Η M για το φόνο, ο Σίλβα για την κινηματογραφική οθόνη και ο Μποντ, ο Τζέιμς Μποντ, για αυτά που τα υπέρογκα γραμμάτια της τρέχουσας υλιστικής ζωής έχουν συνεισφέρει στο σύστημα του ολοκληρωτικού λογισμού, στο πέρασμα του χρόνου, από τη Σαγκάη μέχρι το Μακάο και το Λονδίνο. Προφανώς, το όπλο του είναι συμβόλαιο. Το όνομά του είναι τόσο καλό όσο οι θεατές σβήνουν το συνηθισμένο παρελθόν εικόνων, που προκαλούν τη σκέψη, για να διερευνήσουν το μέγιστο πεπρωμένο του πιο διάσημου μυστικού πράκτορα της ιστορίας του κινηματογράφου, διαβασμένης και ως μια άλλη ιστορία, «υστερία» της Τροίας του…
Αλλά όχι σε αυτήν την περίπτωση. Ο Σαμ Μέντες ξέρει πώς να «παίζει» το θεατή. Είναι ένας εύστροφος διαχειριστής της υπομονής, δεδομένου ότι περιμένεις από αυτόν μέχρι που φτάνει το τέλος για το “Skyfall”. Σε έναν κόσμο με πρέπει και μη, όπου πρωτίστως το χρήμα «μιλάει» και χτίζει συνειδήσεις, η παρουσία του Τζέιμς Μποντ -Daniel Craig- επιβεβαιώνει την παράλληλη απουσία της, εστιάζει στην αξίωση για ένα άλλο ηρωικό πρόσωπο που πρόκειται να είναι συγχρόνως κυνηγός και κακοποιός. Που σημαίνει ότι είναι απαραίτητο για τον Μέντες να επικαλεστεί ένα ηρωικό πρόσωπο όσον αφορά στην καθαυτή ανθρώπινη φύση. Και εδώ έρχεται ο Σίλβα-Javier Bardem-. Ο Σίλβα συμβολίζει αυτόν πέρα από τα όπλα. Ενσαρκώνει τον πρώην ηττημένο, τον αποδιοπομπαίο τράγο του συστήματος που κρίνεται ως ανεπιθύμητος από την M-Judi Dench-. Ο ρόλος του λειτουργεί με δύο έννοιες: ως συμμέτοχου στην πλοκή και, σε προσωπικό επίπεδο, ως μια παράλληλη ενδότερη ψυχική αλήθεια, με την οποία η κατασκευή της ταινίας a priori δεν συμμορφώνεται. Μπορεί ο Μποντ να έχει τα πρωτεία της τάξης, όμως ο Σίλβα είναι προικισμένος με ένα διαπεραστικό βλέμμα. Ενώ ο Μποντ όχι μόνο ελέγχεται από το σύστημα αλλά και διαιωνίζει την εξουσία του, ο Σίλβα αποτελεί το ισοδύναμο της αυτοδέσμευσης και της φαινομενικής ανεξαρτησίας.
Η απόπειρα να δοθεί μια ερμηνεία για τα όπλα στην ταινία, μας οδηγεί πιθανότατα στο συμπέρασμα ότι το όπλο εμφανίζεται συγχρόνως ως αυτό που θα έπρεπε να ληφθεί, θα έπρεπε να αναμένεται και ακόμη ως να είναι επικίνδυνο να αναληφθεί. Αυτό συμβαίνει επειδή η πραγματικότητα ενός όπλου συγκροτεί την αντίστοιχη ενός πράγματος και, άρα, το ίδιο το πράγμα, που έχει δοθεί, σφυρηλατεί ένα διπολικό δεσμό. Οπότε, συνάγεται, για δεδομένο, ότι το ζήτημα των όπλων πρέπει να θεωρηθεί ως η άλλη-κακή αυτή τη φορά-πτυχή του θεμελιωμένου δεσμού ανάμεσα στον δωρητή και στον αποδέκτη.
Επιπρόσθετα, ο Σαμ Μέντες επινόησε την κατοικία του “Skyfall” στη Σκωτία σύμφωνα με τη λογική ότι έπρεπε να ανάψει ένα σπίρτο. Το σπίρτο- Τζέιμς Μποντ- υπήρχε. Ωστόσο, ο Μέντες έπρεπε να ανάψει τη φωτιά. Επ’ ευκαιρία, καλύτερο μέρος να εκπληρώσει το σκοπό του από μιαν απόμερη γη σκιών δε θα μπορούσε να υπάρξει. Σε αυτό το σημείο, η ταινία μεταφέρει το θεατή σε μια μικροσκοπική θεατρική κατάσταση, ενώ το γραμμένο όνομα «Skyfall» οδηγεί στο να ενθαρρύνει την αυτοαναφορικότητα· ένα αίσθημα απώλειας και λήθης εμποτίζει την ατμόσφαιρα ώσπου ο ηλικιωμένος άντρας προτείνει στον Μποντ να φύγει αμέσως προτού οι συνθήκες χειροτερέψουν. Βέβαια, η χειρονομία του ηλικιωμένου άντρα να βγάλει το καπέλο του, δεν είναι απλώς ευσεβής αλλά τείνει να επιβραδύνει τη δράση της σκληρής σκηνής πολύ περισσότερο από το να εκφράσει συλλυπητήρια για το γεγονός του θανάτου. Συνοψίζοντας, το “Skyfall” βασίζεται σε ένα πνευματώδες σκριπτ, σύμφωνα με το οποίο ο Τζέιμς Μποντ δεν έχει μια συμβατική όρεξη για έρωτα και πόλεμο, αλλά χρειάζεται το άλλο του ηρωικό πρόσωπο, το Σίλβα, ούτως ώστε να γεννιέται η υπόνοια για τις θεωρίες περί Οιδιπόδειου συμπλέγματος, σε σχέση με τον ευνουχισμό, -επ’ ευκαιρία, από την Μ στον Σίλβα- και σε σχέση με παρεμφερή ζητήματα φύλου, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Είναι η επονομαζόμενη Feelgood Entertainment με εξαιρετικές ερμηνείες, συμπεριλαμβανομένων επίσης εκείνων του μελλοντικού Μ, Ralph Fiennes, και της Naomie Harris· με λίγο αίμα, μαρτίνι ή μπύρα και μπουμ από όπλα…
Διανομή:Feelgood Entertainment