Είμαι κι εγώ εκεί. Στην ουρά του μεσημεριού. Στον ΟΑΕΔ επί της Αγίας Λαύρας. Η ουρά της Αγίας Λαύρας έχει και το όνομα αλλά και τη χάρη. Όλες οι καρέκλες είναι αγκαζέ. Στο χαρτί, για το νούμερο, που κόβω, αναγράφεται χρόνος αναμονής 301 λεπτά! Ούτε μία ούτε δύο ώρες. Μα είναι ωραία στον παράδεισο! Καθένας βρίσκει αυτό που πάντοτε ποθούσε. Να είμαι και ευχαριστημένη, με το 008, που μου έλαχε. Στις 11.30, τριγύρω, τα νούμερα εξαντλούνται. Εν καιρώ, καθώς το κίνημα δημόσιας ειρήνης αναβράζει, εξαντλείται και η υπομονή μερικών. Στις δε 13.30 η πόρτα κλείνει. Μας κλειδώνουν. Άλλος δε μπορεί να μπει. Αλλά σκέψου: εμείς είμαστε μέσα. Η τύχη είναι με το μέρος μας.
Πώς περνά, λοιπόν, η μέρα; Ζυγίζω: ή με χωρίς κάθισμα και κλιματισμό, ώσπου να έρθει η σειρά μου… ή έξω στριφογυρίζοντας, αλλά, όπως και να έχει, θα είναι δύσκολα. Πνίγει το λαιμό και αυτή η ζέστη. Όμως έχω πάντα το μικρό προβάδισμα, να αναλύω τις ουρές, χωρίς να χάνω την υπομονή. Και αυτό το έχουν, όσοι υπήρξαν στις ουρές παραστάσεων του Μιχαήλ Μαρμαρινού, στο έργο του Δ. Δημητριάδη Πεθαίνω σαν χώρα.
Βγαίνω οπότε στα πέριξ. Μια περιήγηση το πρωί κάνει καλό στην υγεία. Εκνευρίζομαι όμως, τι το περίεργο. Στο κάπως κοντινό καφέ «αλχημεία» δεν έχουν κλιματισμό, ενώ αντίθετα το ράδιο είναι στη διαπασών. Πώς να διαβάσει ένας άνθρωπος εκεί την Προοπτική της Θάλασσας του Ντύλαν Τόμας; Τελικά φεύγω, αφού ήμουν η μόνη πελάτης και η κυρία που προθυμοποιήθηκε να βάλει κλιματισμό, εντούτοις δε χαμήλωσε το ραδιόφωνο, για να το ακούει στην αυλή. Με τα πολλά, κι επειδή τρία ευρώ για έναν καφέ μου φάνηκαν πολλά, καταλήγω –πού αλλού- στο κυλικείο του ΟΑΕΔ. Όπου ο καφές στοιχίζει 1€ και 20. Και στο δίνουν και σε καλοκαιρινό ποτηράκι.
Ωραία. Ακόμη πιο ωραία είναι μόλις παλουκώνομαι σε μια καρέκλα και αρχίζω να πιάνω, με διάφορα παιδιά εκεί, την παλιά μου τέχνη κόσκινο: τη νοηματική. Αυτήν που ξεκινήσαμε, όλοι άγνωστοι και από άλλους χώρους, δυο χρόνια πριν, για να δέσουμε σαν αληθινή κοινωνική ομάδα μιας γλώσσας των χεριών, πέρα από σκοπιμότητες και αναδιατυπωμένες ιδεολογίες. Ενωθήκαμε διά του ενδιαφέροντος και βέβαια χωριστήκαμε… διά του υπουργείου (παιδείας). Καθώς ποτέ δεν ανανεώθηκαν εκείνες οι άδειες, και δε συνεχίστηκαν τα μαθήματα προχωρημένου επιπέδου στο Εθνικό Ίδρυμα Κωφών, στη Ζαχάρωφ. Έτσι ξαφνικά, και πάλι, βρεθήκαμε ερασιτέχνες.
Τέλος-πάντων, έχει περάσει μία ώρα και επιστρέφω στο κλίμα της ουράς. Μόνο 40 νούμερα έχουν ξεπαστρέψει εκεί. Και πάλι καρέκλα δεν υπάρχει. Θράσος, αλλά τι να γίνει, παίρνω και κάθομαι στην πράσινη καρέκλα του άδειου γραφείου. Με τον καφέ και το βιβλίο ανοιχτό. Ένας κύριος το μπανίζει και σχολιάζει, αν διάβαζαν κι άλλοι ανάλογα βιβλία… δεν πειράζει, ο Καβάφης ήξερε… Καθείς και τα όπλα του, ή και με τις δυνάμεις καθυστέρησής του. Έτσι είναι. Αλλά αντί για σοφιστικέ, προτίμησα το ύφος της συγκατάβασης. «Ε, υπάλληλοι είναι και αυτοί», είπα κι αυτός, χαμογελώντας, απομακρύνθηκε. Πίσω στην ουρά.
Έρχεται μετά ο υπάλληλος μπαλαντέρ. Πρέπει να σηκωθώ. Τέρμα τα ψέματα και η πολυτέλεια. Αλλά παρόλα αυτά δεν το βάζω κάτω. Το βολιώτικο ταμπεραμέντο ψάχνει. Και βρίσκει 2 καρέκλες βυσσινί- της σειράς βυσσινόκηπου- με πάνω τους δυο τσαντάκια και κάτι κόλλες, ενώ άλλοι είναι όρθιοι. Επειδή τώρα, μπορείς να με φωνάξεις και «Άντα» - και βγαίνει από το «τριάντα»- παίρνω με θάρρος και περηφάνια τη μια βυσσινί καρέκλα και τη βάζω εκεί που είχα την πράσινη. Επιτέλους, στο ταξίδι έχω μια θέση δική μου. Αυτήν που μετέφερα με δική μου πρωτοβουλία και σιωπηλά.
Στο μεταξύ κάτι γίνεται. Μια κυρία αρπάζεται με μία νεότερη, που πήγε να προπορευτεί στη σειρά, και της πετά την ατάκα, «γι’ αυτό κατάντησε έτσι η Ελλάδα». Ω, φράση. Την κοιτά καλά η άλλη και της απαντά: «συγνώμη σε μένα το λέτε; Ξέρετε την ηλικία σας; Πόσο χρονών είστε; Εσείς, η γενιά σας, κάνατε την Ελλάδα κωλοχανείο»… Εν τέλει, μια αναμονή με υπομονή στην ουρά του ΟΑΕΔ είναι κάτι σαν βιωματικό σεμινάριο τύπου case study. Πολύ μου αρέσουν αυτά. Μπορεί να είναι κουραστικό, αλλά έχει γοητεία, όταν βουίζουν όλοι μαζί. Όταν για παράδειγμα, ένας υπάλληλος, ο Γιάννης-Παντελάκης,- (είδες, το ρεπορτάζ;)- ακούει παράπονα άλλων, αλλά προσβάλλει στα καλά και καθούμενα εσένα, ή όταν πιάνει συζήτηση με αυτόν που προκαλεί όλη την ανακατωσούρα, του τύπου «που σε ξέρω και από κάτω, και δεν ήσουν έτσι αλλά ευγενικός». Πού βρίσκομαι, άραγε; Γιατί στις υπηρεσίες δεν κάνουν ένα πρωτόκολλο συμπεριφοράς, άμα μερικοί δεν γνωρίζουν, πώς να διαχειρίζονται ευθύνες διά του λόγου; Καταλήξαμε, όλα να πρέπει να διδάσκονται.
«Από το βλέμμα σας καταλαβαίνω» είπα στην άλλη υπάλληλο, που παρακολουθούσε κι αυτή τα παντελάκεια μυστήρια. Στο τέλος, εμφανίστηκε κι ένας νέος με πολλές δουλειές –που δε μπορούσε να πάει από τις εννιά στον ΟΑΕΔ, αλλά ήρθε στο τέλος και με έλλειψη στα δικαιολογητικά- για να χαρακτηρίσει αυτήν που έδειχνε να γνωρίζει τα περισσότερα εκεί, ως «πατσαβούρα». Έτσι δυστυχώς είναι. Όλοι διδάχτηκαν, ότι έχουν δικαίωμα λόγου, και οπότε όλοι χρησιμοποιούμε τις ίδιες φράσεις. Αλλά η ευθύνη, να βλέπεις τον εαυτό σου σε αυτό που λες, δυστυχώς αυτό δεν ήταν στη διδακτέα ύλη. Για λόγους κυριότητας βεβαίως.
«Τι να σου πω, γυναίκα είσαι», ήταν το κερασάκι στη χθεσινή μέρα. Από τον κύριο που πήρα για το καναρίνι μου, το πλαστικό στήριγμα βάσης, αυτό που μπαίνει δεξιά κι αριστερά, μη φύγει ο πάτος του κλουβιού. Ήθελα εγώ το ίδιο, με αυτό που είχα, εκείνος είχε άλλο, και αντί να μου εξηγήσει, γύρισε και μου είπε, ότι γυναίκα είμαι. Αχ, κορίτσι πράμα. Και άμα ξαναπάω εγώ σε αυτόν τον έμπορο, καλά. Καλό καλοκαίρι άλλου τύπου ΟΑΕΔ: Όταν Αγαπάμε, ελπίζουμε δικαίως.
Πώς περνά, λοιπόν, η μέρα; Ζυγίζω: ή με χωρίς κάθισμα και κλιματισμό, ώσπου να έρθει η σειρά μου… ή έξω στριφογυρίζοντας, αλλά, όπως και να έχει, θα είναι δύσκολα. Πνίγει το λαιμό και αυτή η ζέστη. Όμως έχω πάντα το μικρό προβάδισμα, να αναλύω τις ουρές, χωρίς να χάνω την υπομονή. Και αυτό το έχουν, όσοι υπήρξαν στις ουρές παραστάσεων του Μιχαήλ Μαρμαρινού, στο έργο του Δ. Δημητριάδη Πεθαίνω σαν χώρα.
Βγαίνω οπότε στα πέριξ. Μια περιήγηση το πρωί κάνει καλό στην υγεία. Εκνευρίζομαι όμως, τι το περίεργο. Στο κάπως κοντινό καφέ «αλχημεία» δεν έχουν κλιματισμό, ενώ αντίθετα το ράδιο είναι στη διαπασών. Πώς να διαβάσει ένας άνθρωπος εκεί την Προοπτική της Θάλασσας του Ντύλαν Τόμας; Τελικά φεύγω, αφού ήμουν η μόνη πελάτης και η κυρία που προθυμοποιήθηκε να βάλει κλιματισμό, εντούτοις δε χαμήλωσε το ραδιόφωνο, για να το ακούει στην αυλή. Με τα πολλά, κι επειδή τρία ευρώ για έναν καφέ μου φάνηκαν πολλά, καταλήγω –πού αλλού- στο κυλικείο του ΟΑΕΔ. Όπου ο καφές στοιχίζει 1€ και 20. Και στο δίνουν και σε καλοκαιρινό ποτηράκι.
Ωραία. Ακόμη πιο ωραία είναι μόλις παλουκώνομαι σε μια καρέκλα και αρχίζω να πιάνω, με διάφορα παιδιά εκεί, την παλιά μου τέχνη κόσκινο: τη νοηματική. Αυτήν που ξεκινήσαμε, όλοι άγνωστοι και από άλλους χώρους, δυο χρόνια πριν, για να δέσουμε σαν αληθινή κοινωνική ομάδα μιας γλώσσας των χεριών, πέρα από σκοπιμότητες και αναδιατυπωμένες ιδεολογίες. Ενωθήκαμε διά του ενδιαφέροντος και βέβαια χωριστήκαμε… διά του υπουργείου (παιδείας). Καθώς ποτέ δεν ανανεώθηκαν εκείνες οι άδειες, και δε συνεχίστηκαν τα μαθήματα προχωρημένου επιπέδου στο Εθνικό Ίδρυμα Κωφών, στη Ζαχάρωφ. Έτσι ξαφνικά, και πάλι, βρεθήκαμε ερασιτέχνες.
Τέλος-πάντων, έχει περάσει μία ώρα και επιστρέφω στο κλίμα της ουράς. Μόνο 40 νούμερα έχουν ξεπαστρέψει εκεί. Και πάλι καρέκλα δεν υπάρχει. Θράσος, αλλά τι να γίνει, παίρνω και κάθομαι στην πράσινη καρέκλα του άδειου γραφείου. Με τον καφέ και το βιβλίο ανοιχτό. Ένας κύριος το μπανίζει και σχολιάζει, αν διάβαζαν κι άλλοι ανάλογα βιβλία… δεν πειράζει, ο Καβάφης ήξερε… Καθείς και τα όπλα του, ή και με τις δυνάμεις καθυστέρησής του. Έτσι είναι. Αλλά αντί για σοφιστικέ, προτίμησα το ύφος της συγκατάβασης. «Ε, υπάλληλοι είναι και αυτοί», είπα κι αυτός, χαμογελώντας, απομακρύνθηκε. Πίσω στην ουρά.
Έρχεται μετά ο υπάλληλος μπαλαντέρ. Πρέπει να σηκωθώ. Τέρμα τα ψέματα και η πολυτέλεια. Αλλά παρόλα αυτά δεν το βάζω κάτω. Το βολιώτικο ταμπεραμέντο ψάχνει. Και βρίσκει 2 καρέκλες βυσσινί- της σειράς βυσσινόκηπου- με πάνω τους δυο τσαντάκια και κάτι κόλλες, ενώ άλλοι είναι όρθιοι. Επειδή τώρα, μπορείς να με φωνάξεις και «Άντα» - και βγαίνει από το «τριάντα»- παίρνω με θάρρος και περηφάνια τη μια βυσσινί καρέκλα και τη βάζω εκεί που είχα την πράσινη. Επιτέλους, στο ταξίδι έχω μια θέση δική μου. Αυτήν που μετέφερα με δική μου πρωτοβουλία και σιωπηλά.
Στο μεταξύ κάτι γίνεται. Μια κυρία αρπάζεται με μία νεότερη, που πήγε να προπορευτεί στη σειρά, και της πετά την ατάκα, «γι’ αυτό κατάντησε έτσι η Ελλάδα». Ω, φράση. Την κοιτά καλά η άλλη και της απαντά: «συγνώμη σε μένα το λέτε; Ξέρετε την ηλικία σας; Πόσο χρονών είστε; Εσείς, η γενιά σας, κάνατε την Ελλάδα κωλοχανείο»… Εν τέλει, μια αναμονή με υπομονή στην ουρά του ΟΑΕΔ είναι κάτι σαν βιωματικό σεμινάριο τύπου case study. Πολύ μου αρέσουν αυτά. Μπορεί να είναι κουραστικό, αλλά έχει γοητεία, όταν βουίζουν όλοι μαζί. Όταν για παράδειγμα, ένας υπάλληλος, ο Γιάννης-Παντελάκης,- (είδες, το ρεπορτάζ;)- ακούει παράπονα άλλων, αλλά προσβάλλει στα καλά και καθούμενα εσένα, ή όταν πιάνει συζήτηση με αυτόν που προκαλεί όλη την ανακατωσούρα, του τύπου «που σε ξέρω και από κάτω, και δεν ήσουν έτσι αλλά ευγενικός». Πού βρίσκομαι, άραγε; Γιατί στις υπηρεσίες δεν κάνουν ένα πρωτόκολλο συμπεριφοράς, άμα μερικοί δεν γνωρίζουν, πώς να διαχειρίζονται ευθύνες διά του λόγου; Καταλήξαμε, όλα να πρέπει να διδάσκονται.
«Από το βλέμμα σας καταλαβαίνω» είπα στην άλλη υπάλληλο, που παρακολουθούσε κι αυτή τα παντελάκεια μυστήρια. Στο τέλος, εμφανίστηκε κι ένας νέος με πολλές δουλειές –που δε μπορούσε να πάει από τις εννιά στον ΟΑΕΔ, αλλά ήρθε στο τέλος και με έλλειψη στα δικαιολογητικά- για να χαρακτηρίσει αυτήν που έδειχνε να γνωρίζει τα περισσότερα εκεί, ως «πατσαβούρα». Έτσι δυστυχώς είναι. Όλοι διδάχτηκαν, ότι έχουν δικαίωμα λόγου, και οπότε όλοι χρησιμοποιούμε τις ίδιες φράσεις. Αλλά η ευθύνη, να βλέπεις τον εαυτό σου σε αυτό που λες, δυστυχώς αυτό δεν ήταν στη διδακτέα ύλη. Για λόγους κυριότητας βεβαίως.
«Τι να σου πω, γυναίκα είσαι», ήταν το κερασάκι στη χθεσινή μέρα. Από τον κύριο που πήρα για το καναρίνι μου, το πλαστικό στήριγμα βάσης, αυτό που μπαίνει δεξιά κι αριστερά, μη φύγει ο πάτος του κλουβιού. Ήθελα εγώ το ίδιο, με αυτό που είχα, εκείνος είχε άλλο, και αντί να μου εξηγήσει, γύρισε και μου είπε, ότι γυναίκα είμαι. Αχ, κορίτσι πράμα. Και άμα ξαναπάω εγώ σε αυτόν τον έμπορο, καλά. Καλό καλοκαίρι άλλου τύπου ΟΑΕΔ: Όταν Αγαπάμε, ελπίζουμε δικαίως.
No comments:
Post a Comment