν την ταυτότητα του έργου. Δείχνουν ότι το Περιμένοντας τον Γκοντό έχει βαθιά πολιτική ρίζα. Οι διαστάσεις του έργου είναι αναντίρρητα πολιτικές και κοινωνικές, γεγονός που γίνεται αντιληπτό από τη σκηνοθεσία και τις σκηνικά λιτές επιλογές του Κωστή Καπελώνη. Το σύμβολο επί σκηνής της «κλαίουσας ιτιάς», του δέντρου που έχασε τα φύλλα του –ή άφησε τα ίχνη και τον πόνο του στις ριπές των ανέμων- παριστάνει εκατέρωθεν τον άνθρωπο, που υποχρεούται να διαχειρίζεται τη φθορά του. Συναφής με την ιδέα της φθοράς, είναι και η εικόνα του αυτοκινήτου, μιας τέως μηχανής του χρόνου. Επιστρέφουμε, οπότε, στο χρόνο τον αιώνια παρόντα. Αν μη τι άλλο, λοιπόν, μια παράσταση αυτού του είδους, θα ήταν δύσκολο έως αδύνατο να προβληθεί, χωρίς να αλλοιωθεί, μέσα από το γυαλί.
Σχετικά με το πόσο εσφαλμένη ήταν η απόδοση του έργου από το τηλεοπτικό μέσο, ο ίδιος ο Μπέκετ, για το Περιμένοντας τον Γκοντό, είχε δηλώσει ότι «το έργο του δεν ήταν γραμμένο γι’ αυτό το κουτί. Ήταν γραμμένο για μικρούς ανθρώπους καθηλωμένους σε έναν μεγάλο χώρο». Στη βιογραφία του James Knowlson, Σάμουελ Μπέκετ Η Κατάρα της Δόξας,-μτφρ. Γ. Ι. Μπαμπασάκης, εκδ. Scripta, Αθήνα 2001, σ. 569-, αποσαφηνίζεται ο ισχυρισμός του Μπέκετ, ότι: «στην τηλεόραση όλοι ήταν πολύ μεγάλοι σε σχέση με το χώρο». Μάλιστα, αναφέρεται ότι o Μπέκετ είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Βλέπετε, μπορεί κανείς να γράψει ένα πολύ καλό έργο για την τηλεόραση με μια γυναίκα που πλέκει. Θα πήγαινες από το πρόσωπο στο πλεκτό, από το πλεκτό στο πρόσωπο». Δεν θα ήταν περίεργο, λοιπόν, ο Μπέκετ να χαμογέλασε θλιμμένα μπροστά στη διατύπωση της κριτικής των Times "Επιτυχής η τηλεοπτική μεταφορά του Godot”…
Ευτυχώς αυτή η παράσταση δεν είχε πλέξιμο. Η Δήμητρα Χατούπη επέλεξε έναν Ντιντί δυναμικό, υπερκινητικό και νευρικό, ακριβώς όπως θα ήταν κάποιος που δεν ονειρεύεται αλλά θυμάται και, επιπλέον, ελπίζει στην έλευση του Γκοντό. Ο Ντιντί είναι πιο δυνατός από τον Γκογκό και εκνευρίζεται με τα αστεία του. Από την άλλη, η Κάτια Γέρου, ως Γκογκό, έδειξε πώς η τέχνη είναι η αφορμή για την αποθέωση της μοναξιάς. Έπλασε ένα χαρακτήρα ενίοτε παιδικό και ονειροπόλο, ενίοτε επιπόλαιο και αστείο αλλά βέβαια, έχει το αβαντάζ των πιο πετυχημένων νύξεων. «Δεν έχουμε πια δικαιώματα;», ο Γκογκό θα ρωτήσει τον Ντιντί για να λάβει την απάντηση : «τα εκχωρήσαμε». Ενώ, σε άλλο σημείο του έργου, ο Γκογκό λέει ότι «όλοι τρελοί γεννιούνται, αλλά μερικοί παραμένουν». Συμφιλιωμένος με το τώρα και μαγεμένος από την ευστροφία της καθημερινότητας, ο Γκογκό της Γέρου έγινε ο λατρεμένος μου χαρακτήρας: ένας που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον άλλον αλλά και αποζητά την αγκαλιά, για να διώξει τα φαντάσματα. Είναι ένας που δεν παίρνει τη ζωή στα σοβαρά αλλά γι’ αυτό φτάνει στο βαθύτερο νόημα της συνειδητοποίησης. Ο Γκογκό ονειρεύεται αλλά και ξεχνά. Ξεχνά για να ονειρεύεται; Πάντως, εφόσον ξεχνά τον Γκοντό, -υπό την έννοια ότι η αλήθεια είναι μη λήθη-, ο γλυκός Γκογκό ζει στον κόσμο της δικής του αίσθησης, ιδωμένης από τους τρίτους ως ψευδαίσθηση. Δεν είναι τυχαίο που η πρώτη και η δεύτερη πράξη του έργου λήγουν με τον ίδιο τρόπο αλλά με τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν να αλλάζουν ατάκες: υπόσχονται ο ένας στον άλλο να φύγουν και δεν πηγαίνουν πουθενά. Μένουν ακίνητοι. Το δηλητηριώδες μανιτάρι του «μιζεραμπιλισμού», ποιος θα το φάει; Ο Μπέκετ θίγει τη μάταιη αθλιότητα των σχέσεων εξουσίας στα πρόσωπα των Πότζο και Λάκυ. Η Λουκία Πιστιόλα παρουσίασε έναν αγέρωχο cowboy, έναν αδίστακτο εξουσιαστή, υπερόπτη αλλά και απερίσκεπτο. Ο Πότζο είναι κάποιος που ενώ έχει δύναμη, καταλήγει τραγικά δυστυχισμένος. Και ο Λάκυ, ο τυχερός εξ’ ονόματος, είναι ο σιωπηλός που υπομένει το μαρτύριο. Η Μυρτώ Αλικάκη τον παριστάνει σαν το ψάρι που τσιμπά στο δόλωμα του εξουσιαστή και, στο όνομα του συμβολαίου, συνεχίζει να ζει στη σκιά της εκμετάλλευσης. Ζει για τα κόκαλα που του αφήνει ο Πότζο. Ζει για να υπομένει. Τέλος, η Αριάδνη Καβαλιέρου, ως αγόρι, δείχνει σαν να κινεί τη φωνή της. Με το βλέμμα σταθερό και το βήμα αργό, μεταφέρει όλη την αίσθηση περί άγνοιας και παραλόγου, στο προσκήνιο, μειώνοντας την απόσταση ανάμεσα σε σκηνή-παράσταση και πραγματικότητα-πλατεία.
Εν κατακλείδι, το Περιμένοντας τον Γκοντό με τις ατάκες περί άγνοιας «δεν γνωρίζω κύριε», κουβαλά και τη σκιά ενός προσωπικού ατυχήματος του συγγραφέα, στο Παρίσι το 1937. Τότε, αναφέρεται από τον Esslin, ότι ο Μπέκετ δέχτηκε μια μαχαιριά από κάποιον που τον πλεύρισε για χρήματα και αναγκάστηκε έπειτα να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο. Όταν αργότερα, επισκέφτηκε το θύτη του στη φυλακή, να τον ρωτήσει γιατί το έκανε, εκείνος του απάντησε απλώς: «δεν γνωρίζω κύριε» (“je ne sais pas, Monsieur”)…
Μετάφραση : Χούλια Σουζάνα-Καπελώνης Κωστής
Σκηνοθεσία : Καπελώνης Κωστής
Σκηνικά : Καπελώνης Κωστής
Κοστούμια : Σωτηρίου Κατερίνα
Διανομή
Εστραγκόν: Κάτια Γέρου
Βλαντιμίρ: Δήμητρα Χατούπη
Πότζο: Λουκία Πιστιόλα
Λάκυ: Μυρτώ Αλικάκη
Αγόρι: Αριάδνη Καβαλιέρου
Επιμέλεια κίνησης: Πωλίνα Κρεμαστά
Βοηθός σκηνοθέτη: Στρατηγοπούλου Ειρήνη
από Πέμπτη 10 Νοεμβίου 2011
Θέατρο Τέχνης
Φρυνίχου 14, Αθήνα (Πλάκα, μετρό Ακρόπολη)
ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
Δευτέρα 26/12, ώρα 18.15 & 21.15
Τετάρτη & Κυριακή, ώρα 20.00
Πέμπτη & Παρασκευή, ώρα 21.15
Παρασκευή 6/1, ώρα 18.15 & 21.15
Σάββατο (εκτός 31/12), ώρα 18.15 και 21.15