Ειδικότερα, ενώ το εθνικό αναφέρεται σε ένα έθνος, το κοινωνικό αναφέρεται σε μια κοινωνία. Ωστόσο, στα πλαίσια του ιδανικού του εγώ- σύμφωνα με τον Φρόυντ[1] που έχει αναφερθεί στο ‘‘Οικονομικό πρόβλημα του μαζοχισμού’’, εκτός από το ατομικό εγώ υπάρχει και το αντίστοιχο κοινωνικό. Αυτό το τελευταίο είναι ‘‘το κοινό ιδανικό μιας οικογένειας, μιας τάξης, ενός έθνους’’. Συνεπώς, η έννοια της συλλογικότητας αναφέρεται στο τελευταίο κοινωνικό μέρος του ιδανικού του εγώ. Όταν οι προσδοκίες δεν εκπληρώνονται, τότε η συναίσθηση ενοχής προκαλείται αναπόφευκτα στο άτομο. Η συναίσθηση ενοχής είναι το λεγόμενο κοινωνικό άγχος και ενώ αρχικά ήταν ο φόβος τιμωρίας από τους γονείς –ή καλύτερα ο φόβος απώλειας της αγάπης τους-, πλέον ο κανόνας της συμπεριφοράς της ζωής είναι αυτός που εξελίσσεται σε έναν ηθικό μαζοχισμό για το άτομο.
Ο ηθικός μαζοχιστής επιδιώκει να τον μεταχειρίζονται σαν το μικρό αβοήθητο, κακομαθημένο παιδί, ιδίως σαν το κακό παιδί. Όταν λοιπόν ένας δηλώνει ότι είναι εθνικιστής –παρερμηνεύοντας τον όρο ‘‘εθνικισμό’’ ως αγάπη για την πατρίδα- τότε δεν μπορεί παρά να είναι και μαζοχιστής. Διότι, ο εθνικιστής που έστω αγαπά την πατρίδα, ερμηνεύει το κοινωνικό με όρους ενός έθνους, στα πλαίσια των οποίων βλέπει, φαντάζεται, οραματίζεται εχθρούς. Δεν είναι αυθύπαρκτος αλλά αντίθετα μέσω τρίτων, των φαντασιακών εχθρών του, ανακτά το κύρος του εαυτού του. Να θυμίσουμε ότι το έθνος δεν γέννησε τον εθνικισμό αλλά ο εθνικισμός γέννησε το έθνος. Ομοίως, η κοινωνία δεν γέννησε την κοινωνικοποίηση αλλά η κοινωνικοποίηση γέννησε την κοινωνία.
Όταν όμως ένας δηλώνει εθνικιστής με περηφάνια δεν μπορεί παρά να καταφέρεται εναντίον της κοινωνικοποίησης και της ίδιας της κοινωνίας. Όταν δηλώνει ότι οι εχθροί του τον ζηλεύουν, σε ποιους ακριβώς αναφέρεται; Προφανώς αναφέρεται στην ίδια του την ανάγκη να δείχνει στους άλλους ότι είναι σημαντικός πολεμιστής εφόσον έχει εχθρούς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο εθνικιστής ως μαζοχιστής βιώνει την απώλεια –του παλιού ένδοξου παρελθόντος, όπου το ένδοξο είναι το ήρεμο και άρα ασφαλές- μέσω της οδύνης και του πόνου στο παρόν. Η μετουσίωση του παρόντος άγχους στη γλώσσα αποκαλύπτεται λεκτικά, σε επίπεδο επικοινωνίας, μέσα από την αποστροφή για την ίδια την επικοινωνία. Η τουναντίον θέαση του κόσμου δεν εξυπηρετεί παρά στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας φόβου, όπου ξεφυτρώνουν οικίες-υπερπαραγωγές – με σάουνα, πισίνα, γυμναστήριο ή εκκλησάκι- εκτός βέβαια αν ο εν λόγω κύριος είναι υπερχρεωμένος.
Ο ηθικός μαζοχιστής επιδιώκει να τον μεταχειρίζονται σαν το μικρό αβοήθητο, κακομαθημένο παιδί, ιδίως σαν το κακό παιδί. Όταν λοιπόν ένας δηλώνει ότι είναι εθνικιστής –παρερμηνεύοντας τον όρο ‘‘εθνικισμό’’ ως αγάπη για την πατρίδα- τότε δεν μπορεί παρά να είναι και μαζοχιστής. Διότι, ο εθνικιστής που έστω αγαπά την πατρίδα, ερμηνεύει το κοινωνικό με όρους ενός έθνους, στα πλαίσια των οποίων βλέπει, φαντάζεται, οραματίζεται εχθρούς. Δεν είναι αυθύπαρκτος αλλά αντίθετα μέσω τρίτων, των φαντασιακών εχθρών του, ανακτά το κύρος του εαυτού του. Να θυμίσουμε ότι το έθνος δεν γέννησε τον εθνικισμό αλλά ο εθνικισμός γέννησε το έθνος. Ομοίως, η κοινωνία δεν γέννησε την κοινωνικοποίηση αλλά η κοινωνικοποίηση γέννησε την κοινωνία.
Όταν όμως ένας δηλώνει εθνικιστής με περηφάνια δεν μπορεί παρά να καταφέρεται εναντίον της κοινωνικοποίησης και της ίδιας της κοινωνίας. Όταν δηλώνει ότι οι εχθροί του τον ζηλεύουν, σε ποιους ακριβώς αναφέρεται; Προφανώς αναφέρεται στην ίδια του την ανάγκη να δείχνει στους άλλους ότι είναι σημαντικός πολεμιστής εφόσον έχει εχθρούς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο εθνικιστής ως μαζοχιστής βιώνει την απώλεια –του παλιού ένδοξου παρελθόντος, όπου το ένδοξο είναι το ήρεμο και άρα ασφαλές- μέσω της οδύνης και του πόνου στο παρόν. Η μετουσίωση του παρόντος άγχους στη γλώσσα αποκαλύπτεται λεκτικά, σε επίπεδο επικοινωνίας, μέσα από την αποστροφή για την ίδια την επικοινωνία. Η τουναντίον θέαση του κόσμου δεν εξυπηρετεί παρά στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας φόβου, όπου ξεφυτρώνουν οικίες-υπερπαραγωγές – με σάουνα, πισίνα, γυμναστήριο ή εκκλησάκι- εκτός βέβαια αν ο εν λόγω κύριος είναι υπερχρεωμένος.
Τελικά θα πρέπει να προβληματιστούμε για την βαθιά αντικοινωνική διάθεση των ατόμων μέσα σε μια κατά τα άλλα επικοινωνιακή πραγματικότητα. Η αρχή της πραγματικότητας ωθεί τον μαζοχιστή εναντίον του εαυτού του, καθώς στρέφει το βλέμμα εκεί ακριβώς που θα δεχτεί χτύπημα. Συνεπώς, δεν είναι οι υπαρκτοί εχθροί αλλά οι επινενοημένοι αυτοί που τρέφουν τον μαζοχιστή-εθνικιστή. Η απορία είναι γιατί προβάλλονται άνθρωποι που φέρουν το σύνδρομο αυτής της ανάγκης για προδέρμ. Είναι τόσο γενναιόδωρος ο τηλεοπτικός χρόνος ώστε να μην κάνει διακρίσεις μεταξύ θεμάτων; Μήπως τελικά αντιμετωπίζουμε το θάνατο του θέματος και την παρανοημένη καπηλεία των ανόητων λέξεων, των λέξεων χωρίς λογαριασμό;
[1] Βλ. Σίγκμουντ Φρόυντ Ναρκισσισμός, Μαζοχισμός, Φετιχισμός, εκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1991, σ.42
No comments:
Post a Comment