Κάνει κρύο και το 14 αναμένεται από στιγμή σε στιγμή. Στη στάση, τρεις άνθρωποι απέμειναν να κοιτούν στην ευθεία και μακριά, πότε θα φανεί το μαγικό διψήφιο 14: ένας ασπρομάλλης με γκρι μπουφάν, μια κοπέλα μετά τη δουλειά και εγώ. Λίγο ότι φεύγω τελευταία στιγμή, λίγο το κρύο, παραπονιέμαι που περιμένω. Και το παράπονο, ότι ένα τέταρτο πέρασε περιμένοντας, πιάνει τόπο στους άλλους δύο. Με συμμερίζονται, σιγοντάροντας. Ακούω πως ο κύριος έχει μείνει όρθιος έως και 25 λεπτά, περιμένοντας κυριακάτικα. Ώσπου τα σχόλια περιττεύουν, επειδή και εμείς, οι τελευταίοι των επιβιβαζόμενων βλέπουμε επιτέλους τις πόρτες του 14 ανοιχτές μπροστά μας.
Πόρτες ανοιχτές, ζωές κλειστές. Καθένας μας παίρνει τη σιωπή και το τομάρι του και ανεβαίνει. Κατευθύνομαι προς το βάθος του τρόλεϊ. Λίγο πριν από τις τελευταίες θέσεις, βρίσκω μια ανάποδη κενή. Στρογγυλοκάθομαι. Δεν έχουν περάσει δύο λεπτά από τότε και όλος ο κόσμος-οι καθισμένοι κανονικά και οι ανάποδοι- ακούμε μια αντρική φωνή. Κάποιος κύριος πουλά στυλό για να ζήσει την οικογένειά του. Στυλό bic, «με τη σφραγίδα» όπως μας λέει, σε κόκκινο και μπλε, τα τρία στην τιμή των 50 λεπτών. Ωραία. Σκέφτομαι ότι δεν ήταν απαραίτητο να τονιστεί, «με τη σφραγίδα», τη στιγμή που χαζεύω έξω από το παράθυρο. Η φωνή πλησιάζει, ωστόσο, και μην κοιτώντας κάτι συγκεκριμένο απέξω, κοιτώ τον άνθρωπο με τα στυλό. Και τότε διαπιστώνω ότι ο άνθρωπος, που διαφήμιζε τη «σφραγίδα» ενώ του είχα την πλάτη ανάποδα σχεδόν για επτά λεπτά, είναι αυτός. Είναι αυτός που ήταν, ο ασπρομάλλης με το γκρι μπουφάν από τη στάση. Τελευταία στιγμή, θυμάμαι κάτι ψιλά στην τσέπη και του τα δίνω. Δεν θέλω κάτι. «Ε, το τελευταίο κοκκινάκι τουλάχιστον», μου λέει και μου το δίνει. Χαμογελώ συγκαταβατικά.
Ο άνθρωπος της στάσης, ένας διπλανός, με την ίδια προτεραιότητα, τη στιγμή που τον γνώρισα, πουλούσε στυλό. Όταν ήρθε η σειρά μου να κατεβώ, άρχισα να περνώ βιαστικά τις διαβάσεις, ελέγχοντας την κίνηση των αυτοκινήτων. Τρεις διαβάσεις σε μία κίνηση: είναι μάλλον το σύνδρομο της εξάρας από τότε στο φιδάκι που με τις καλές ζαριές ανεβαίναμε τις σκάλες. Γρήγορα, νούμερα, όλα για τη νίκη και με τύχη. Ποια νίκη και ποια ‘‘ανοιχτή τύχη’’ όταν η ζωή μας φέρνει αντιμέτωπους με διπλανούς να δίνουν στυλό.
Bonjour tristesse. Και ενώ κάποιοι, ακόμη, λένε ότι δεν διάβασαν, δεν είδαν, δεν άκουσαν. Μνημόνιο και ιστορίες. Ένας μικρός Τριστάνος της εποχής μας, που τον άρπαξαν οι πειρατές –το ΠΑΣΟΚ είναι αυτοί- ζητά την ελευθερία του πίσω και μαζί τις περιπέτειες και τις ανδραγαθίες χωρίς κόστος και επίτροπο. Αποστασιοποιείται, με τον όποιο τρόπο και με τη φαντασίωση ότι έτσι σκοτώνει το τέρας της Ελλάδας, το «Σόκ ρες» ή «Μνημόνιο». Στην εποχή μας εξάλλου, όπου η δουλειά σε όποιο επάγγελμα γίνεται και με ‘‘email’’, είναι το πιο σύνηθες να είσαι ‘‘φαντασιόκοπος’’: όλοι είμαστε της φαντασίας εν δράσει. Αυτός ο Τριστάνος του σήμερα, βέβαια, επιστρέφει σε μια άλλη, κακόηχη φαντασία, παραμιλώντας τα λάθη του δημοσίως. Δε θέλει και πολύ. Μόνο που όλοι εμείς, οι διπλανοί των διπλανών, της χαραμάδας, δεν υπήρξαμε υπνωτισμένοι. Γνωρίζουμε. Και -από το 2009- δεν ήπιαμε από το μαγικό φίλτρο, του έρωτα για την εξουσία χωρίς οι μικρές κλίμακες να λαμβάνονται υπόψη. Ποιες είναι οι μικρές κλίμακες; Εντοπίζονται στο περπάτημα, στην αναμονή, στις διασταυρώσεις ματιάς και παραπόνου, στα στενά. Από την άλλη, εκείνος ο παλιός Τριστάνος ανέκαθεν υπήρξε μπερδεμένος. Και τούτο, διότι, μετά την Ιζόλδη την ξανθή, είχε παντρευτεί την Ιζόλδη τη Λευκώλενο, για να απαλλαγεί από την ξανθή. Οι θρύλοι του Μεσαίωνα έχουν άσχημο τέλος, εν τούτοις. Παρόλο που η Ιζόλδη η ξανθή έφερνε το αντίδοτο, για το δηλητήριο, στον άρρωστο Τριστάνο, η ζηλότυπη Ιζόλδη η Λευκώλενος του είπε ότι το πλοίο ερχόταν με μαύρα πανιά αντί για λευκά. Απελπισία, τελευταία εκπνοή, τέλος του θρύλου. Και όμως. Άλλο θρύλος και άλλο θρίλερ. Αναρωτιέμαι, ποιοι θα είναι οι νέοι αντικαταστάτες της μιας και της άλλης Ιζόλδης. Κοινό όνομα, κοινό «όραμα». Φταίει το φίλτρο της εξουσίας και της ζήλειας γαρ, για οραματιστές-ονοματιστές-φιλτραριστές, ιδίως τώρα που το θέμα είναι πώς θα λέγεται –αυτό- και όχι πώς είναι. Και οι υπόλοιποι με το κόκκινο bic, με την ησυχία και τη γοητεία μας ας συνεχίσουμε.
Μάλιστα, για την ιστορία, οι πρώτες φράσεις που καταγράφτηκαν από το κόκκινο bic, πάνω σε ένα φάκελο, ήταν από το βιβλίο του Ζακ Ντεριντά Η γραφή και η διαφορά, μτφρ. Κωστή Παπαγιώργη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σ. 483: « το θέλω-να-γράψω δεν γίνεται κατανοητό με βάση τη βουλησιοκρατία. Το γράψιμο δεν είναι ο ύστερος καθορισμός μιας αρχέγονης βούλησης. Αντίθετα, το γράψιμο ξυπνά το νόημα της βούλησης για βούληση: ελευθερία, ρήξη με το πλαίσιο της εμπειρικής ιστορίας, με σκοπό μια συμφωνία με την κρυμμένη ουσία της εμπειρίας, με την καθαρή ιστορικότητα». Ιδού η χαραμάδα.
* φωτό: Βαρκελώνη, 2010
Πόρτες ανοιχτές, ζωές κλειστές. Καθένας μας παίρνει τη σιωπή και το τομάρι του και ανεβαίνει. Κατευθύνομαι προς το βάθος του τρόλεϊ. Λίγο πριν από τις τελευταίες θέσεις, βρίσκω μια ανάποδη κενή. Στρογγυλοκάθομαι. Δεν έχουν περάσει δύο λεπτά από τότε και όλος ο κόσμος-οι καθισμένοι κανονικά και οι ανάποδοι- ακούμε μια αντρική φωνή. Κάποιος κύριος πουλά στυλό για να ζήσει την οικογένειά του. Στυλό bic, «με τη σφραγίδα» όπως μας λέει, σε κόκκινο και μπλε, τα τρία στην τιμή των 50 λεπτών. Ωραία. Σκέφτομαι ότι δεν ήταν απαραίτητο να τονιστεί, «με τη σφραγίδα», τη στιγμή που χαζεύω έξω από το παράθυρο. Η φωνή πλησιάζει, ωστόσο, και μην κοιτώντας κάτι συγκεκριμένο απέξω, κοιτώ τον άνθρωπο με τα στυλό. Και τότε διαπιστώνω ότι ο άνθρωπος, που διαφήμιζε τη «σφραγίδα» ενώ του είχα την πλάτη ανάποδα σχεδόν για επτά λεπτά, είναι αυτός. Είναι αυτός που ήταν, ο ασπρομάλλης με το γκρι μπουφάν από τη στάση. Τελευταία στιγμή, θυμάμαι κάτι ψιλά στην τσέπη και του τα δίνω. Δεν θέλω κάτι. «Ε, το τελευταίο κοκκινάκι τουλάχιστον», μου λέει και μου το δίνει. Χαμογελώ συγκαταβατικά.
Ο άνθρωπος της στάσης, ένας διπλανός, με την ίδια προτεραιότητα, τη στιγμή που τον γνώρισα, πουλούσε στυλό. Όταν ήρθε η σειρά μου να κατεβώ, άρχισα να περνώ βιαστικά τις διαβάσεις, ελέγχοντας την κίνηση των αυτοκινήτων. Τρεις διαβάσεις σε μία κίνηση: είναι μάλλον το σύνδρομο της εξάρας από τότε στο φιδάκι που με τις καλές ζαριές ανεβαίναμε τις σκάλες. Γρήγορα, νούμερα, όλα για τη νίκη και με τύχη. Ποια νίκη και ποια ‘‘ανοιχτή τύχη’’ όταν η ζωή μας φέρνει αντιμέτωπους με διπλανούς να δίνουν στυλό.
Bonjour tristesse. Και ενώ κάποιοι, ακόμη, λένε ότι δεν διάβασαν, δεν είδαν, δεν άκουσαν. Μνημόνιο και ιστορίες. Ένας μικρός Τριστάνος της εποχής μας, που τον άρπαξαν οι πειρατές –το ΠΑΣΟΚ είναι αυτοί- ζητά την ελευθερία του πίσω και μαζί τις περιπέτειες και τις ανδραγαθίες χωρίς κόστος και επίτροπο. Αποστασιοποιείται, με τον όποιο τρόπο και με τη φαντασίωση ότι έτσι σκοτώνει το τέρας της Ελλάδας, το «Σόκ ρες» ή «Μνημόνιο». Στην εποχή μας εξάλλου, όπου η δουλειά σε όποιο επάγγελμα γίνεται και με ‘‘email’’, είναι το πιο σύνηθες να είσαι ‘‘φαντασιόκοπος’’: όλοι είμαστε της φαντασίας εν δράσει. Αυτός ο Τριστάνος του σήμερα, βέβαια, επιστρέφει σε μια άλλη, κακόηχη φαντασία, παραμιλώντας τα λάθη του δημοσίως. Δε θέλει και πολύ. Μόνο που όλοι εμείς, οι διπλανοί των διπλανών, της χαραμάδας, δεν υπήρξαμε υπνωτισμένοι. Γνωρίζουμε. Και -από το 2009- δεν ήπιαμε από το μαγικό φίλτρο, του έρωτα για την εξουσία χωρίς οι μικρές κλίμακες να λαμβάνονται υπόψη. Ποιες είναι οι μικρές κλίμακες; Εντοπίζονται στο περπάτημα, στην αναμονή, στις διασταυρώσεις ματιάς και παραπόνου, στα στενά. Από την άλλη, εκείνος ο παλιός Τριστάνος ανέκαθεν υπήρξε μπερδεμένος. Και τούτο, διότι, μετά την Ιζόλδη την ξανθή, είχε παντρευτεί την Ιζόλδη τη Λευκώλενο, για να απαλλαγεί από την ξανθή. Οι θρύλοι του Μεσαίωνα έχουν άσχημο τέλος, εν τούτοις. Παρόλο που η Ιζόλδη η ξανθή έφερνε το αντίδοτο, για το δηλητήριο, στον άρρωστο Τριστάνο, η ζηλότυπη Ιζόλδη η Λευκώλενος του είπε ότι το πλοίο ερχόταν με μαύρα πανιά αντί για λευκά. Απελπισία, τελευταία εκπνοή, τέλος του θρύλου. Και όμως. Άλλο θρύλος και άλλο θρίλερ. Αναρωτιέμαι, ποιοι θα είναι οι νέοι αντικαταστάτες της μιας και της άλλης Ιζόλδης. Κοινό όνομα, κοινό «όραμα». Φταίει το φίλτρο της εξουσίας και της ζήλειας γαρ, για οραματιστές-ονοματιστές-φιλτραριστές, ιδίως τώρα που το θέμα είναι πώς θα λέγεται –αυτό- και όχι πώς είναι. Και οι υπόλοιποι με το κόκκινο bic, με την ησυχία και τη γοητεία μας ας συνεχίσουμε.
Μάλιστα, για την ιστορία, οι πρώτες φράσεις που καταγράφτηκαν από το κόκκινο bic, πάνω σε ένα φάκελο, ήταν από το βιβλίο του Ζακ Ντεριντά Η γραφή και η διαφορά, μτφρ. Κωστή Παπαγιώργη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σ. 483: « το θέλω-να-γράψω δεν γίνεται κατανοητό με βάση τη βουλησιοκρατία. Το γράψιμο δεν είναι ο ύστερος καθορισμός μιας αρχέγονης βούλησης. Αντίθετα, το γράψιμο ξυπνά το νόημα της βούλησης για βούληση: ελευθερία, ρήξη με το πλαίσιο της εμπειρικής ιστορίας, με σκοπό μια συμφωνία με την κρυμμένη ουσία της εμπειρίας, με την καθαρή ιστορικότητα». Ιδού η χαραμάδα.
* φωτό: Βαρκελώνη, 2010