Τι θα γινόταν αν…αν η Μόλλυ έβλεπε. Με αυτήν την υπόθεση, επηρεασμένος από τον διάσημο νευρολόγο και συγγραφέα Όλιβερ Σακς, ο Μπράιαν Φρίελ (1929-) γράφει τη «Μόλλυ Σουήνυ» για τρεις μονολογικούς χαρακτήρες, προσδιορίζοντας το θέμα του, το ενδεχόμενο η Μόλλυ να δει μετά την εγχείρηση -του κ. Ράις- με τις όποιες προεκτάσεις αυτής της σημαδιακής αλλαγής στη ζωή με τον άντρα της Φρανκ.
Σύμφωνα με τον Όλιβερ Σακς, τα τυφλά παιδιά έχουν την τάση να γίνονται «υπερλεκτικά», ήτοι, να μεταχειρίζονται περίπλοκες λεκτικές περιγραφές, αντί για οπτικές εικόνες. Προσπαθώντας να αρνηθούν την οπτικότητα, την αντικαθιστούν από τη λεκτικότητα. Συνεπώς, από αυτό προκύπτει ότι δίκαια το κείμενο και, ειδικότερα, ο λόγος της Μόλλυ είναι ένας ποιητικός τρόπος να ειπωθούν και να παρασταθούν τα πράγματα. Ο γύρος της φαντασίας στο μυαλό της Μόλλυ, ενώ αποκαλεί τα κρινάκια «γαλανομάτικα μωρά», συνάδει με αυτό που της συμβαίνει.
Το κείμενο του Φρίελ, οπότε, στηρίζεται σε ένα μνημονικό οδοιπορικό. Καθώς και οι τρεις –Μόλλυ, γιατρός Ράις, Φρανκ- γίνονται ιχνηλάτες αυτού που συνέβη και αφηγούνται την ιστορία που τους συνδέει. Ώστε, στον κοινό άξονα αυτής της ιστορίας, και οι τρεις μονολογούν με την πλάτη στη μνήμη, συνοδοιπόροι σε παράλληλες σχεδίες.
Κατά συνέπεια, σε συστοιχία με τα παραπάνω, γίνεται εμφανές πως ένα ποιητικό κείμενο, μονολόγων κατά βάση, θα απαιτεί και ένα λιτό σκηνικό, ώστε να είναι ποιητικά υποβλητικό. Πράγματι, στο θέατρο Άνεσις, η «Μόλλυ Σουήνυ» σε σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη, με την Ευδοκία Ρουμελιώτη, το Γιώργο Πυρπασόπουλο και το Δημήτρη Καραμπέτση, είναι μια παράσταση που σέβεται το κείμενό της, λιτή και απέριττη· είναι σύγχρονη, με την εντύπωση ότι ο αρχέγονος και εμβόλιμος ήχος του νερού, κατά διαστήματα, -απόλυτα συμβατός με την πραγματικότητα του έργου-, ενισχύει την αναλυτική ανθρώπινη διάθεση, ο χώρος να ερμηνεύεται, ώστε να γίνεται προσπελάσιμος· πλήρης.
Η μουσική της Νένης Ζάππα δένει με το υποβλητικό μπλε φωτιστικό σχεδιασμό του Νίκου Καβουκίδη, ενώ, στην πορεία της παράστασης, η υποψία του φωτός της ημέρας έρχεται να συμβολίσει το πέρασμα στη ζωή μετά την επέμβαση. Ενώ οι προβολές των ηθοποιών στο σκηνικό του Απόστολου Βέττα, ως θραύσματα της ιστορίας, υπενθυμίζουν ότι δεν βρίσκονται εκεί για να συνομιλήσουν παρά για να μιλήσουν τους μονολόγους σε ένα σκηνικό, στο βάθος του οποίου η παρουσία της μνήμης είναι άλλο τόσο απουσία, όπως ένα φαντασματικό δίχτυ που τους καλεί να το ανεβούν μέχρι το ρολόι να δείξει έντεκα, τη στιγμή που η αυλαία πέφτει χωρίς να έχει προηγηθεί διάλειμμα.
Και οι τρεις ερμηνείες των ηθοποιών -Ευδοκίας Ρουμελιώτη, Γιώργου Πυρπασόπουλου, Δημήτρη Καραμπέτση- οδηγούν το θεατή στο κείμενο, χωρίς μελοδραματικά ξεσπάσματα ή περιγραφικές κινήσεις, τα γνωστά στολίδια έκφρασης. Απεναντίας, η έκφραση παραμένει ουσιώδης, η φωνή είναι το «τεκμήριο», και ο εξωλεκτικός τόνος αυτός που διαμορφώνει την ιδιαιτερότητα των σχέσεων: πιο άμεσος και ζωηρός του Φρανκ, ενώ πιο συνεσταλμένος και σε περισυλλογή του κ. Ράις. Στο κέντρο αυτών, η Μόλλυ δεν είναι μόνο η ηρωίδα που έκανε την εγχείρηση με τίμημα να χάσει τον προηγούμενο βιορυθμό της καθημερινότητάς της.
Σε ένα μεταπραγματικό του κειμένου επίπεδο, πέρα από τις λέξεις, στη Μόλλυ προβάλλεται η ίδια τραγική ιστορία της Ιρλανδίας με τις 6 κομητείες της Βόρειας Ιρλανδίας- που ανήκουν στη Μ. Βρετανία- και τις 26 κομητείες, μία εκ των οποίων –εκτός από την ομώνυμη, τρίτη πολυπληθέστερη, πόλη της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας- είναι το Λίμερικ. Αυτό το όνομα αναφέρεται στο κείμενο του Μπράιαν Φρίελ, του συγγραφέα από τη Β. Ιρλανδία. Ώστε, όπως η Μόλλυ έκανε την επέμβαση και άρχισε να βλέπει, 40 χρόνια μετά, αλλά χωρίς να συνειδητοποιεί τις εικόνες, και η Ιρλανδία είναι από το 1973 μέχρι σήμερα στην Ευρωπαϊκή ένωση, χωρίς να συνειδητοποιείται το βάρος αυτής της διαίρεσης που έχει παγιωθεί.
Εν κατακλείδι, αν τελικά ισχύει η θέση του Βυγκότσκι, ότι «οι λέξεις πεθαίνουν όταν προάγουν τη σκέψη», πεθαίνουν και όταν προάγουν την αίσθηση. Η «Μόλλυ Σουήνυ», σε σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη, είναι και ένας τρόπος να αναλογιστούμε πώς και τι συνειδητοποιούμε από αυτά που βλέπουμε, στην εποχή της εικόνας, για να μας ορίσουν και να κάνουν αυτό το κυκλικό ταξίδι ‘‘της προσπάθειας, της αυτοσυγκέντρωσης και της υπομονής’’, για το οποίο μιλά ο γιατρός Ράις.
Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές
Σκηνοθεσία: Κοραής Δαμάτης
Σκηνικά - κοστούμια: Απόστολος Βέττας
Φωτιστικός σχεδιασμός: Νίκος Καβουκίδης
Μουσική: Νένη Ζάππα
Παίζουν: Ευδοκία Ρουμελιώτη, Γιώργος Πυρπασόπουλος, Δημήτρης Καραμπέτσης
Θέατρο Άνεσις-Ανδρέας Βουτσινάς
Κηφισίας 14, Αμπελόκηποι , +302107488881,
Δευτέρα & Τρίτη: 21.00
No comments:
Post a Comment