Στην προκειμένη περίπτωση, είναι δικό μας το αυθεντικό, το ακέραιο, το ιδιαίτερο. «Σουρεαλιστικό» -παντού πια εκτίθεται ο όρος- είναι το έργο του Κυνόδοντα. Όχι, το Κάστρο της Αγνότητας, που σε μερικές από τις σκηνές του, το επικό ξέσπασμα του πατέρα και της μητέρας, ψηλά στο μπαλκόνι, μας προκαλούν το γέλιο. Για την εποχή του, σαφώς, το θέμα του εγκλεισμού ενείχε μεγάλη σημασία. Όμως, πέρα από το κοινό θέμα, αυτό του εγκλεισμού, άλλα κοινά σημεία δεν εντοπίζονται. Αντίθετα, η μητέρα και ο πατέρας δεν είναι σύμμαχοι, της τρέλας, απέναντι στα παιδιά τους, όπως παρατηρείται στον Κυνόδοντα, αλλά η μητέρα παίρνει το μέρος των παιδιών. Κατ’ επέκταση, είναι η γυναίκα-θύμα και σκιά του άντρα. Καμία διασύνδεση με το σουρεαλισμό επομένως. Και κανένα γλωσσικό παιχνίδι, ούτε κατασκευής και αποσκευής, ούτε κυματισμού καν, όπου θα βλέπαμε τη γλώσσα να ξεβράζει τις λέξεις, σε περιβάλλοντα-νοητά ενδεχόμενα, για να τις ακούμε όπως ποτέ δεν θα τις είχαμε φανταστεί. Ενώ στον Κυνόδοντα, η ίδια η γλώσσα είναι χαμένη στη μετάφρασή της, μέσα σε ένα αέναο ταξίδι, όπου η λέξη-αποσκευή δεν έχει προορισμό, λόγω του εγκλεισμού των προσώπων, στο Κάστρο της Αγνότητας, το τοπίο είναι ξεκάθαρο.
Ούτε το «κλειστοφοβικό», στην τέχνη, ισχύει. Ισχύει η αίσθηση, μιας φωτοσκίασης που αλλάζει τον τρόπο να βλέπεις και να αφουγκράζεσαι τα αντικείμενα. Παρεμπιπτόντως, στον Κυνόδοντα, τα πάντα ήταν μέσα στο λευκό. Υπήρχε η αίσθηση της φωτεινότητας, της απόλυτης τρέλας-κατασκευής, στην οποία το άτομο βρισκόταν υπό εγκλεισμό, όχι μόνο για να αποδοθεί η έννοια της μεταδόσιμης εξουσίας και του ελέγχου, από τους γονείς στα παιδιά και από παιδί σε παιδί, αλλά κυρίως για να τονιστεί η αρχή της διαφοράς εν γένει. Καθώς η διαφορά υπάρχει και είναι αυθύπαρκτη χωρίς την επιθυμία να μειωθεί σε διαφορά ιδιότητας και άρα, σε αιτία σωφρονισμού. Επίσης, στο Κάστρο της Αγνότητας, η μητέρα παίζει, άρα συμμετέχει με τα παιδιά στο παιχνίδι, αντί να τα χρονομετρεί απλώς και να τα παρατηρεί. Αυτά τα παιδιά – ο Μέλλον, η Ουτοπία και η Θέληση- του Ρίπσταϊν δηλώνουν ανυπάκουα: αφορμής δοθείσης, όταν η μεγάλη κόρη γράφει το γράμμα, υποθετικά απευθυνόμενη στα όργανα της τάξης για να τη σώσουν από την άρρωστα οργανωμένη ζωή τους. Στον Κυνόδοντα, αντίθετα, ξέρουμε ότι τα παιδιά-μικροί ενήλικες είναι πεπεισμένα για αυτό που συμβαίνει και την ορθότητά του, χωρίς να καταβάλουν προσπάθεια να φύγουν. Το αεροπλανάκι πρέπει να το μαζέψει ο πατέρας. Κανείς δεν φεύγει έξω από τα όρια του φράκτη. Ώστε, η μνησικακία, μια άλλη παράμετρος άθικτη ως αυτό το σημείο, επιβάλλεται να ρίξει φως στον τρόπο με τον οποίο συντηρεί τη μαλθακότητα και την αδράνεια, και διά αυτών επίσης συντηρείται. Στο Κάστρο της Αγνότητας, το ηθικό βάρος περιγράφεται μόνο. Το παράλογο δεν είναι το διαφωτιστικό, αλλά το εκφραστικό μέσο για το τέλος, στον άξονα της ταινίας. Άραγε, αν δεν μάθαινα για το στόρι της δήθεν αντιγραφής, δεν νομίζω ότι θα πρόσεχα με ενδιαφέρον αυτήν την ταινία. Ο Κυνόδοντας πρέπει να πάρει δικαιώματα και ο Λάνθιμος να ζητήσει και τα ρέστα. Από τους Ελληναράδες που διαψεύδουν αυτό που δεν καταλαβαίνουν. Τον ίδιο το δημιουργό μέσα τους.
No comments:
Post a Comment