Η σύγχρονη ζωή είναι φρενήρης, δήθεν, εικονική. Και οι θαυμαστές του νεοπλουτισμού, αντί να σπάνε τη φούσκα του, υποκλίνονται στο μεγαλείο της. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα πίσω από την οποία οι Agnes Jaoui & Jean-Pierre Bacri έγραψαν το θεατρικό έργο «Κουζίνα κι εξαρτήσεις» ήδη από τη δεκαετία του ’90, για να θίξουν το θέμα που τους απασχολεί. Τη ζωή της θεαματοποίησης, όπως προκύπτει μέσα από τη μίμηση της ζωής που αντιγράφει τα είδωλα των εικόνων. Έστω και με κάποια ετερόχρονη μίμηση, αυτή η καταναλωτική άλωση απέδωσε -τα γνωστά σε όλους- δεινά και στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια. Ώστε, το κείμενο των Agnes Jaoui & Jean-Pierre Bacri δεν είναι παρά ένα επίκαιρο «κατηγορώ» που κινεί το ενδιαφέρον για να ανέβει, σε σκηνοθεσία της Αντιγόνης Αμανίτου, στο θέατρο Σημείο· εκεί που μέχρι πρόσφατα ήταν το στέκι της Ράνιας Οικονομίδου και του Δημήτρη Καταλειφού. Τώρα, η σκυτάλη στη μοντερνιστική ευαισθησία.
Η παράσταση αρχίζει με το κλασικό γαλλικό της Françoise Hardy «Tous les garçons et les filles». Όμως, ο έκδηλος ρομαντισμός δεν είναι υπαινικτικός για αυτό που έπεται, αλλά κόντρα παράγοντας στο καταιγιστικό κείμενο ρητορικών ερωτήσεων, ύβρεων και ξεσπασμάτων. Όλα αυτά ακούγονται σε τετραγωνικά κουζίνας, εξ’ ου και ο τίτλος: «Κουζίνα και εξαρτήσεις». Εμφανές, βέβαια, είναι ότι οι εξαρτήσεις κρύβουν το κλειδί της ιδέας για να ξεκλειδωθεί το κείμενο. Η υπόθεσή του κινείται γύρω από την έλευση στο σαλόνι ενός καλεσμένου, τον οποίο όλοι εξυπηρετούν, συζητούν, παρατηρούν. Ο καλεσμένος είναι διάσημος. Τελεία. Είναι Ο καλεσμένος. Καλεσμένος χωρίς όνομα, δεν έχει σημασία. Είναι διάσημος, είναι ιν. Ιδού, λοιπόν, το σχόλιο του γαλλικού ταμπεραμέντου. Εκεί που κάποτε είχαμε πρεστίζ με ανοίκειο αλλά σεβαστό σημείο αναφοράς, τώρα έχουμε σκέτο και οικείο έως υπερφίαλο γκλάμουρ. Και εκεί που κάποτε η γλώσσα του ρομαντισμού, -τα γαλλικά της Françoise Hardy και του Christophe-, ήταν η πελαγίσια αύρα του επιστολογραφικού πολιτισμού, τώρα το αγγλικό ποπ ήρθε για να μείνει ως το απροσδιόριστο τρέντυ και προπαντός ιν· ιν όπως ίντερνετ.
Κατά συνέπεια, η παράσταση την είδε άουτ. Διότι, η δράση εκτυλίσσεται στην κουζίνα με τον Ζακ και τη γυναίκα του Μαρτίν, εν συνεχεία με τον Φρεντ, τη Σαρλότ και το Ζωρζ. Ακούμε ότι υπάρχει και η Μέρλιν, το όνομα της οποίας λειτουργεί στο έργο εύστοχα, σε αντίστιξη με τον κ. διάσημο, επειδή η Μέρλιν ήταν Η σταρ. Τελεία. Και αντί το κείμενο να μας οδηγήσει προς το σαλόνι, όπου τρώνε, πίνουν και παίζουν πόκερ, όλοι μένουμε στην κουζίνα μέχρι το έξυπνο τέλος. Καλά το κείμενο. Η σκηνοθεσία ωστόσο; Έπρεπε να μείνουμε στο φως της χαραμάδας;
Ερχόμαστε, λοιπόν, σε αυτό που είναι μια παράσταση, στο έργο μετά το κείμενο. Εκεί που οι ηθοποιοί μπορούν να παίζουν διαφορετικές σκηνές, χωρίς να μιλάνε την ίδια στιγμή, με τρόπο που οι θεατές να βλέπουμε το σύνολο αντί τα πληκτικά πόδια μιας καρέκλας ή το λούτρινο κουκλάκι της κουζίνας. Ενώ είναι γνωστό το παρελθόν της Agnès Jaoui , της ηθοποιού, σεναριογράφου, σκηνοθέτιδας και τραγουδίστριας. Ενώ δάσκαλός της ήταν ο Πατρίς Σερό: ο Σερό που μίλησε στο αθηναϊκό κοινό έργα του Ντοστογιέφσκι. Ο Πατρίς που έχει ανεβάσει Δημητριάδη. Ο Σερό της Jaoui, ωστόσο, δεν αναγνωρίζεται παρά μόνο ως η απόμακρη ιδέα, η σκιά πίσω από τις αρκετές ευκολίες του κειμένου.
Και υπάρχουν ευκολίες. Όταν, για παράδειγμα, ο ένας λέει, «μα, απόκρυψη, δεν σου έχω πει να μην καλείς από απόκρυψη;» και τον βλέπουμε να μιλάει στο κινητό. Βεβαίως, κατανοώ ότι η ιδέα είναι πίσω από τα πρόσωπα, και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να μιλήσουμε για δραματικούς χαρακτήρες άλλης γλώσσας. Γλώσσα είναι η ιδέα. Άρα, αυτή η εμμονή στην απόκρυψη, πόσο μάλλον όταν τα κινητά έγιναν της μόδας, δείχνει το μαζικό νταλκά των ατόμων να πάρουν μια απάντηση έστω και διά της πλαγίας οδού. Θυμόμαστε και στην ελληνική περίπτωση, πόσες ήταν οι αποκρύψεις όταν τα κινητά πρωτοβγήκαν, ενώ μετά πόσο μειώθηκαν, αφού έσβησε αυτή η διακαής τάση για τον έλεγχο του άλλου μέσω της τεχνολογικής οδού. Είναι ο Μήτσος, θέλεις; Τέρμα αποκρύψεις και προσχήματα. Κάτι που βέβαια, στην περίπτωση του ίντερνετ, ακόμη καλά κρατεί με τα ψεύτικα προφίλ και τα αιτήματα φιλίας. Αν είσαι Γκάγκα, δεν ξέρω πόσα εκατομμύρια φίλους έχεις. Ντύθηκε ο Μανωλιός και φόρεσε τα ρούχα του αλλιώς. Σε αυτό το πλαίσιο, της μίμησης και του νεοπλουτισμού, δεν προξενεί εντύπωση που οι λέξεις έχουν χάσει την ουσία και δύο από τα πρόσωπα χρησιμοποιούν τρόπους εκφοράς επιτηδευμένους όπως «ως εκ τούτου» σε μια καθημερινή ομιλία. Είναι ο θάνατος της γλώσσας που τους κάνει να μιμούνται συμπεριφορές, αφού τον λεκέ-χαρακτήρα τον πήρε το εύρηκα-η κατανάλωση. Τόσο απλά.
Τόσο απλά λοιπόν, έχουμε ένα κείμενο που μιλά αυτό που δεν λέει. Οπότε, απαιτεί από τους ηθοποιούς δυο φορές προσοχή, γεγονός που δεν έγινε από όλους. Για να αποκτήσει δυναμική ένα τέτοιο κείμενο, πιστεύω πως δεν θέλει φιοριτούρες. Περιγραφές, ζωάκια, πετσέτες και νερά. Σε καμία περίπτωση. Τίποτε από όλα αυτά τα στοιχεία του πολύχρωμου ποπ, το οποίο το κείμενο φωνάζει μέσα από τη φλυαρία των προσώπων. Εντάξει, ένα το κρατούμενο: ο χώρος είναι η κουζίνα. Ας κρατήσουμε το δάπεδο-σκακιέρα μόνο με τα πετυχημένα κουστούμια, ιδίως το φτερωτό φόρεμα της Μαρτίν. Και ας παιχτεί η φλυαρία σε παράλληλο χρόνο με την άλλη ακινησία-μίμηση. Γιατί έπρεπε να χάνουμε τους μισούς, κάθε φορά, ηθοποιούς; Υπήρξαν στιγμές που με κατάλαβα να βαριέμαι. Επειδή έχει ξεπεραστεί το μπες-βγες για τσιγάρο. Επειδή η ιδέα με τα πολλά πληροφοριακά στοιχεία επί σκηνής ατόνησε. Και φυσικά επειδή μου έλειψε η σωματική εμπειρία. Στη μάχη εικόνας και γλώσσας, νίκησε η πρώτη. Και έτσι δεν έβλεπα το κείμενο. Φτώχυνε. «Γιατί η μικρή δεν ήρθε να πάρει μόνη της την πετσέτα;», ακούμε κάποια στιγμή τη Μαρτίν να λέει. Γιατί δεν παίζει στο έργο, λέω εγώ… Και αν αντί για γνήσιο δάπεδο κουζίνας, αναζητούσαμε ένα άλλο εικαστικό επίπεδο, θα μπορούσε να ήταν του Πιτ Μοντριάν το (ημιτελές) Victory “Boogie-Woogie”, ως αποδομητική αποστομωτική απάντηση του πειραματισμού στα κάθε λογής άγλωσσα εικονικά κατασκευάσματα. Αλλά τότε δεν θα συνέβαιναν οι σκέψεις που συνέβησαν. Αυτή είναι η δουλειά του θεάτρου. Να κάνει τη σκέψη να συμβαίνει.
Σκηνοθεσία & μετάφραση: Αντιγόνη Αμανίτου
Σκηνικά & κουστούμια: Κώστας Βελινόπουλος
Φωτισμοί : Γιάννης Δρακουλαράκος
Μουσική Επιμέλεια: Δημήτρης Βόγλης & Γιώργος Οικονόμου
Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Τσιμίνη
Παίζουν: Πολύδωρος Βογιατζής, Λεμονιά Γιανναρίδου, Παναγιώτης Κλίνης, Μαρίνα Πολυμέρη, Αλέξανδρος Σωτηρίου
Παραστάσεις: Δευτέρα, Τρίτη & Τετάρτη στις 21.15 /
Διάρκεια: 90΄
Τιμές εισιτηρίων: 15 € & 10 € (φοιτητικό / μειωμένο)
Κουζίνα κι εξαρτήσεις
των Agnes Jaoui & Jean-Pierre Bacri
ΘΕΑΤΡΟ ΣΗΜΕΙΟ
Χαριλάου Τρικούπη 4 (πίσω από το Πάντειο) πρώην Απλό Θέατρο – Καλλιθέα
Κρατήσεις: 210.92.29.579.
12.2 – 24.4