29 Μαρτίου, 20.40μμ., Πειραιώς 84. Σχεδόν μια ώρα, σχεδόν μια περικεφαλαία πάνω από το κεφάλι μου. Πρόβλημα: πώς να σκοτώσω τα περίσσεια λεπτά μέχρι την έναρξη του Πελεκάνου στις 21.30; Παίρνω, από τους γειτονικούς δρόμους, την Πλαταιών. Κινούμαι σαν ξένη και ιδιαίτερα παρατηρητική για τη γύρω περιοχή. Παρατηρώ ίσον γυρίζω πίσω. Θυμάμαι, στο ταξίδι στη Σκωτία, χαμηλού budget, ένα σούπερ μάρκετ, μικρό παράδεισο, να ξεφυτρώνει μέσα από το πάρκο με τους λαχανιασμένους, στο Εδιμβούργο, μπροστά στα μάτια μου. Συμβαίνει και τώρα. Με το που το βλέπω, είναι σαν η μικρή σοκολάτα να μπήκε κιόλας στο τσεπάκι. Με τη γλύκα της ξενότητας, επιστρέφω στο Bios. Μια ανάμνηση στο ρυθμό του Στρίντμπεργκ μου σφαλίζει το βήμα. Είναι εκείνα τα γαλάζια και άκομψα νάιλον, που φορούσαμε, στο σπίτι-μουσείο του, στη Στοκχόλμη, ενώ σουλατσάραμε στην εποχή του, πίσω στο 1907. Τότε γράφτηκε ο «Πελεκάνος», για μια συμμορία μονολόγων, και έπαθλο το πελέκημα, αποτέλεσμα μιας γλώσσας που δεν σκιάζεται από τις συγκρούσεις των οικογενειακών σχέσεων, όπως οι εμπλεκόμενοι σε αυτές, αλλά γίνεται ο καθρέπτης του συγγραφέα, που ρίχνει τον πέλεκα εκεί που συνηθίζει: στη γυναικεία φύση, όχι ειδικά στη γυναίκα. Εξ’ ου και «πελεκάνος», το πτηνό πέλεκας. Σαν πελεκάνος ο Στρίντμπεργκ δεν δείχνει συμφιλιωμένος με τη γυναικεία πλευρά του, έχοντας βγει από τρεις γάμους, και γι’ αυτό ρουφά απ’ το αίμα του θύματός του· δεν είναι παρά η γυναίκα-σύζυγος-μάνα, μετά το θάνατο του πατέρα της οικογένειας.
Δύσκολα πράγματα. Υπόγεια.
Σε αυτά τα δύσκολα, η σκηνοθέτης Σύλβια Λιούλιου πέτυχε. Εξαιρετική πρόταση, ξεκάθαρος ο προβληματισμός, γύρω από το θέατρο του λόγου και με διακριτική τη συμμετοχή του κειμένου στην παράσταση, στο Bios Basement. Στο πλευρό των ηθοποιών- Λαέρτη Βασιλείου και Μιλτιάδη Φιορέντζη- βρίσκονταν οι σκιές των προσώπων: της Γκέρντας, του Άξελ, του Φρέντρικ… Εν προκειμένω, αυτό το Θέατρο της εμπρόθετης εγρήγορσης, στον ειρμό της οποίας η πληθώρα των προσώπων-εικόνων θα μπορούσε να αποβεί αποπροσανατολιστική, χτίζει πάνω στην Ανατολή του εφήμερου(σώμα του ηθοποιού) και, μέσα στον ίδιο χρόνο, πάνω στη Δύση του αιώνιου(γήινο και πέτρινο στοιχείο της κληρονομιάς). Προφανώς, σε αυτόν τον «Πελεκάνο», η ιδέα της θεατρικότητας a priori ανακτά τα εχέγγυα του ελεύθερου λόγου, χωρίς την εξάρτηση από το σώμα των εικόνων. A posteriori, η φωνή του κειμένου γλιστρά από τους δύο πολυπρόσωπους εναλλάξ πυλώνες, για να πέσει άμεση, υποβλητική, αινιγματική και να ενσωματωθεί με το κοινό της παράστασης. Ως εκ τούτου, παράγεται «ένα διαβολικό καπρίτσιο ή μια παρόρμηση», που αν και ο συγγραφέας δεν μπορούσε να εξηγήσει, η Σύλβια Λιούλιου τα έντυσε με μια σύγχρονη ματιά, μειώνοντας τις αποστάσεις ανάμεσα σε παλιό και νέο, ηθοποιό και θεατή. Έξυπνη φόρμα, σωτήρια αλλά και πέλεκας, συγχρόνως, για τους ηθοποιούς, που πρέπει να δίνουν την αλήθεια της φωνής αντί για τη φλυαρία της υπερβολής. Το videoκλείσιμο με το σκοτεινό νανούρισμα, της θάλασσας, τη στιγμή που και οι δύο, Λαέρτης Βασιλείου και Μιλτιάδης Φιορέντζης, υψώνουν το βλέμμα και κοιτούν την εικόνα της, σαν να κάνουν image therapy, συμβολίζει παράλληλα με το έργο, αυτή τη γλύκα της ξενότητας. Το αντίθετο της τυραννίας της οικειότητας.
Στη διάρκεια της παράστασης, με περιβάλλει μια ζεστή οικειότητα. Η μουσική του Δημοσθένη Γρίβα- που ακόμη δεν ήξερα ότι ήταν δική του- συνέβαλε σε αυτό πολύ. Είχε μια ταυτότητα, συγκρίνοντας αυτό που άκουγα με τη μουσική από τη Bossa Nova και το τοτινό κείμενο για τις «Αντιλόπες»… εξίσου αινιγματική, εξίσου της αναχώρησης και της αναζήτησης.
Σε οπτική αντιστοιχία, με το επώνυμό της, η Λιούλιου δεν πήρε απλώς άριστα 10. Πήρε 11. Ο Λαέρτης Βασιλείου και ο Μιλτιάδης Φιορέντζης, αλλά βέβαια και η μετάφραση από την Έρι Κύργια, ήταν καθοριστικοί παράγοντες για το εξαιρετικό ομαδικό αποτέλεσμα μιας ψυχογραφικής ματιάς του τύπου «En avant l’ existence», χωρίς να μιμείται την εικόνα, αλλά με το να δείχνει τι κρύβεται μέσα της. Όλη η πρόταση είχε κάτι από γαλλική σκέψη, που μεσολαβούσε διακριτικά και ανεπαίσθητα, ακόμη και σε εκείνον το χαριτωμένο μπερέ… Ήταν μια παράσταση της αστικής, μη κερδοσκοπικής εταιρείας θεάτρου blue plaque.
*Ποιοι δεν αναφέρθηκαν αλλά συνέβαλαν:
video: Χρήστος Δήμας
Σκηνικά-Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Φωτισμοί: Εβίνα Βασιλακοπούλου
Φωτογραφίες: Μαριλένα Βαϊνανίδη
Δύσκολα πράγματα. Υπόγεια.
Σε αυτά τα δύσκολα, η σκηνοθέτης Σύλβια Λιούλιου πέτυχε. Εξαιρετική πρόταση, ξεκάθαρος ο προβληματισμός, γύρω από το θέατρο του λόγου και με διακριτική τη συμμετοχή του κειμένου στην παράσταση, στο Bios Basement. Στο πλευρό των ηθοποιών- Λαέρτη Βασιλείου και Μιλτιάδη Φιορέντζη- βρίσκονταν οι σκιές των προσώπων: της Γκέρντας, του Άξελ, του Φρέντρικ… Εν προκειμένω, αυτό το Θέατρο της εμπρόθετης εγρήγορσης, στον ειρμό της οποίας η πληθώρα των προσώπων-εικόνων θα μπορούσε να αποβεί αποπροσανατολιστική, χτίζει πάνω στην Ανατολή του εφήμερου(σώμα του ηθοποιού) και, μέσα στον ίδιο χρόνο, πάνω στη Δύση του αιώνιου(γήινο και πέτρινο στοιχείο της κληρονομιάς). Προφανώς, σε αυτόν τον «Πελεκάνο», η ιδέα της θεατρικότητας a priori ανακτά τα εχέγγυα του ελεύθερου λόγου, χωρίς την εξάρτηση από το σώμα των εικόνων. A posteriori, η φωνή του κειμένου γλιστρά από τους δύο πολυπρόσωπους εναλλάξ πυλώνες, για να πέσει άμεση, υποβλητική, αινιγματική και να ενσωματωθεί με το κοινό της παράστασης. Ως εκ τούτου, παράγεται «ένα διαβολικό καπρίτσιο ή μια παρόρμηση», που αν και ο συγγραφέας δεν μπορούσε να εξηγήσει, η Σύλβια Λιούλιου τα έντυσε με μια σύγχρονη ματιά, μειώνοντας τις αποστάσεις ανάμεσα σε παλιό και νέο, ηθοποιό και θεατή. Έξυπνη φόρμα, σωτήρια αλλά και πέλεκας, συγχρόνως, για τους ηθοποιούς, που πρέπει να δίνουν την αλήθεια της φωνής αντί για τη φλυαρία της υπερβολής. Το videoκλείσιμο με το σκοτεινό νανούρισμα, της θάλασσας, τη στιγμή που και οι δύο, Λαέρτης Βασιλείου και Μιλτιάδης Φιορέντζης, υψώνουν το βλέμμα και κοιτούν την εικόνα της, σαν να κάνουν image therapy, συμβολίζει παράλληλα με το έργο, αυτή τη γλύκα της ξενότητας. Το αντίθετο της τυραννίας της οικειότητας.
Στη διάρκεια της παράστασης, με περιβάλλει μια ζεστή οικειότητα. Η μουσική του Δημοσθένη Γρίβα- που ακόμη δεν ήξερα ότι ήταν δική του- συνέβαλε σε αυτό πολύ. Είχε μια ταυτότητα, συγκρίνοντας αυτό που άκουγα με τη μουσική από τη Bossa Nova και το τοτινό κείμενο για τις «Αντιλόπες»… εξίσου αινιγματική, εξίσου της αναχώρησης και της αναζήτησης.
Σε οπτική αντιστοιχία, με το επώνυμό της, η Λιούλιου δεν πήρε απλώς άριστα 10. Πήρε 11. Ο Λαέρτης Βασιλείου και ο Μιλτιάδης Φιορέντζης, αλλά βέβαια και η μετάφραση από την Έρι Κύργια, ήταν καθοριστικοί παράγοντες για το εξαιρετικό ομαδικό αποτέλεσμα μιας ψυχογραφικής ματιάς του τύπου «En avant l’ existence», χωρίς να μιμείται την εικόνα, αλλά με το να δείχνει τι κρύβεται μέσα της. Όλη η πρόταση είχε κάτι από γαλλική σκέψη, που μεσολαβούσε διακριτικά και ανεπαίσθητα, ακόμη και σε εκείνον το χαριτωμένο μπερέ… Ήταν μια παράσταση της αστικής, μη κερδοσκοπικής εταιρείας θεάτρου blue plaque.
*Ποιοι δεν αναφέρθηκαν αλλά συνέβαλαν:
video: Χρήστος Δήμας
Σκηνικά-Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Φωτισμοί: Εβίνα Βασιλακοπούλου
Φωτογραφίες: Μαριλένα Βαϊνανίδη