Μέρυλαντ, 1916. Πέντε ελάφια Σίκα μεταφέρονται και εγκλιματίζονται εξαιρετικά στο νησί Τζαμ κοντά στο Μέρυλαντ. Σαράντα χρόνια μετά, αριθμούν τα τριακόσια. Τρία χρόνια αργότερα, τα τρία τέταρτα πεθαίνουν. Στο νησί τίποτε δεν έχει αλλάξει. Γιατί;
Στην Αυτοβιογραφία ενός σκιάχτρου, -σε μτφρ. Άννας Πλεύρη, των εκδόσεων Κέλευθος, Αθήνα 2010- ο Boris Cyrulnik, νευροψυχίατρος και καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Τουλόν, αποδίδει την εξαφάνιση των ελαφιών στην επιτυχή προσαρμογή τους. Αυτή έγινε αιτία της πληθυσμιακής συμφόρησης, αποτελέσματα της οποίας ήταν ο κορεσμός στο περιβάλλον, οι συνεχείς συγκρούσεις και ο αισθητηριακός πανικός στο εσωτερικό κάθε οργανισμού, που πέθαινε από εξάντληση επινεφριδίων. Αντιπρόταση στην ιδέα της προσαρμογής είναι η ιδέα της καταστροφής -έναντι της δαρβινικής θεωρίας-, καθώς σημαίνει τη μετάβαση σε έναν άλλο τρόπο συμβίωσης και προσφέρεται για να μελετηθεί το φαινόμενο της εξέλιξης συστημικά, δηλαδή, συνεκτιμώντας τις πολλές διαφορετικές αλλά συντονισμένες αιτίες που συμμετέχουν στη λειτουργία του ίδιου αδιαίρετου συνόλου.
«Σκιάχτρο» ήταν ο Πιερό, η Εμιλί, ο Πωλέν, ο Ισμαήλ, η Αρμέλ, η Αντέλ... Μέχρι που επέλεξαν την αφήγηση για να συμφιλιωθούν με την ιστορία τους αντί να επιστρέφουν στο παρελθόν με τα φαντάσματα. Άρχισαν πάλι να σκέφτονται. Αναζήτησαν βοήθεια επιλέγοντας τη δοκιμασία, για να μειωθεί το βάρος του πόνου, και συγχρόνως, να προταθεί ένα νέο νόημα. Έτσι έγραψαν την αυτοβιογραφική τους χίμαιρα.
Σκοπός του συγγραφέα είναι να δείξει ότι η δράση, η αλληλεγγύη και η ρητορική συνδέονται με την πρόληψη των μετατραυματικών διαταραχών. Ως εκ τούτου, το ίδιο γεγονός γίνεται αφήγηση μέσα από ένα λόγο placebo -«δεν είναι τίποτα, θα περάσει»- που αποκοιμίζει τους πάντες, nocebo -«δεν γίνεται τίποτα, θα πεθάνουμε»- που τρελαίνει τους πάντες, αλλά και ερμηνευτικά, διαδραστικά, με οδηγίες για την αντιμετώπιση της κατάστασης.
Η αφήγηση είναι μια συμφιλιωτική και πολιτισμική επιλογή που οδηγεί στην ανθεκτικότητα, τις παραμέτρους της οποίας εντοπίζει ο Cyrulnik παραθέτοντας πολλές και καίριες αυτοβιογραφικές ιστορίες ανθρώπων, ερμηνευμένες μέσα από μια επεξηγηματική, οξυδερκή και αναλυτική σκοπιά. Η γλώσσα γραφής είναι εξαιρετική, αρκεί να μνημονεύσω μερικές συμπερασματικές στιγμές της: «η εξέγερση του χιούμορ παραβιάζει τη φυλακή του τραύματος», «η αναζήτηση νοήματος μαρτυρεί την αφύπνιση της ψυχικής ζωής», «παρά την εξαιρετική του μνήμη, το παιδί αφηγείται αυτό που πιστεύει ότι ο μεγάλος περιμένει από κείνο», «οι ομάδες των παιδιών και των εφήβων διαθέτουν μια δύναμη κοινωνικοποίησης που προστατεύει τον νέο από τη μετάδοση της κακής διάθεσης των γονιών του», «μια αφήγηση που δεν τη μοιραζόμαστε, διαλύει τις σχέσεις», «η αυτοβιογραφία σας είναι γεμάτη από αυτό που αποκομίσατε από το περιβάλλον σας: ο εσωτερικός σας κόσμος κατοικείται από τους άλλους».
Δύο μέρες μου πήρε να το διαβάσω: στη θάλασσα, στο λεωφορείο, στον καναπέ. Το προτείνω οπωσδήποτε, και ειδικά τώρα που ο αγώνας για τη ζωή είναι αγώνας για την αλληλεγγύη και τις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτές έχουμε, αυτές μας καθορίζουν. Ας θυμόμαστε ότι τα ελάφια που επιτυχώς προσαρμόστηκαν, την πάτησαν και εξαφανίστηκαν. Πορευόμαστε με την εξέλιξη προς την περιπέτεια. Τουλάχιστον, ας τη ζήσουμε μαζί και συνεκτικά, χωρίς φιμωμένη συνείδηση.