6.12.11

Χρίσματα: για εκείνους που ήρθαν αλλά το έχασαν και για εκείνους που θα ήθελαν

Χρίσματα, Ελληνοαμερικανική ένωση, 5.12.2011

Είναι ιδιαίτερη χαρά για μένα να βρίσκομαι απόψε εδώ και να μιλώ για την ποιητική συλλογή Χρίσματα του Νάνου Βαλαωρίτη που κυκλοφορεί από την Κοινωνία των (δε)κάτων. Και αυτό, όχι μόνο επειδή, ανατρέχοντας πίσω στο χρόνο, θυμάμαι πως πριν από μερικά χρόνια, το 2005, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, γνώρισα το Νάνο Βαλαωρίτη εδώ στην τότε παρουσίαση της αγγλόφωνης ποιητικής του συλλογής Pan Daimonium αλλά και επειδή θεωρώ ιδιαίτερα συμβολικό τον τίτλο της ποιητικής συλλογής, που παρουσιάζουμε απόψε. Χρίσματα: από ποιον σε ποιον ή και σε ποιους; Από τον ποιητή στο κοινό του, στους αναγνώστες που χωρίς να ψάχνουν, βρίσκουν; Ή μήπως χρίσματα από τη μούσα, τη συλλογική ποιητική συνείδηση προς τον ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη, των Τεχνών και των Γραμμάτων; Χρίσματα ή Χ(α)ρίσματα για να υπάρχουν αναγνώστες. Πέραν των διαφορετικών τίτλων, όλοι μοιραζόμαστε εδώ απόψε έναν κοινό: είναι αυτός του αναγνώστη, που θέτει τα «περιεχόμενα» της ζωής υπό εξέταση· τα δεδομένα είναι σε εφεδρεία, δηλαδή διόλου σε αχρηστία, αλλά αντίθετα,-για να θυμηθούμε την ακριβή σημασία του ονόματος,- έτοιμα να λάβουν μέρος στη μάχη. Ποια μάχη; Στη «μάχη» της επινόησης. Και επινοεί ένας αναγνώστης που θέτει το νοείν στο είναι, ως αν να συμπίπτουν. Συνεπώς, ο αναγνώστης εκτός από σύγχρονος και ιδανικός, στην περίπτωση της ποίησης, καλείται να γίνει ενεχόμενος: διότι ενσυνείδητα ταξιδεύει στο χρόνο. Ταξιδεύοντας στο χρόνο, οργώνει την ατομικότητά του…

Ο σκοπός του ποιήματος, όμως, ποιος είναι; Να μας προκαλέσει συγκίνηση; Να μας εμπνεύσει; Ή να διεγείρει τη φαντασία και το ενδιαφέρον μας, δημιουργώντας μια μετα-πραγματικότητα; Και τα 86 ποιήματα είναι «Χρίσματα» που σημαίνει ότι εκτός από τους προαναφερθέντες ρόλους που έχουν, συμβαίνει να είναι: επινοήσεις της στιγμής, επεμβάσεις στο καθημερινό, η διαστολή του οποίου γεννά το ιδιαίτερο. Και ως ιδιαίτερο ας εκληφθεί το αποτέλεσμα της σχέσης πολιτικού και προσωπικού. Δεν είναι λίγοι οι στίχοι που έρχονται να το επιβεβαιώσουν. Όμως δεν είναι εύκολο, κάθε φορά, οι στίχοι να αποσπαστούν από το υπόλοιπο ποίημα, διαιρώντας την καθολικότητά του. Επειδή το ύφος γραφής του Νάνου Βαλαωρίτη, παρά την ηλικία του, δεν γίνεται διόλου διδακτικό. Απεναντίας. Παραμένει ζωηρό, φρέσκο, αναγκαίο. Ώστε κάθε ποίημα δείχνει να έχει δημιουργηθεί από μιαν ανάγκη, να ενσαρκώσει κάποιο μήνυμα, χωρίς όμως να απεκδυθεί τον εαυτό του, δηλαδή την προφορικότητα, το ρυθμό, την αποσπασματικότητα από στροφή σε στροφή· ενόσω, ο κορμός του ποιήματος υπακούει στον κανόνα του παιχνιδιού, αντί απλώς να εισακούεται η φωνή ενός μεγάλου ποιητή. Ο Νάνος Βαλαωρίτης είναι ποιητής και συγγραφέας. Δεν παίζει το συγγραφέα ούτε τον ποιητή, παίζει με το υλικό της γραφής.

Χαρακτηριστικά επιλέγω: από το ποίημα «Αντιφών» -σ. 102- τη «μέση» του:
δεν ξέρω αν πρέπει να συνεχίσω
να γράφω όπως έγραφα εδώ και
είκοσι χρόνια ήμουν μεθυσμένος
τότε με τον εαυτό μου τώρα στέγνωσε

η προσδοκία για κάτι διαφορετικό
το χειρότερο γίνεται όλο και πιο συχνό
γι’ αυτό κατάντησα υπεραισιόδοξος
βλέποντας και κάνοντας γύρω μου

etc. etc

Σε αυτό το σημείο γίνεται αντιληπτή και ευδιάκριτη η φωνή του ποιητή, ενώ δεν εκφράζει παρά αυτήν την καθημερινή αγωνία του ενσυνείδητου ανθρώπου που «φυλλομετρά» τη ζωή, ώστε να αντιλαμβάνεται τη φθορά του χρόνου και άρα, των αισθημάτων. Αν μάλιστα αυτό το νόημα της φθοράς ιδωθεί ρητορικά, δοκιμιακά, και ανατρέξουμε Στη διαλεκτική του Διαφωτισμού –εκδ. Νήσος, Αθήνα 1996- των Μαξ Χορκχάιμερ- Τεοντόρ Αντόρνο, ότι «χρόνος είναι η εσωτερική μορφή οργάνωσης της ατομικότητας», είναι εφικτό να δούμε τον τρόπο με τον οποίο η εξωτερικότητα των ετερόκλητων γεγονότων μετατρέπεται σε εσωτερικότητα. Ο θόρυβος του εξωτερικού χρόνου υποδηλώνει τον ήχο του εσωτερικού χρόνου. Εν δυνάμει αποτελεί το είδος της εσωτερικής ακρόασης. Και τότε, ως ένας σύγχρονος Οδυσσέας- «Οδυσσέας» από το «Οδύσσομαι», που σημαίνει εξοργίζομαι- αλλά σε χειρότερη μοίρα από τον ομηρικό Οδυσσέα, ο ποιητής ακροάζεται τον κόσμο και εμπλουτίζει τη γλώσσα της ποίησής του με όσα συμβαίνουν και επισυμβαίνουν γύρω μας: άλλοτε σε μικρές κλίμακες, άλλοτε σε μεγαλύτερες. Τα Χρίσματα του Νάνου Βαλαωρίτη είναι 86 τουλάχιστον εικόνες για το τοπικό, το πολιτικό, το φυσικό.

Δεν φεύγουμε ακόμη από τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού. Η επιλογή να γίνει αναφορά στους Χορκχάιμερ, Αντόρνο δεν ήταν τυχαία. Διότι, στο πρώτο παράρτημά της, επιχειρούνται διεξοδική ανάλυση του μύθου του Οδυσσέα και αναγωγή του στο σήμερα, στην εποχή μετά το Διαφωτισμό. Ας παρατεθεί ένα μέρος του κειμένου, όπως είναι: "αυτό είναι το μυστικό στις διεργασίες μεταξύ έπους και μύθου: ο εαυτός δεν αποτελεί την άκαμπτη αντίθεση προς την περιπέτεια, αλλά στην ακαμψία του αρχίζει να διαμορφώνεται μόνο μέσω αυτής της αντίθεσης· η έννοιά του βρίσκεται απλώς στην πολλαπλότητα αυτού που αφαιρεί την ενότητα. Ο Οδυσσέας, όπως οι μεταγενέστεροι ήρωες όλων των καθαυτό μυθιστορημάτων, πετάει τρόπον τινά τον εαυτό του προκειμένου να τον αποκτήσει· την αλλοτρίωση από τη φύση την πραγματοποιεί παραδιδόμενος στη φύση, με την οποία αναμετριέται σε κάθε περιπέτεια, και κατά ειρωνικό τρόπο θριαμβεύει αυτή η αδυσώπητη που τη διατάζει καθώς επιστρέφει αδυσώπητος στο σπίτι του. (..) Στο ομηρικό στάδιο ανάπτυξης, η ταυτότητα του εαυτού είναι τόσο πολύ συνάρτηση του μη ταυτόσημου, των ασυνάρτητων, μη αρθρωμένων μύθων, που πρέπει να δανείζεται από αυτούς την ύπαρξή της. Η εσωτερική μορφή οργάνωσης της ατομικότητας, ο χρόνος, είναι ακόμη τόσο αδύνατη, που η ενότητα των περιπετειών παραμένει εξωτερική, καθώς η διαδοχή τους εκτυλίσσεται ως αλλαγή των τόπων δράσης, χώρων αφιερωμένων σε τοπικές θεότητες, στους οποίους η φουρτούνα έριχνε το πλοίο(..). "

Γι’ αυτό, λοιπόν, σε συνέχεια με τα παραπάνω, η μοίρα του ποιητή είναι πλέον σε μια κάπως ‘‘χειρότερη’’ βάση. Διότι, έχει τόσο καλλιεργηθεί αυτή η κουλτούρα της εξατομίκευσης και έχει αρθρωθεί τόσο η σημασία του Λόγου και της ορθολογικότητας, στο σήμερα, ώστε ο ποιητής καλείται να μεταβαίνει σε πολλαπλά επίπεδα, με την επιδίωξη να δείξει ότι η γλώσσα είναι η περιπέτεια, το πρώτο ταξίδι και το αρχέγονο παιχνίδι πέραν της λογικής και του μαστιγώματος που προκαλεί, αν της υπεξαιρεθεί το μέταλλο της αίσθησης, της συναίσθησης αλλά και της ενσυναίσθησης. Πλέον, οι μύθοι είναι αρθρωμένοι και ο ρόλος της ποίησης είναι να εφεύρει τη συνέχειά τους στο χρόνο. Άρα, από το πόσο διασφαλίζεται αυτή η συνέχεια των μύθων στο χρόνο, εξαρτάται και ο χαρακτήρας της εσωτερικής μορφής της ατομικότητάς μας. Από τη συνέχεια των μύθων-χρισμάτων εξαρτάται το μέλλον της ίδιας μας της εσωτερικότητας: όπου ‘‘μέλλον’’, ίσον αίσθηση, συνείδηση, ενσυνείδητη ροή εικόνων και εντυπώσεων, αλλιώς, ‘‘περιεχόμενα ζωής’’ ή κάμψεις περιπέτειας. Συμπερασματικά, λοιπόν, αυτή η πορεία μετάβασης στο πολλαπλό, αυτός ο στόχος έκφρασης του άλλοτε αδιαίρετου μυθικού και η ερμηνεία του σε υποδιαιρέσεις μυθολογικού, είναι μια πορεία επιστροφής στη φύση: στη φύση του σώματος, στη σωματικότητα, καθώς ο ποιητής γράφει με τους χυμούς νου και σώματος, αντί να υπακούει σε μια στείρα εκπαιδευτική στάση, με την πλάτη όρθια στην καρέκλα. Η ποίηση αφορά στην παιδευτική κα-τά-στα-ση, στην ακοή και του σώματος, καθώς εκτίθεται στην περιπέτεια της ζωής ούτως ώστε να την εμπεριέχει.

Μια ματιά από το τέλος προς την αρχή, μια εξέταση στα περιεχόμενα της συλλογής Χρίσματα δίνει ήδη ένα νέο ποίημα-λίστα, έτοιμο να ειπωθεί ενώπιον των ξένων άλλων, σε ένα μπαρ underground. Αυτό, η εκφορά του τυχαίου ως η ραχοκοκαλιά του αδέσμευτα νέου, προκύπτει μέσα από τη στενή παρακολούθηση του καθημερινού, του προφορικού, του ανεπιτήδευτου. Ο Νάνος Βαλαωρίτης δεν κατονομάζει τα «Χρίσματα». Ξεκινά να γράφει «για» τα χρίσματα. Από μια αιτία, για ένα σκοπό. Τα χρίσματα, οπότε, είναι το μυστικό στη διεργασία γραφής και πραγματικότητας. Περί ποιας πραγματικότητας, άλλωστε, ο λόγος; Αν μπορούσαν, οι απαντήσεις να είναι εύκαιρες, δεν θα υπήρχε και λόγος να γράφεται ποίηση, ή να διαβάζονται τα δοκίμια. Επ’ ευκαιρία, μήπως η ζωηρή ποίηση, - και δανείζομαι εδώ την τελευταία στροφή από το ποίημα «Για τα χρίσματα»- μυθιστορίες αληθινών γεγονότων/ για τους καιρούς που φεύγουν πανι-/κόβλητοι, για τα χρίσματα/ που υψώνονται πανύψηλα γύρω μας», μήπως αυτή η ποίηση προσφέρεται για να διαβαστεί πέραν της αυτονομίας της; Συμβολικά, δημιουργικά, υπερρεαλιστικά και ρυθμικά, αυτά τα ποιήματα θίγουν έναν ερωτισμό ακριβώς επειδή παραβαίνουν ηδονικά το πλαίσιο, όπου έχουμε συνηθίσει να τοποθετούμε τα ονόματα και δοκιμάζουν τις αισθήσεις μας. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Τα δέντρα εκπολιτίζονται», διαβάζουμε:
Τα δέντρα έμαθαν να τρώνε/ στο τραπέζι να χρησιμοποιούν/μαχαιροπίρουνα και σφυροδρέπανα/ έμαθαν να τραγουδάνε εξαίσια/ η χορωδία των δασών ήταν το κάτι άλλο/ υπέκυψαν στον πειρασμό των γυναικών… etc etc.

Εδώ, εκτός του ότι μια νέα οικογένεια ονομάτων/σημαινόντων επινοείται, διαπιστώνεται πως η συμβολική αναφορά στα προσωποποιημένα δέντρα συνιστά μια μετα-πραγματικότητα, υπό την αφήγηση της οποίας το «δέντρο» θα μπορούσε να εκδικείται τον άνθρωπο-κτήτορα, υφαρπάζοντας την περιουσία του, αλλά και θα μπορούσε να του προσομοιάζει, καθώς το ποίημα κλείνει με το ότι –εννοείται τα δέντρα- «είχαν ανακαλύψει φαίνεται/ της ηδυπάθειας τα αγαθά». Κατά συνέπεια, πότε συμβαίνει αυτή η πράξη της «ανακάλυψης»; Συμβαίνει όταν «φυσάει ο βοριάς», δηλαδή, ο λόγος διεκδικητής, πυρήνας κινήτρων και εξουσίας, επιθυμίας και επιβολής, ώστε να απελευθερώνονται οι ορμές, τα άγρια ένστικτα, της φύσης, έναντι της κοινωνίας, την πρόσληψη της οποίας πλέον μεσιτεύει μια ηδονισμένη κατάσταση. Την ίδια ηδονή, του Οδυσσέα με προορισμό την Ιθάκη, δοκιμάζει ο Νάνος Βαλαωρίτης, ενώ προορίζεται να δείξει ότι η γραφή αφορά σε μια διεργασία μύθου και πραγματικότητας. Έχει σοβαρότητα με το να γίνεται παιχνίδι, φυσική απόληξη, όπως όταν διψάμε και πίνουμε ένα ποτήρι νερό. Αυτό είναι: τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Όμως, αν το δούμε ποιοτικά, αναγκαίο.

Στο σημείο αυτό, ενώ το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στο αναγκαίο, θα έλεγα ότι και τα 86 ποιήματα, εκτός από κάμψεις περιπέτειας, έρχονται να δείξουν όχι τι αποφάσισε ο ποιητής, για τα γεγονότα, αλλά τι αισθάνθηκε με αφορμή τα γεγονότα- τα χνότα των άλλων. Γι’ αυτό και η καθολικότητα της αίσθησης διανοίγει το γεγονός, σαν να του παρείχε οξυγόνο, για σκέψη και περισυλλογή.
Ως προς αυτό ας διαβάσω το ποίημα «Η πραγματικότητα».
Ακροποδητί για να περάσει/ τα νομοσχέδιά της που είναι /παραληρηματικά: τα διαβάζω/ για να ενημερωθώ- ξύπνιος/ όλη νύχτα-τίποτα εκεί μέσα/ δεν με διασκεδάζει-αρχίζω/ να νυστάζω-μια σαύρα/ που έγινε πριγκίπισσα στο/ παραμύθι με πλησιάζει/ κάνει κρύο στο στούντιο/ η ΕΡΤ είναι γεμάτη φαντά-/σματα που κυκλοφορούν/ αόρατα- φαίνονται μόνο/ τα κέρατα και η ουρά τους/ που φωσφορίζουν στο σκοτάδι

Ποιοι είναι; …
(γενάρης 2008)

Εμφανές είναι ότι «Στην Πραγματικότητα» η ιδέα της σαύρας-πριγκίπισσας σε αντιπαράθεση με την ΕΡΤ και τα φαντάσματα, δίνει τροφή στην κίνηση της φαντασίας μας, ενώ ελεύθερα κυνηγά το τέλος, τη ρητορική ερώτηση του ποιήματος. Και ίσως μιαν απάντηση, να μπορούσε να δοθεί, ως ποιητικό δάνειο από την ίδια συλλογή: είναι «οι μνηστήρες» που «έτρωγαν λουκουμάδες»…

Κλείνοντας, ας τεθεί ότι πέραν της απόλαυσης της ποίησης, ζητούμενο είναι και το να δεχτούμε την ποίηση. Ανατρέχοντας στον Έλιοτ και στα 7 –όχι θανάσιμα αμαρτήματα-αλλά δοκίμια για την ποίηση, -εκδ. γράμματα 1982-, μνημονεύω κάτι που θεωρώ σημαντικό (σ.91): «όταν γράφεις στίχο που δεν προορίζεται για δράμα, γράφεις νομίζω, με εκφράσεις της δικιάς σου φωνής: ο τρόπος που ακούγεται όταν το διαβάζεις στον εαυτό σου είναι η απόδειξη. Γιατί ο εαυτός σου είναι που μιλάει».

Και ρωτώ. Ποιος εαυτός λοιπόν; Οι παθητικοί άλλοι, φωνές εντός μας; Οι ενεργητικοί άλλοι, στο βαθμό που γράφουμε έχοντας ενσαρκώσει τη δική μας φωνή, σάρκα από τη σάρκα τους; Προφανώς και αυτά τα δύο συνυφαίνονται. Για να μιλήσω ξανά διά του Έλιοτ, -πάλι αντιγραφή- τρεις είναι οι φωνές της ποίησης. (σ.105). «Η πρώτη φωνή είναι του ποιητή που μιλάει στον εαυτό του ή σε κανέναν. Η δεύτερη, η φωνή του ποιητή που απευθύνεται σε ένα κοινό, είτε μεγάλο είτε μικρό. Η τρίτη είναι η φωνή του ποιητή όταν προσπαθεί να δημιουργήσει ένα δραματικό χαρακτήρα που να μιλάει με στίχο· όταν λέει, όχι ό,τι θα ‘λεγε μιλώντας ο ίδιος, αλλά μόνο ό,τι μπορεί να πει μέσα στα όρια ενός φανταστικού χαρακτήρα που απευθύνεται σε έναν άλλο φανταστικό χαρακτήρα». Συμπερασματικά, τα «Χρίσματα» του Νάνου Βαλαωρίτη, από την κοινωνία των (δε)κάτων έρχονται και σμίγουν τα τρία είδη φωνών του Έλιοτ, ώστε να συναποτελούν μια θεατρική, μουσική, ερωτική συμφωνία. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς καθώς στο διάστημα που γνωρίζω τον Νάνο, έχω υπάρξει συμμέτοχη της παρέας του Κοραή αλλά και της ζωντάνιας που αποπνέουν; Ευχαριστώ το Νάνο Βαλαωρίτη, το Νάνο, για τη γεύση αυτής της συμμετοχής. Και ευχαριστώ και το Ντίνο Σιώτη, και τους δυο τους, για την πρόσκληση απόψε, αλλά ευχαριστώ και εσάς, που μας ακούτε, ευχαριστώ και τους δασκάλους μου, στο ΕΜΜΕ της Καλαμιώτου και αλλού, για το κάλεσμα στην έμπνευση και τη συμμετοχή.

No comments: