Από τα περιθώρια της μνήμης στα όρια της διήγησης. Σκέφτομαι μπροστά, θυμάμαι πίσω στο χτες. Στο χτες απροσδιορίστου χρόνου. Την ίδια στιγμή δίπλα μου, το μικρό καναρίνι μασουλάει ένα φτερό στο στόμα. Και το χιούμορ δριμύτερο και εντονότερο πηγάζει από τα πέριξ. Παίζοντας με τις λέξεις. Από το χτες και σε εκείνα που έμειναν, η εικόνα επανέρχεται στο σήμερα: στο «σπαγκοραμμένο» μου καναρίνι, που πετά φτερά, για να τα τρίψει ξανά και να ράψει σπάγκο. Τι ωραία η φυσική όραση-έκπληξη, ενώ το χιούμορ δηλώνει πάντα παρόν. Μένοντας στο τώρα της ειρωνείας, στο δώρο της απρόσμενης σύμπτωσης, εικόνας και γλώσσας, απ’ τη φυσική όραση μεταφέρομαι στην άλλη όραση «που έρχεται από μακριά» και συμβαίνει με ένα κλικ. Γυρίζω στη γλώσσα της αξεπέραστης «τηλεόρασης» και σε όποια στιγμιότυπα της εβδομάδας έτυχε να πάρει το μάτι. Κοιτώ στα παρεπόμενα των φράσεων, στα περιεχόμενα, ενδεικτικά. Μπροστά είναι μια φράση αξεπέραστης ρητορείας, που αφορά σε άλλου τύπου σπάγκους. «Όπου πάει, έχει ένα ελάττωμα, να αφήνει πίσω πεπραγμένα». Δεν είναι ο Μομπίλ, το άτακτο καναρινάκι. Αυτός ο βιολογικός καλλιεργητής, των νέων φράσεων στη γλώσσα, «ποιεί το σόκιν», κοινώς, βγαίνει για τζόκιν, στα νεύρα των άλλων, ξεστομίζοντας χαριτωμένες απαντήσεις. Μάχη Τσεκουράτα, ιδού το νέο έπος αοιδών αιωνίων. Εκείνων των πολιτικών που μιλούν αβανταδόρικα για μια θέση στο πάνελ. Τι ορίζει η πραγματικότητα και τι το όνειρο στη διεκδικητική γλώσσα της τηλεόρασης; Όλα είναι αναπόσπαστα ένα, όπως στο όνειρο. Διότι, όπως στο μηχανισμό του ονείρου δεν υπάρχει η λογική αντίθεση, του καλού και του κακού, αντίστοιχα, στη μηχανική τηλεοπτική γλώσσα, δεν υπάρχει συνείδηση ούτε λογική. Όπως στο όνειρο, οι εικόνες εναλλάσσονται, η μία από την άλλη, διαδοχικά και εκτός λογικής, χωρίς να εκπλήσσουν, αντίστοιχα και στην τηλεόραση, απαντήσεις εντυπωσιασμού και άνευ ουσίας γίνονται αποδεκτές χωρίς έκπληξη. Ακούγονται όλα με φυσικό τρόπο. Τόσοι διαγωνισμοί κινητών με μηνύματα, και να μη γίνει ένας, «ψηφίστε τον πολιτικό που θέλετε να φύγει πρώτος από το πάνελ»…απορώ.
Ότι το container ακόμη έχει χώρο, είναι γνωστό. Υπάρχει αυτό-κολακεία για όλους. Αρκεί όλοι να πιάσουν από ένα σκοινί, να πάρει μπρος το γαϊτανάκι, κι ας είναι καπελωμένο «εκ των άνω». Με τη στήριξη των τύπων ΕΣΡ, χαρίζονται παντόφλες βρε. Και πάλι θα σύρουν το χορό, και πάλι θα ορθοποδήσουν, θαύμα θα πεις, όντως συμβαίνει. Από «Άρτο και θεάματα» θα σημάνει «ανταρτοπόλεμος», από μια άλλη οπτική, αντί του άρτου πόλεμος. Εφόσον «no mango no tango» -ούτε χρήμα ούτε χορός-, το κέφι της ψευδαίσθησης ανάβει με μια αντιπαράθεση «οιονεί», εξ αποστάσεως και με μπαγιάτικες τσαντίλες-πείσματα. Κι ύστερα μας φταίνε τα όνειρα.
Κοιμάμαι και ξυπνώ, φαντάζομαι και ελπίζω. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις είναι φανταστική. Υπάρχουν, δεν υπάρχουν, άλλωστε, τα πραγματικά πρόσωπα. Εδώ container, βαλίτσα εκτονώσου, κιλά να δουν τα μάτια σου, μάσκες Βενετίας και δε συμμαζεύεται. Ένα σώμα στην απέξω τρίβει την πανσέληνό του, τη δυσκολία με την ευκολία, λοξοδρομεί από την πορεία και πάλι επιστρέφει. Ακόμη και αν υπάρχει πολλή μοναξιά εκεί έξω. Ακόμη και αν τα χέρια δε σηκώνουν άλλη βαλίτσα, ακόμη και αν η χάρη της βιολέτας έπαψε να προσελκύει, ακόμη αν μερικοί δεν το εμπέδωσαν. Ευτυχώς που έχουμε τις «επιστροφές φόρων», τις δικές μας επαφές, να συζητάμε και να υπάρχει ρυθμός, ακόμη και στις ακροβασίες. «Του ύψους ή του βάθους», είναι ο τίτλος του άρθρου του Νάνου Βαλαωρίτη, στο «Κοντέινερ», του Οκτωβρίου, το οποίο κυκλοφορεί «ελεύθερο» στο κέντρο της Αθήνας. Πολλά είναι τα ωραία κείμενα, ωστόσο, ευρηματικά και χιουμοριστικά, όπως της Λένας Κιτσοπούλου και του Ηλία Μαρμαρά.
Και το ερώτημα είναι: ποιος είσαι όταν βλέπεις τηλεόραση και ποιος όταν διαβάζεις; Προφανώς, από αυτό και μόνο, είναι δύσκολο να μιλήσουμε για ένα συνεκτικό άνθρωπο, κυρίως σήμερα. Νύξεις για αυτή τη δυσκολία, να αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου, ως συνεκτικό άνθρωπο, έκανε και ο Νάνος Βαλαωρίτης, στη βραδιά που του αφιέρωσε το περιοδικό «διαβάζω», την Τρίτη 12 Οκτωβρίου, που μας πέρασε. Θυμάμαι σχετικά μια φράση του Φουκώ, και γελώ, επειδή ο Νάνος λέει, να μην διαβάζω βιβλία, που με «διαφθείρουν»… κι όμως, ακόμη και διαφθορέας, ο Φουκώ είναι υπέροχος: «μη με ρωτάτε ποιος είμαι και μη μου λέτε να παραμείνω ο ίδιος: αυτή είναι μια ληξιαρχική ηθική· διέπει τα δημόσια έγγραφά μας. Ας μας αφήνει τουλάχιστον ελεύθερους όταν γράφουμε», από Την αρχαιολογία της Γνώσης, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1987. Το καναρίνι στο δεξί ώμο τσιμπά κάτι από λαιμό κι εγώ σκέφτομαι ότι πάλι μακρηγόρησα, μες στην ελευθερία της γλώσσας.
*photo Dina Kafiris, από την εκδήλωση της Τρίτης 12.10.2010, στη Στοά του Βιβλίου.
Ότι το container ακόμη έχει χώρο, είναι γνωστό. Υπάρχει αυτό-κολακεία για όλους. Αρκεί όλοι να πιάσουν από ένα σκοινί, να πάρει μπρος το γαϊτανάκι, κι ας είναι καπελωμένο «εκ των άνω». Με τη στήριξη των τύπων ΕΣΡ, χαρίζονται παντόφλες βρε. Και πάλι θα σύρουν το χορό, και πάλι θα ορθοποδήσουν, θαύμα θα πεις, όντως συμβαίνει. Από «Άρτο και θεάματα» θα σημάνει «ανταρτοπόλεμος», από μια άλλη οπτική, αντί του άρτου πόλεμος. Εφόσον «no mango no tango» -ούτε χρήμα ούτε χορός-, το κέφι της ψευδαίσθησης ανάβει με μια αντιπαράθεση «οιονεί», εξ αποστάσεως και με μπαγιάτικες τσαντίλες-πείσματα. Κι ύστερα μας φταίνε τα όνειρα.
Κοιμάμαι και ξυπνώ, φαντάζομαι και ελπίζω. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις είναι φανταστική. Υπάρχουν, δεν υπάρχουν, άλλωστε, τα πραγματικά πρόσωπα. Εδώ container, βαλίτσα εκτονώσου, κιλά να δουν τα μάτια σου, μάσκες Βενετίας και δε συμμαζεύεται. Ένα σώμα στην απέξω τρίβει την πανσέληνό του, τη δυσκολία με την ευκολία, λοξοδρομεί από την πορεία και πάλι επιστρέφει. Ακόμη και αν υπάρχει πολλή μοναξιά εκεί έξω. Ακόμη και αν τα χέρια δε σηκώνουν άλλη βαλίτσα, ακόμη και αν η χάρη της βιολέτας έπαψε να προσελκύει, ακόμη αν μερικοί δεν το εμπέδωσαν. Ευτυχώς που έχουμε τις «επιστροφές φόρων», τις δικές μας επαφές, να συζητάμε και να υπάρχει ρυθμός, ακόμη και στις ακροβασίες. «Του ύψους ή του βάθους», είναι ο τίτλος του άρθρου του Νάνου Βαλαωρίτη, στο «Κοντέινερ», του Οκτωβρίου, το οποίο κυκλοφορεί «ελεύθερο» στο κέντρο της Αθήνας. Πολλά είναι τα ωραία κείμενα, ωστόσο, ευρηματικά και χιουμοριστικά, όπως της Λένας Κιτσοπούλου και του Ηλία Μαρμαρά.
Και το ερώτημα είναι: ποιος είσαι όταν βλέπεις τηλεόραση και ποιος όταν διαβάζεις; Προφανώς, από αυτό και μόνο, είναι δύσκολο να μιλήσουμε για ένα συνεκτικό άνθρωπο, κυρίως σήμερα. Νύξεις για αυτή τη δυσκολία, να αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου, ως συνεκτικό άνθρωπο, έκανε και ο Νάνος Βαλαωρίτης, στη βραδιά που του αφιέρωσε το περιοδικό «διαβάζω», την Τρίτη 12 Οκτωβρίου, που μας πέρασε. Θυμάμαι σχετικά μια φράση του Φουκώ, και γελώ, επειδή ο Νάνος λέει, να μην διαβάζω βιβλία, που με «διαφθείρουν»… κι όμως, ακόμη και διαφθορέας, ο Φουκώ είναι υπέροχος: «μη με ρωτάτε ποιος είμαι και μη μου λέτε να παραμείνω ο ίδιος: αυτή είναι μια ληξιαρχική ηθική· διέπει τα δημόσια έγγραφά μας. Ας μας αφήνει τουλάχιστον ελεύθερους όταν γράφουμε», από Την αρχαιολογία της Γνώσης, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1987. Το καναρίνι στο δεξί ώμο τσιμπά κάτι από λαιμό κι εγώ σκέφτομαι ότι πάλι μακρηγόρησα, μες στην ελευθερία της γλώσσας.
No comments:
Post a Comment