26.8.11

Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x:It's social, it's crucial.14-25/9

Οι Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x προσφέρουν 1500 εισιτήρια σε ανέργους


1500 δωρεάν εισιτήρια σε ανέργους προσφέρει φέτος, στην 17η διοργάνωσή του (14 – 25 Σεπτεμβρίου) το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας.
Tο καλό σινεμά είναι πρώτης τάξεως αντίδοτο για την κρίση.

Έτσι εκτός από τη διατήρηση του εισιτηρίου σε σταθερή τιμή (6 ευρώ) για έβδομη συνεχή χρονιά και την καθιέρωση των πρωινών προβολών (2η συνεχόμενη χρονιά), με μειωμένο εισιτήριο (4 ευρώ), οι Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x τάσσονται ανοιχτά στο πλευρό των ανέργων, όσων έχουν την κάρτα ανεργίας ΟΑΕΔ, για τις περισσότερες ταινίες που θα προβληθούν στο πλαίσιο της διοργάνωσης Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x..

Τα εισιτήρια αυτά θα κατανεμηθούν ως εξής:
- 100 δωρεάν διαπιστεύσεις ανέργων. Οι διαπιστεύσεις αυτές αντιστοιχούν σε 5 δωρεάν εισιτήρια για ταινίες τις αρεσκείας του δικαιούχου. Αιτήσεις θα γίνονται στο γραφείο τύπου του φεστιβάλ με την επίδειξη της - επικυρωμένης και εν ισχύ - κάρτα ανεργίας και της αστυνομικής ταυτότητας από την Τετάρτη 7, μέχρι την Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κατάθεση μιας φωτογραφίας ταυτότητας. Προσοχή: Οι πρώτοι 100 που θα κάνουν την αίτηση θα είναι και αυτοί που θα λάβουν τη συγκεκριμένη διαπίστευση.

Για εκείνους που δεν θα προλάβουν να διαπιστευθούν ωστόσο, το φεστιβάλ θα μοιράσει:
-1000 ειδικές δωρεάν προσκλήσεις. Οι Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x θα διαθέτουν καθημερινά και για 10 ημέρες, 100 προσκλήσεις, οι οποίες θα εξασφαλίζουν στους δικαιούχους δωρεάν είσοδο. Οι προσκλήσεις (100 καθημερινά) θα διατίθενται από τις 14 Σεπτεμβρίου και κάθε μέρα, δωρεάν, από το Γραφείο Τύπου του φεστιβάλ. Προσοχή: Η κάθε πρόσκληση θα αντιστοιχεί σε ένα δωρεάν εισιτήριο για μια προβολή της επόμενης μέρας και θα δίνεται, από το γραφείο τύπου, την προηγούμενη μέρα.

Το Γραφείο Τύπου του φεστιβάλ θα λειτουργεί στον δεύτερο όροφο του βιβλιοπωλείου Ιανός (Σταδίου 24), καθημερινές από τις 11:00 το πρωί μέχρι τις 18:00 το απόγευμα.

Εκτός αυτού, θα κυκλοφορήσουν κάρτες διαρκείας των 10 και 25 προβολών και φέτος, για δεύτερη χρονιά, θα διατεθούν και κάρτες των 20 προβολών, πάντα με την σταθερή έκπτωση της τάξης του 50% ανά προβολή. Επιπλέον, για τρίτη συνεχή χρονιά, θα υπάρχει η δυνατότητα αγοράς εισιτηρίων από το κέντρο της Αθήνας και για τους πέντε κινηματογράφους του Φεστιβάλ (Αττικόν Cinemax Class, Απόλλων Cinemax Class, Δαναός 1, Δαναός 2, Άστορ).

Antonakos: 2/9 στις 20.30, στην παραλία Ελευσίνας


22.8.11

Buddhist Views/ Sogyal Rinpoche

As Buddha said,
"What you are is what you have been,
what you will be is what you do now."
Padmasambhava went further:
"If you want to know your past life,
look into your present condition;
if you want to know your future life,
look at your present actions."

Sogyal Rinpoche

from Dieter Glogowski - Albert Haag Buddhist Views, B. Bucher, Munich 2006, p.66


9.8.11

Η γυναίκα με τη λεοπάρδαλη/ Bringing up baby (1938)

Στη ρομαντική κομεντί Η γυναίκα με τη λεοπάρδαλη/ Bringing up baby με screwball στοιχεία, σε σκηνοθεσία του Howard Hawks, το δεδομένο ότι ο άντρας ορίζει την τύχη της γυναίκας, καταρρίπτεται. Από την έναρξη της ταινίας, η παιγνιώδης διάθεση του σκηνοθέτη είναι ξεκάθαρη. Ακόμη και αν η ερμηνεία του ακρώνυμου G.O.L.F –Gentlemen Only Ladies Forbidden- δεν ήταν μύθος, αλλά είχε κάποια ισχύ στο παρελθόν, πλέον η δυναμική και σπιρτόζα παρουσία της Katharine Hepburn (Susan Vance) στο γήπεδο ανατρέπει τα δεδομένα. Η Σούζαν βρέθηκε στο δρόμο του ζωολόγου Cary Grant ( David Huxley) για να του αλλάξει ρότα στη ζωή, μουτζουρώνοντας τα σχέδια για τον επικείμενο γάμο του. Αυτό προοικονομείται ευθύς εξαρχής στη σκηνή με το αυτοκίνητο, όταν η Σούζαν οδηγεί το αυτοκίνητο του Ντέιβιντ. Στην προκειμένη περίπτωση, το αυτοκίνητο-υλικό αγαθό ορισμένης μορφής- συμβολίζει αυτό που επιφυλάσσει ο χρόνος του μέλλοντος-το άμορφο-. Από την άλλη πλευρά, η Σούζαν εισβάλλει στη ζωή του επιστήμονα Ντέιβιντ και για να τον κάνει να διαπιστώσει πόσο η ζωή του, μέχρι να τη γνωρίσει, έχανε σε γέλιο. Από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους, διαπιστώνεται ότι οι δυο τους διαφέρουν σε όλα: πρώτον, σε χαρακτήρες-εκείνος εργατικός, τίμιος και συγκρατημένος, εκείνη αυθόρμητη, πεισματάρα και παρορμητική-, αλλά και δεύτερον, σε κοινωνική τάξη –εκείνος επιστήμονας, εκείνη ανηψιά μιας πλούσιας της υψηλής κοινωνίας, της κ. Ράντομ, στο πορτοφόλι της οποίας αποβλέπει ο Ντέιβιντ, προκειμένου να λάβει επιχορήγηση για το μουσείο-. Οπότε, η πλούσια θεία είναι ο συνδετικός κρίκος τους. Όμως, μια θεία μόνο δεν κάνει την κομεντί σπαρταριστή. Χρειάζεται κάτι πιο δελεαστικό. Και αυτή η δελεαστική διαφορά προσφέρεται μέσα από την εμφάνιση μιας εξημερωμένης λεοπάρδαλης. Τι πιο φυσικό δώρο να προοριζόταν για μια ιδιαίτερη θεία, και πώς το ζώο να μην βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία της Σούζαν, ώστε να επιστρατευτεί στο κυνήγι του επιστήμονα Ντέιβιντ ειδικής αποστολής; Το σενάριο βαδίζει σε συνηθισμένα μονοπάτια, παρεξηγήσεων και κωμικών ξαφνικών περιστατικών, όμως παρόλο που δεν χρειάζεται να είσαι ούτε Κάλχας ούτε Τειρεσίας, για να φανταστείς το τέλος, η ταινία βλέπεται ευχάριστα. Και αυτό συμβαίνει χάρη στις χαριτωμένες ατάκες και στις ερμηνείες. Αν μάλιστα διαθέτεις κάτι και από πείσμα και από αυθορμητισμό, είναι διασκεδαστικό, να παρακολουθείς τις μικρές περιπλανήσεις ενός θυμωμένου επιστήμονα, ενώ ανακαλύπτει φοβισμένα κάπως την αισθηματική πλευρά του. Καθώς κυνηγούν μαζί το σκυλάκι Τζορτζ, φωνάζει ο Cary Grant “George”, το επαναλαμβάνει τρέχοντας ξοπίσω του η Katharine Hepburn, οπότε της λέει αυτός «μην το ξαναλές, ακούγεται σαν ηχώ». Και τότε συνεχίζει φωνάζοντας αυτή τραγουδιστά: “Καλέ μου George”


Σκηνοθεσία:
Howard Hawks
Σενάριο:
Dudley Nichols, Hagar Wilde
Cast:
Katharine Hepburn (Susan Vance), Cary Grant ( David Huxley), Charles Ruggles (ταγματάρχης Horace Applegate), Walter Catlett (Constable Slocum), Barry Fitzgerald (Aloysius Gogarty)

Από 11/8 στους κινηματογράφους.

8.8.11

Ήρθε το Kaoru και δεν είμαστε καλά

Ανήμερα της γιορτής, του Τριαντάφυλλου και της Τριανταφυλλιάς, έσκασε η είδηση, ότι οι Ιάπωνες πάλι πρωτοτύπησαν: αυτή τη φορά, η πρωτοτυπία ήρθε με… μια κάψουλα, την περίφημη «Kaoru». Αυτή η κάψουλα, λοιπόν, δεν είναι τυχαία. Είναι το prêt a porter άρωμα σώματος του φετινού καλοκαιριού. Και μάλιστα κυκλοφορεί σε δυο τύπους, λεμονιού ή τριαντάφυλλου. Όντως. Την περιμέναμε, οι λαοί, αυτή τη χαρά, να νιώσουμε επιτέλους πως δεν μας λείπει τίποτε. Ενωμένοι προχωρούμε μαζί, με το «Kaoru». Πλέον, η μυρωδιά είναι με το μέρος μας. Του χεριού και του στομαχιού μας. Διότι, καταπίνοντας το εξευγενισμένο χάπι, ιαπωνικής καταγωγής, κάτι τρέχει εκεί, στα κάτω στρώματα, ώσπου το παίρνουν χαμπάρι και οι πόροι του σώματος, μέσα σε ένα εξάωρο, από τη στιγμή της κατάποσης, και αρχίζεις να «τριανταφυλλίζεις» ή να «λεμονίζεις», αναλόγως της επιλογής σου. Εμπρός λοιπόν, να δούμε τα «θετικά»: χωρίς βάρος, μικρό όσο το νύχι, ένα χάπι για να μη μέλλει κανένα ταξιτζή, φορτηγατζή, χασάπη η μυρωδιά της τριχωτής μασχάλης. Και όχι μόνο. Συμφέρει και σε διάσημους. Διότι, αν κάποιος ήξερε από πριν, ότι εκεί που περπατά, ίσως και να φάει κανένα γιαούρτι, όπως συνέβη στον Πρετεντέρη στην Αντίπαρο, ε τότε θα είχε καταπιεί το «λεμονάκι» του. Δεν είμαστε καλά, δεν έχουμε μυαλό, αλλά δεν είμαστε και τρελοί τόσο για να καταπιούμε οποιαδήποτε νέα επινόηση σάχλας έρχεται σερβιρισμένη με άρωμα σύγχρονης διαβίωσης, εγκυμονώντας κινδύνους καρκινοπάθειας. Ακριβώς όπως Γιαπωνέζες καταφτάνουν σε κάμπινγκ σε νησί με χοντρό άσπρο καλσόν, σαν να έφυγαν μόλις από σχολή μπαλέτου, το ίδιο υπερβολικά η τελευταία «λέξη» της ιατρικής τεχνολογίας καταλήγει θανατηφόρα επιζήμια για την ανθρώπινη ζωή, ενόσω προτείνει παράλογα σκευάσματα, αντί για πραγματικές λύσεις. Άντε, να πάω να πάρω την hypnotic Poison που φοράω χρόνια τώρα, και να μου πουν: ξέρετε, κυκλοφορεί και σε χάπια. Για να μην κουβαλάτε…Τι άλλο θα βγει πια, σε αυτήν την περίεργη ζωή…

"ΤΟ ΜΩΡΟ ΤΗΣ ΡΟΖΜΑΡΙ" στη μεγάλη οθόνη

Υποβλητικό, κλασικό, παραδειγματικό. Και με σκούφια από το 1968, βασισμένο στο μπεστ σέλερ μυθιστόρημα του Ira Levin. Το Μωρό της Ρόζμαρι προορίζεται να γίνει θυσία στα φιλόδοξα σχέδια μαύρης μαγείας των τεσσάρων: του ζεύγους Μίνι και Ρόμαν, του εμπλεκόμενου γιατρού και φυσικά του συναινετικού συζύγου της Ρόζμαρι, Γκάι. Διότι, πάνω από σύζυγος, ο Γκάι είναι επαγγελματίας και ηθοποιός. Κατά συνέπεια, η Ρόζμαρι, -το όνομα της οποίας σημαίνει «δεντρολίβανο», βότανο κατάλληλο για τελετές, τα παλιά τα χρόνια, και δοκιμασμένο στο θυμίαμα-, δοκιμάζεται με τη σειρά της, κατά την κρίση του θεατή: είτε εναντίον του κακού, και αυτών που το ενορχήστρωσαν, είτε πέραν του κακού, και άρα, παραληρώντας και δημιουργώντας έναν παράλληλο, φανταστικό κόσμο, ως καταφύγιο ψυχής και νου. Σαφώς και η εξαιρετική ταινία του Πολάνσκι, σκόπιμα τηρεί την αμφιλεγόμενη πλευρά της, ότι θα μπορούσε να ήταν και αλλιώς, υποδηλώνοντας την αλλόκοσμη περιπέτεια της τέχνης μέσα σε αυτόν τον όμορφα κατασκευασμένο κόσμο βίας, αίματος, σεξ, του εργοστασίου αστέρων. Είναι θρίλερ και όμως δεν εκτροχιάζεται από τον υψηλό συντελεστή εικονικότητας του κινηματογράφου. Επίσης, η προσοχή του θεατή δεν αποσπάται από περιττά πλάνα, καθώς ο σκηνοθέτης μένει στην ουσία: για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι ο Γκάι είναι ηθοποιός και αυτό αρκεί· δεν χρειάζεται, για να το πιστέψουμε, να δούμε πλάνα από στούντιο ή του χώρου εργασίας του. Τον βλέπουμε μόνο να προβάρει το ρόλο του, με πατερίτσες, ως αφορμή για να τεθεί, στη συνέχεια, το ζήτημα της αφοσίωσης και προσοχής του στη Ρόζμαρι. Καθώς η σημασία έγκειται στις μεταπτώσεις της διάθεσης, στις οποίες υποβάλλεται η Ρόζμαρι, είναι επόμενο, η ίδια να επωμίζεται το βάρος της θεατρικότητας. Αναμφισβήτητα, ωστόσο, όλες οι ερμηνείες είναι υπέροχες, παραδειγματικές, θεατρικές. Ήταν της εποχής, της προσωπικότητας του ηθοποιού, του σκηνοθέτη το χάρισμα; Μάλλον ήταν επιστέγασμα όλων αυτών. Και αν κάθε ταινία είναι όπως ένα ταξίδι, σκοπός του οποίου είναι να βγαίνεις ελαφρύτερος, αν και παράδοξο, μετά Το Μωρό της Ρόζμαρι η αίσθηση είναι αυτή. Αριστούργημα κομψής και οικονομικής ειρωνείας, διαύγειας αντί μονοσήμαντης οπτικής, με το μαγικό κλειδί στα χέρια της Μίνι και του Ρόμαν. Αν και δείχνουν υπερβολικά φιλικοί και προσιτοί, οι κατά βάθος σνομπ μεταμορφώνονται, από σαδιστές σε προσιτούς αστούς, επιμηκύνοντας τη δοκιμασία της Ρόζμαρι, απλώς για να μάθουν και να δουν: όσα περισσότερα μπορούν. Στο αγγελικό πρόσωπο της Μία Φάροου, με κουπ Vidal Sassoon, τα δαιμόνια κλειδαμπαρώνονται, ακριβώς επειδή η αθωότητα προηγείται της διάκρισης, καλού/κακού. Ακόμη και εκεί, λοιπόν, στο διαβολάκο τριγύρω, κυκλοφορεί και ένας Έλληνας, ο Αργύρης Σταυρόπουλος: μα, θα έλειπε ο Έλληνας από άρτο και θεάματα; Ένα τόσο σκοτεινό-για την εποχή του-ζήτημα, η μαύρη μαγεία, δίνει την αφορμή, στον Πολάνσκι, να μεγαλουργήσει, διατρέχοντας το σήμερα, όπως αν ήταν χθες και αύριο μαζί. Από το θρίλερ μαύρης μαγείας ως τον ιερό θρύλο, η απόσταση, που χωρίζει τις δύο διατυπώσεις, αποτυπώνει το αυτονόητο: πέραν αισιοδοξίας/απαισιοδοξίας και οδύνης/ηδονής, Το Μωρό της Ρόζμαρι ενέχει τη συναρπαστική δύναμη, του κινηματογράφου, να συμπληρώνει τις αναμνήσεις μας, με άλλες φανταστικές, επί της μεγάλης οθόνης, ώστε ο καθένας να εκλαμβάνει τη δική του άποψη και αισθητική: τη δική του διατύπωση.

ROSEMARY’S BABY
Τρόμου, ΗΠΑ, 1968, 136’

Σκηνοθεσία: ROMAN POLANSKI
Σενάριο: ROMAN POLANSKI, IRA LEVIN
Παραγωγή: WILLIAM CASTLE
Πρωταγωνιστούν: MIA FARROW, JOHN CASSAVETES, RUTH GORDON

στον κινηματογράφο ΑΙΟΛΙΑ (ΔΗΜ. ΚΙΝ/ΦΟΣ)
(Σολομωνίδου & Φιλαδελφείας, Καισαριανή Τηλ.: 210-7247600)
Ώρες προβολών: Πεμ-Παρ 21:15

7.8.11

Πού πήγε το κίνητρο;

Υπήρξε κίνητρο, για να αραδιάσω μέχρι και φθινοπωρινά φύλλα, του 2008 και του 2009, στα σανίδια του καθιστικού, κυριακάτικα. Το κίνητρο ήταν ένα δημοσίευμα, που φυσικά δεν βρέθηκε. Στην πορεία, όμως, της ποθητής αναζήτησης, άξια και δίκαια θα έπαιρνα τον τίτλο της …miss Paper. Ανάμεσα στο πολύ και στο περισσότερο-καθώς, πάντα υπάρχει χώρος για μία ακόμη κομμένη σελίδα στα «κρατημένα»-, πίσω στα παλιά και στα παλιότερα, ξεφυλλίζω και ξεκαθαρίζω: τι θέλω και τι ανακυκλώνω. Ώσπου πέφτω επάνω σε μια δική μου χειρόγραφη σημείωση: «Μου αρέσουνε τα γαλλικά τυριά γιατί μυρίζουνε σαν τα άπλυτα πόδια μου». Είναι του Ακριθάκη, από το Σκέψεις και Ζωγραφοϊστορίες, των εκδόσεων Ίτανος, Αθήνα 2004, σε επιμέλεια της Μαρίας Κοτζαμάνη. Αν παρόμοιας αναλογίας ήταν και η λόξα του Νταλί, λοιπόν, όταν ονειρευόταν το καμεμπέρ και –στο Όνομα του Πατρός- «έπλαθε» τα Μαλακά Ρολόγια, ή την Επιμονή της Μνήμης, τότε έχουμε και λέμε: ο «άπλυτος χρόνος» εικονισμένος δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σε ένα μπουφέ με γαλλικά τυριά σε δίσκο, επάνω σε λευκό σεντόνι ή τραπεζομάντιλο, για ώρα να λιώνουν σε 39 βαθμούς κελσίου, ενώ εμείς ξυπόλητοι θα περιμέναμε τον κλήρο του μεσημεριού για ένα τσίμπημα. Και αυτό δεν είναι καινούριο, να προσδιορίζεσαι μετά τις διακοπές, έστω και τριήμερες. Είναι κομμάτι δύσκολο, κομμάτι καμεμπέρ. Άπλυτος χρόνος. Θα προτιμούσες να είχες χαθεί, λιώσει, εξαφανιστεί σαν το γαλλικό τυρί. Έλα όμως που το χάσιμο ή λιώσιμο έρχεται με το ξεπέρασμα αυτού του άπλυτου χρόνου. Σ’ αυτό το διάστημα της προσαρμογής, του νέου προσδιορισμού, καθώς οι προτεραιότητες πιέζουν, αγκαζέ με το άγχος, θυμάσαι και ξεχνάς, ξεχνάς και θυμάσαι. Α, β, γ, δ…και τα λοιπά, και τα λοιπά. Όσα έμειναν πίσω, παρέμειναν ίδια: από τις ειδήσεις μέχρι τα κουνούπια. Τώρα, όμως, που τα γαλλικά τυριά είναι πολυτέλεια για κωφούς απέναντι στο πρόβλημα, πολιτικής και οικονομίας, διαβάζω, πάλι μέσα από τα γράμματά μου, ένα κείμενο του Benjamin Constant από το Περί Ελευθερίας και Ελευθεριών, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 2000, σσ78-79: «Κάθε διάκριση μεταξύ των πιστωτών, κάθε έρευνα των συναλλαγών των ατόμων, κάθε αναζήτηση της πορείας που ακολούθησαν τα κυβερνητικά χρεόγραφα και των χεριών που άλλαξαν μέχρι να λήξουν, αποτελεί ήδη χρεοκοπία. Ένα κράτος δημιουργεί χρέη και εξοφλεί με χρεόγραφά του τους ανθρώπους στους οποίους οφείλει τα ανάλογα ποσά. Αυτοί οι άνθρωποι αναγκάζονται να πουλήσουν τα χρεόγραφα που τους έχει παραχωρήσει. Με ποιο πρόσχημα το κράτος θα επικαλούνταν αυτές τις πωλήσεις για να αμφισβητήσει την αξία των χρεογράφων του; Όσο θα αμφισβητεί την αξία τους, τόσο αυτή θα υποτιμάται. Το κράτος θα βασιστεί σε αυτή τη νέα υποτίμηση προκειμένου να τα δεχθεί σε ακόμη χαμηλότερη τιμή. Αυτή η διπλή διαδικασία αντιδρώντας στην ίδια τη μορφή της, θα εκμηδενίσει σύντομα την πίστη και θα οδηγήσει τους ιδιώτες στην καταστροφή. Ο αρχικός πιστωτής ήταν σε θέση να κάνει ό,τι θέλει με τον τίτλο του. Αν πουλούσε την πίστωσή του, το λάθος δεν θα ήταν δικό του, μιας και θα το έκανε οδηγημένος από την ανάγκη, του κράτους που τον πλήρωνε με ομόλογα που ήταν αναγκασμένος να πουλήσει. Αν πουλούσε την πίστωσή του σε εξευτελιστική τιμή, δεν θα έφταιγε ο αγοραστής που την απέκτησε με δυσμενείς προοπτικές. Θα έφταιγε και πάλι το κράτος, που δημιούργησε αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, και αυτό γιατί η τιμή της πίστωσης που πουλήθηκε, δεν θα κατρακυλούσε τόσο πολύ, εάν το κράτος δεν είχε εμπνεύσει κακοπιστία». Αυτό το απόσπασμα, του κεφαλαίου «Περί του Απαραβίαστου της Ιδιοκτησίας», σσ71-88, θα μπορούσε να είναι από το έργο Αποικία ο Εφιάλτης: όταν εμείς απλώς παρακολουθούμε τις εξελίξεις του Δ.Ν.Τ, της Λαγκάρντ, ύστερα από την απομάκρυνση του Στρος Καν, και αναμένουμε τα αμερικάνικα μεθεόρτια της παγκόσμιας κρίσης. Φύσηξε άνεμος μπουνιάς, πάει ο δίσκος, κάτω τα τυριά. Πού πήγε το κίνητρο, λοιπόν, στο δυτικότροπο θρίλερ του Δάσους της Προφορικότητας; Διαβάζεις κείμενα χωρίς να βλέπεις τον άνθρωπο πίσω από το όνομα και την υπογραφή του, ακούς λόγια χωρίς ουσία και βάθος… οριζόντια, φλύαρα, ανυπόστατα.

1.8.11

«Μ» όπως Mörder: του Fritz Lang

Φήμες της δεκαετίας του 1930 θέλουν τον Fritz Lang, από όλες τις ταινίες του, να ξεχωρίζει το «Μ». Πιθανόν, επειδή ήταν η πρώτη ομιλούσα ταινία του και με αληθινά κακοποιά στοιχεία κομπάρσους στη σκηνή του λαϊκού δικαστηρίου. Πιθανότερο, όμως, επειδή είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης που σφυρίζει, στη θέση του πρωταγωνιστή του, Πέτερ Λόρε. Διότι, ο Λόρε υποδύεται άριστα μεν το δολοφόνο παιδιών, Φραντς Μπέκερ, στο Βερολίνο του 1931, αλλά δεν είναι καπάτσος στο σφύριγμα. Στην εξέλιξη της σπονδυλωτής δράσης, η στιγμή του σφυρίγματος, -ο σκοπός του οποίου βασίζεται στη σουίτα νο.1 από το «Πέερ Γκυντ» του Έντβαρντ Γκριγκ- είναι αναγνωριστική του εγκλήματος, προοικονομώντας τη συνέχεια. Παρόλο που τα πραγματικά στοιχεία της υπόθεσης του Πέτερ Κούρτεν, δολοφόνου κατά συρροή από το Ντίσελντορφ, επηρέασαν τον Λανγκ, στην αρχική σύλληψη της δομής του έργου, στην πορεία των γυρισμάτων-μέσα σε έξι μόνο εβδομάδες- ο πραγματικός χαρακτήρας ήταν επόμενο να εμπλουτιστεί. Ώστε, μέσα από τη ζύμωση, αστυνομικών δεδομένων και σκηνοθετικών υπονοιών, γεννιέται ο μυθοπλαστικός χαρακτήρας του Φ. Μπέκερ. «Μ» όπως Mörder, λοιπόν, καθώς και στα γερμανικά το Μ είναι το αρχικό του ονόματος «δολοφόνος». Αν και για αρχικό τίτλο, ένα δημοσίευμα της εποχής είχε καταγράψει τον μακροσκελή «Ένας δολοφόνος ανάμεσά μας», αυτό ποτέ δεν έγινε πράξη. Λίγο προτού ο κίνδυνος από τα εμβλήματα των Ναζί στο πέτο δεν θα έμενε μόνο στα χαρτιά, -καθώς το ’34 επίσημα πια οι Ναζί αναλαμβάνουν την εξουσία-, θα ήταν παράτολμο να επιλεχθεί ο συγκεκριμένος τίτλος, για ένα σενάριο της τότε συζύγου του Λανγκ, Τέα Φον Χάρμπου, η οποία παρεμπιπτόντως ήταν και η σεναριογράφος του θρυλικού «Μετρόπολις». Βέβαια, η σύζυγος ήταν αμφιλεγόμενη προσωπικότητα: από τη μια έγραφε μερικά από τα πιο σημαντικά σενάρια του Λανγκ, από την άλλη ασπάστηκε αργότερα το ναζισμό. Παρόλα αυτά, η ταινία υπέστη την απαγόρευση του 1934, η οποία διήρκεσε αρκετά, έως το 1966, ενώ υπολείπονταν άλλα δέκα χρόνια ζωής για τον Λανγκ. Μέχρι σήμερα, το «Μ» έχει χαρακτηριστεί ως η πιο σημαντική γερμανική ταινία όλων των εποχών, από την Ένωση Γερμανικών Ταινιοθηκών. Ο αντίκτυπος, της παρανομίας του ενός, στις ζωές των πολλών, γίνεται πόλος έλξης για το σκηνοθέτη, προκειμένου να θίξει τα αίτια της παραβατικότητας. «Το κακό μέσα μου» -βάζει τον Λόρε να προφέρει- «με κάνει και σκοτώνω». Χωρίς ψυχοσυναισθηματικές προσθήκες, λιτά και καθαρά, εκτυλίσσεται μια υπόθεση που αφορά όλη την βερολινέζικη κοινωνία. Τότε, στην πιο κρίσιμη στιγμή, οι πλανόδιοι ζητιάνοι αναδεικνύονται σε πράκτορες πληροφόρησης. Όλοι επομένως είναι σημαντικοί και συσπειρώνονται εν όψει της σύλληψης του δολοφόνου. Κι επειδή ο ήχος ζει πέραν της εικόνας, ως έμμεσο σχόλιο για την ίδια τη σημασία της απήχησης στην αθέατη ψυχή, ένας τυφλός πραματευτής μπαλονιών αναγνωρίζει την αλήθεια και τον απελπισμένο δολοφόνο που πίνει δυο τα κονιάκ, κι αγοράζει παγωτά φιλίας και εμπιστοσύνης σε κοριτσάκια. Τον τελευταίο λόγο στη σύλληψη, όμως, έχουν οι συμμορίτες. Αυτοί ξέρουν, αυτοί χαίρουν καπατσοσύνης. Αλήθεια ή ψέμα, ότι οι αρχές γράπωσαν 24 από αυτούς τους κακοποιούς-κομπάρσους για τα σίδερα, -τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεται ο βιογράφος του Λανγκ, Πωλ Τζένσεν-, ίσως έτσι εξηγείται, γιατί τα γυρίσματα κράτησαν μόνο έξι εβδομάδες: λίγο ακόμα και θα έπαιρνε πόδι όλο το καστ!

Θρίλερ, Γερμανία, 1931, 105’, Α/Μ
Σκηνοθεσία: FRITZ LANG
Σενάριο: THEA VON HARBOU, FRITZ LANG
Παραγωγή: SEYMOUR NEBENZAL
Διεύθυνση φωτογραφίας: FRITZ ARNO WAGNER
Πρωταγωνιστούν: PETER LORRE, ELLEN WIDMANN, INGE LANDGUT, OTTO WERNICKE, THEODOR LOOS, GUSTAF GRUNDGENS

"Μ, Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΝΤΙΣΕΛΝΤΟΡΦ"
στον κινηματογράφο ΖΕΦΥΡΟ (Τρώων 26, 210-3462677)
ώρες προβολών: 21:00 - 23:00