Γυρίζω τους δρόμους, συνεπιβάτης στα λεωφορεία, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, και όλοι οι άγνωστοι σχηματίζουμε μία οικογένεια που μεγαλώνει, μικραίνει, διασπείρεται στην Αθήνα, διασπορές και οι εικόνες της πόλης, ασχημάτιστα επιπλέουν στην επιφάνεια των ματιών, ώσπου επιπλώνουν το φανερό κενό, ανάμεσα στη μία σκέψη και στην άλλη, η συνείδηση εν τέλει διακόπτει την αντίληψη, τότε διαπιστώνω γιατί, πράττω για να θυμάμαι, ρίχνω ίχνη στην πόλη και επιστρέφω, επιθυμώ να ξαναβρώ τα ίχνη, βαδίζω ενώ βραδιάζει για να δω, αυτό που έμεινε, τι έμεινε, αν έμεινε, κάτω από το διαφορετικό φως, συνεπιβάτης λοιπόν υπάρχω, μέσα σε μία οικογένεια χωρίς όνομα, χωρίς τέλος, με πολλές στάσεις για όλους, αυτό είναι το συγκεκριμένο που ξέρω και φαίνεται λογικό, την κρίσιμη στιγμή, περιμένοντας την ιδιαίτερη στάση, κάθε φορά, τη δική μου στάση, εντοπίζω την αιτία που είμαι συνεπιβάτης, την αντίθεση του είμαι συνεπιβάτης-δεν είμαι οδηγός, γιατί μόνο έτσι οι εικόνες οδηγούν, όταν δεν υπολογίζονται, όταν παραμένουν προφορικές, ελεύθερες συνθέσεις των καιρών, ουσιώδεις όπως οι τυχαίες συναντήσεις, αυτή είναι η απάντηση, έχω επαναλάβει, αμέτρητες φορές, το ίδιο δρομολόγιο, με όποιο λεωφορείο περνάει πρώτο, αλλά πάντα μπορώ και φαντάζομαι έτσι, σκέφτομαι ένα θέμα, διαβάζω τη συνέχεια της φράσης έξω απ’ το παράθυρο, μέχρι που η εικόνα με προλαβαίνει, και ο δρόμος τότε δίνει από τον εαυτό του, πιάνεις τον παλμό, τι συμβαίνει μέσα στο λεωφορείο, όπως σε προσπερνάμε, και δεν θα μας ξαναδείς, δεν θα σε ξαναδώ, στους δρόμους θυμώνεις, δακρύζεις, αγχώνεσαι, πώς να μην έχω ένα δοχείο που επιθυμεί, είμαι από σώμα που αναρωτιέται για την αντοχή του, για πόσο ακόμα θα μπορεί, είμαι ύλη, ξενοδοχείο της αποθυμιάς, με ανθεκτικά στυλό από μεγάλες αλυσίδες ξενοδοχείων, μικρούς ξενοδοχοϋπαλλήλους της στιγμής, πότε κρυμμένους και πότε χαμένους στις τσάντες, μαζί με τα κραγιόν σε κόκκινες αποχρώσεις, καταγράφονται αλυσιδωτές καταστάσεις, εντυπώσεις διαρκείας, ας μείνουμε στην κατάσταση, στην άγνωστη οικογένεια χωρίς όνομα, στην αναρίθμητη και ήδη διαιρεμένη, πόσους ανθρώπους συναντάμε στη ζωή μας, πόσα μάτια, πολλαπλασίασε, διαίρεσε, τι μένει στο πηλίκο, πόσοι σκοτώνονται στο πεδίο του μυαλού, πόσοι μένουν και πόσοι υπάρχουν, για να επεμβαίνουν, αιφνιδιαστικά, φωνές των πουλιών καταπάνω μας, πολλαπλασίασε, διαίρεσε, τι μένει στο πηλίκο, μένει η κατάσταση η ίδια, ο ρόλος να είσαι εκεί και να μην είσαι, να απορείς πότε έφυγε ο ένας και πότε ο άλλος, που δεν είδες να χάνονται στο πλήθος, από αφοσίωση στον έξω κόσμο, στο πρόσωπο του σταθερού περαστικού, αυτή είναι η λογική του συγκεκριμένου, ο σταθερός περαστικός, το πηλίκο της πόλης, του δρόμου, της αναζήτησης, ο περαστικός, ένας αστός χωρίς όνομα, που επικρατεί μέσα στο πλήθος, ένας τελευταίος δεινόσαυρος, που θησαυρίζει από δεινά, την ανασφάλεια των βημάτων, μαθημένος να πιάνει τον παλμό του απρόσμενου, να περιμένει το αυθόρμητο για την εξόρμηση, πώς η ιδιότητα γίνεται ταυτότητα, πώς ο περαστικός είναι ο αστός που δεν ήταν, αυτός που επιμένει και βλέπει, σκέπτεται, ακούει τοπικά, χωρίς όνομα και προδιάθεση, με το κεφάλι γερμένο στις καταστάσεις και τις επινοημένες οικογένειες.
5.10.10
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment