Όταν μου ήρθε ο τίτλος για αυτό το κείμενο, η αυτοκτονία στο Σύνταγμα δεν είχε συμβεί. Δεν είχε «επιτελεστεί». Και δεν ήταν δική «μας». Χρησιμοποιώ, σε παρελθόντα χρόνο, αυτό το ρήμα, το οποίο αφορά στην πράξη της επιτέλεσης, διότι αυτό το γεγονός –της επιτέλεσης ή εκτέλεσης- αντιπροσωπεύει όλη τη ρητορική της μονομερούς ιδιότητας, στο όνομα της οποίας το πολιτικό σύστημα αρθρώνεται τελευταία, εκ νέου δήθεν και επίφοβα όντως. Μια ιστορία επιτελείται ή τελεί ψηφοθηρικά χρέη «λαϊκισμικά», για να αποδείξει το ίδιο ακριβώς που συμβαίνει στην ελληνική τηλεόραση. Όπως κάποιες εκπομπές έχουν μονομερή θέματα που επικαλύπτονται, στις μεν από τις δε, για να εξασφαλίσουν την τρομερή βιωσιμότητα του παραλόγου, ομοίως και οι πολιτικές τάσεις της εποχής επικαλύπτονται, στο ένα κόμμα από το άλλο. Λες και τα κόμματα, που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, δεν εκλέχτηκαν από το λαό, άρα δεν ήταν δημοκρατικοί οργανισμοί. Έπρεπε να έρθουν η
Δημοκρατική Αριστερά και η
Δημοκρατική Συμμαχία για να καταστεί δακτυλοδεικτούμενη η έως πρότινος αυτονόητη ιδιότητα: η δημοκρατικότητα.
Μήπως, λοιπόν, αυτή η αιχμή περί δημοκρατικού και δημοκρατικότητας δεν είναι τυχαία, αλλά καταδεικνύει πολλά περισσότερα; Τα παλιά τα χρόνια, ένα από τα επιχειρήματα του Βολταίρου ήταν ότι «το επίθετο καταργεί το ουσιαστικό». Πράγματι. Σήμερα που αναρίθμητα σκάνδαλα του ΠΑράγονταΣοκ και, γενικότερα, των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων έχουν έρθει στην επικαιρότητα, η ισχύς του όρου «δημοκρατία» αμφισβητείται. Η δημοκρατία δεν μπορεί να είναι αυτοκτονική. Ούτε να προβάλλει το οικονομικό, έναντι όλων των άλλων παραμέτρων της ζωής, στις ζωές των ανθρώπων, με τη συνεισφορά των Μ.Μ.Ε, Μέσων Μαζικής Εξαπάτησης, -όπως κάποιος καθηγητής είχε πει-. Διότι «δημοκρατία» ίσον πολυμορφία.
Εν τέλει, όμως, η πολυμορφία των ημερών ταυτίστηκε με ένα υπερκαταναλωτικό πρότυπο δανειακού χαρακτήρα –από τα εορτοδάνεια έως τα διακοποδάνεια, από τις γραβάτες με τον Γκούφι και το Μίκυ ως τα ποτιστήρια σε σχήμα κούνελου ή λαγού. Ξαφνικά οι ελιές πλασάρονται στα εστιατόρια πολυτελείας χωρίς κουκούτσια. Και σε ένα σενάριο επιστημονικής βλακείας του 2070 τα παιδιά θα μπορούσαν να έχουν μάθημα στο σχολείο, πώς να φτύνουν κουκούτσια, ενώ τα περιοδικά θα φωτογράφιζαν ένα-ένα τα στάδια να φοράς το παντελόνι σου και να χτενίζεις τα μαλλιά σου. Τα παιδιά, όταν μεγάλωναν, θα σπούδαζαν πώς να σερβίρουν, παρακολουθώντας κάποιο ευρωπαϊκό πρόγραμμα εταιρικής δουλείας-credit slavery- ή μπορεί να διδάσκονταν πώς να θάβουν κατά τα χρηστά ήθη: καθώς, πρόσφατα στην Αγγλία, λόγω των μεταναστών, οι αρχές αποφάνθηκαν ότι τα ήθη και τα έθιμα των τελετών κηδείας είχαν αλλοιωθεί. Αυτό το σενάριο, όμως, δεν είναι δικό «μας». Ούτε κατά παράνοια…
Κάτι από τα απομεινάρια της κοινωνικής γλυπτικής και του δημόσιου διαλόγου, του Γερμανού Γιόζεφ Μπόις εντοπίζεται, για μια ακόμη φορά στην πλατεία Συντάγματος. «Πώς να εξηγήσετε τις εικόνες σε ένα νεκρό λαγό»… ο άνθρωπος πέταξε, κι ούτε στόρι, ούτε ζόρι. Έτσι ξαφνικά, λες και το γρήγορο μυστικό του, η ζωή σε κίνδυνο και με την ευθύνη των προβλημάτων, έπρεπε να κοινοποιηθεί, άρα, να αποκτήσει το κοινό της…στην πλατεία Συντάγματος. Όπου σιντριβάνι, βλέπε άνθρωπος ξέχειλος από οργή, θυμό, αποφασιστικότητα. «Μαζί» είναι το σύνθημα.
Λυπηρό να είσαι και να μην είσαι εκεί. Αναρωτιέμαι όχι για τα έκπληκτα μάτια των περαστικών αλλά για τις σκέψεις που ακολούθησαν. Κατέβασα από τα βιβλία μου, μέσα στα άλλα, την
Ιστορία της Αυτοκτονίας, του
Georges Minois, των εκδόσεων
Πολύτροπον (Αθήνα, 2006). Τον τίτλο συνοδεύει η φράση «η δυτική κοινωνία αντιμέτωπη με τον εκούσιο θάνατο».
Εκούσιος θάνατος είναι η ψήφος στο κενό ή στο σύστημα που έφτασε στο τέλος του. Φυσικά ο νέος σχηματισμός –υπό τα ονόματα των Κατσέλη και Καστανίδη- ονομάστηκε «Κοινωνική Συμμαχία». Δεν ήταν έλλειψη τόλμης, ότι απέφυγαν το δημοκρατικό του πράγματος. Σε μια προσπάθεια, απενεχοποίησης της δημοσιάς από το πολιτικό στοιχείο, εστίασαν στη μονομέρεια του κοινωνικού. Συμβαίνει όπως στις εκπομπές απολιτικού χαρακτήρα, όπου όλοι έχουν δικαίωμα να μαγειρέψουν και να φάνε, ή να πούνε κάτι ατάκες και να το παίξουν ηθοποιοί με φόντο ένα κρεβάτι ή μια παραλία. Μετά θα έρθει εκθαμβωτική η κιτσάτα τούρκικη πραγματικότητα του υπερθεάματος, για τα δεδομένα του τηλεοπτικού κοινού, ώστε να προσαρμοστεί στην οθόνη της επιτέλεσης: αρκεί να βγαίνει κάποιο νόημα, και ας είναι, στα τούρκικα, κομμάτι δύσκολο για τη γιαγιά, να διαβάζει τα γράμματα στην ηλικία της. Αρκεί, τα μέσα να είναι σπάνια δημόσια…αυτό είναι το νόημα της αποβλάκωσης.
Για τις κάλπες, βέβαια, τα ψηφοδέλτια δεν είναι τούρκικα αλλά του λαού και δημόσια: για όλους. Και οι πολίτες ξέρουν ποιο είναι το μετερίζι του καθενός. Στην Πηγή των Σερρών, το γύρισαν στη δραχμή και δεν είναι πρωταπριλιάτικο αστείο. Ούτε πρωταπριλιάτικη-δυστυχώς-είναι πλέον η νέα ισοτιμία, ότι ένα ευρώ ορίζεται στις 500 δραχμές αντί για 340,74. Καθώς η δεκαετία της εφαρμοσιμότητας του ευρώ έχει παρέλθει, παρήλθαν και οι τιμές των δεδομένων. Ακρίβεια το μεγαλείο σου.
Όμως, αυτό το στόρι της κρίσης είναι και δικό μας. Δεν είναι μόνο δικό μας. Το ζήτημα είναι να γυρίσουμε στη γενική βούληση. Και διαβάζω,
Στη γενική βούληση Ρουσσώ Μαρξ Κομμουνισμός, του
Άντριου Λεβίν, -μτφρ. Γ.-Ί. Μπαμπασάκη, εκδ.
Στάχυ, Αθήνα 2000-, ότι «γνήσια εξουσία υπάρχει μόνο όταν οι νόμοι προέρχονται από άτομα που εκφράζουν τις γνώμες τους σχετικά με το τι είναι η γενική βούληση και όχι τις ιδιωτικές τους βουλήσεις, όπως αυτές καταγράφονται στις προτιμήσεις τους». Φυσικά, δε χρειάζεται να είσαι μαρξιστής για να δεις ότι «η βούληση που διευθύνει το κράτος είναι η βούληση της οικονομικά κυρίαρχης τάξης». Αυτό το show τηλεοπτικής ανεκτικότητας ή πολιτικής ανεκτικότητας με τηλεοπτικούς όρους δεν είναι παρά το φιλελεύθερο αποτέλεσμα, να διατηρηθεί η ταξική δικτατορία των συμφερόντων σε βάρος των ανθρώπων. Διότι, κατακλυστήκαμε από τον «ευδαιμονισμό», δηλαδή, «την πεποίθηση ότι μόνο η ευημερία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στις εξηγήσεις της ‘’έλλογης επιλογής’’ ή στις κανονιστικές αξιολογήσεις».
«
Και η θάλασσα χαμογέλασε και αυτή / and the sea smiled back». Ο keynote speaker
Peter Economides, στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Βόλο, για το branding και το marketing του τόπου, έφερε μια χαρμόσυνη νότα απέναντι σε όσα ζούμε, ακούμε, βλέπουμε. Ακόμη και αν δούμε ως ουτοπία, δηλαδή ως κράμα δυσπιστίας και νοσταλγίας- όπως ο
Τζιάνι Βάτιμο έχει προσδιορίσει την ουτοπία- την ιδέα ότι, οι «κουκίδες» μπορούν να αναπροσαρμοστούν προς ένα δημιουργικό σκοπό, η ουτοπία έχει βάση. Ας φτύσουμε τα κουκούτσια, λοιπόν, σαν πολιτισμένοι άνθρωποι. Αυτές οι μέρες είναι της θάλασσας και του λαού,
sea
days:
so
do it, ας προσθέσω.
*φωτοφραφία: στιγμιότυπο από την εξαιρετική -κατά τη γνώμη μου- παρουσίαση του Peter Economides στο ΤΕΕ του Βόλου, το Σάββατο 31.03.2012.