7.8.11

Πού πήγε το κίνητρο;

Υπήρξε κίνητρο, για να αραδιάσω μέχρι και φθινοπωρινά φύλλα, του 2008 και του 2009, στα σανίδια του καθιστικού, κυριακάτικα. Το κίνητρο ήταν ένα δημοσίευμα, που φυσικά δεν βρέθηκε. Στην πορεία, όμως, της ποθητής αναζήτησης, άξια και δίκαια θα έπαιρνα τον τίτλο της …miss Paper. Ανάμεσα στο πολύ και στο περισσότερο-καθώς, πάντα υπάρχει χώρος για μία ακόμη κομμένη σελίδα στα «κρατημένα»-, πίσω στα παλιά και στα παλιότερα, ξεφυλλίζω και ξεκαθαρίζω: τι θέλω και τι ανακυκλώνω. Ώσπου πέφτω επάνω σε μια δική μου χειρόγραφη σημείωση: «Μου αρέσουνε τα γαλλικά τυριά γιατί μυρίζουνε σαν τα άπλυτα πόδια μου». Είναι του Ακριθάκη, από το Σκέψεις και Ζωγραφοϊστορίες, των εκδόσεων Ίτανος, Αθήνα 2004, σε επιμέλεια της Μαρίας Κοτζαμάνη. Αν παρόμοιας αναλογίας ήταν και η λόξα του Νταλί, λοιπόν, όταν ονειρευόταν το καμεμπέρ και –στο Όνομα του Πατρός- «έπλαθε» τα Μαλακά Ρολόγια, ή την Επιμονή της Μνήμης, τότε έχουμε και λέμε: ο «άπλυτος χρόνος» εικονισμένος δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σε ένα μπουφέ με γαλλικά τυριά σε δίσκο, επάνω σε λευκό σεντόνι ή τραπεζομάντιλο, για ώρα να λιώνουν σε 39 βαθμούς κελσίου, ενώ εμείς ξυπόλητοι θα περιμέναμε τον κλήρο του μεσημεριού για ένα τσίμπημα. Και αυτό δεν είναι καινούριο, να προσδιορίζεσαι μετά τις διακοπές, έστω και τριήμερες. Είναι κομμάτι δύσκολο, κομμάτι καμεμπέρ. Άπλυτος χρόνος. Θα προτιμούσες να είχες χαθεί, λιώσει, εξαφανιστεί σαν το γαλλικό τυρί. Έλα όμως που το χάσιμο ή λιώσιμο έρχεται με το ξεπέρασμα αυτού του άπλυτου χρόνου. Σ’ αυτό το διάστημα της προσαρμογής, του νέου προσδιορισμού, καθώς οι προτεραιότητες πιέζουν, αγκαζέ με το άγχος, θυμάσαι και ξεχνάς, ξεχνάς και θυμάσαι. Α, β, γ, δ…και τα λοιπά, και τα λοιπά. Όσα έμειναν πίσω, παρέμειναν ίδια: από τις ειδήσεις μέχρι τα κουνούπια. Τώρα, όμως, που τα γαλλικά τυριά είναι πολυτέλεια για κωφούς απέναντι στο πρόβλημα, πολιτικής και οικονομίας, διαβάζω, πάλι μέσα από τα γράμματά μου, ένα κείμενο του Benjamin Constant από το Περί Ελευθερίας και Ελευθεριών, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 2000, σσ78-79: «Κάθε διάκριση μεταξύ των πιστωτών, κάθε έρευνα των συναλλαγών των ατόμων, κάθε αναζήτηση της πορείας που ακολούθησαν τα κυβερνητικά χρεόγραφα και των χεριών που άλλαξαν μέχρι να λήξουν, αποτελεί ήδη χρεοκοπία. Ένα κράτος δημιουργεί χρέη και εξοφλεί με χρεόγραφά του τους ανθρώπους στους οποίους οφείλει τα ανάλογα ποσά. Αυτοί οι άνθρωποι αναγκάζονται να πουλήσουν τα χρεόγραφα που τους έχει παραχωρήσει. Με ποιο πρόσχημα το κράτος θα επικαλούνταν αυτές τις πωλήσεις για να αμφισβητήσει την αξία των χρεογράφων του; Όσο θα αμφισβητεί την αξία τους, τόσο αυτή θα υποτιμάται. Το κράτος θα βασιστεί σε αυτή τη νέα υποτίμηση προκειμένου να τα δεχθεί σε ακόμη χαμηλότερη τιμή. Αυτή η διπλή διαδικασία αντιδρώντας στην ίδια τη μορφή της, θα εκμηδενίσει σύντομα την πίστη και θα οδηγήσει τους ιδιώτες στην καταστροφή. Ο αρχικός πιστωτής ήταν σε θέση να κάνει ό,τι θέλει με τον τίτλο του. Αν πουλούσε την πίστωσή του, το λάθος δεν θα ήταν δικό του, μιας και θα το έκανε οδηγημένος από την ανάγκη, του κράτους που τον πλήρωνε με ομόλογα που ήταν αναγκασμένος να πουλήσει. Αν πουλούσε την πίστωσή του σε εξευτελιστική τιμή, δεν θα έφταιγε ο αγοραστής που την απέκτησε με δυσμενείς προοπτικές. Θα έφταιγε και πάλι το κράτος, που δημιούργησε αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, και αυτό γιατί η τιμή της πίστωσης που πουλήθηκε, δεν θα κατρακυλούσε τόσο πολύ, εάν το κράτος δεν είχε εμπνεύσει κακοπιστία». Αυτό το απόσπασμα, του κεφαλαίου «Περί του Απαραβίαστου της Ιδιοκτησίας», σσ71-88, θα μπορούσε να είναι από το έργο Αποικία ο Εφιάλτης: όταν εμείς απλώς παρακολουθούμε τις εξελίξεις του Δ.Ν.Τ, της Λαγκάρντ, ύστερα από την απομάκρυνση του Στρος Καν, και αναμένουμε τα αμερικάνικα μεθεόρτια της παγκόσμιας κρίσης. Φύσηξε άνεμος μπουνιάς, πάει ο δίσκος, κάτω τα τυριά. Πού πήγε το κίνητρο, λοιπόν, στο δυτικότροπο θρίλερ του Δάσους της Προφορικότητας; Διαβάζεις κείμενα χωρίς να βλέπεις τον άνθρωπο πίσω από το όνομα και την υπογραφή του, ακούς λόγια χωρίς ουσία και βάθος… οριζόντια, φλύαρα, ανυπόστατα.

No comments: