4.9.10

Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο...

Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο... από δάχτυλα στο νερό

Τα δάχτυλα στο νερό, τα είχα ώρα, δε θυμάμαι πόσο, δεν υπολόγισα.
Οι μικρές ρυτίδες υπέδειξαν το υγρό πέρασμα του χρόνου στο δέρμα.
Ως τότε δεν είχα καταλάβει, ότι μετρώ, μέσα στο φυσικό χρόνο, κανονικά.
Ότι ο χρόνος ασκεί επιρροή επάνω μου, τσιμπά το δέρμα, δεν έχει βελόνα.

Από κάτω τα κρύα ρεύματα έκαναν καλή δουλειά.
Την ένιωθα, την επίδραση του νερού, που θέριζε.
Το άστρο, από την αντανάκλαση του εαυτού, εκεί.
Λαμπύριζε στο βλέμμα, το έβλεπε ο άλλος απέναντι.
Μια ιστορία γεννιόταν από αυτό που αδυνατούσα να δω.

Δεν είχα καταλάβει τίποτε, ωστόσο, για την καταστροφή.
Γι’ αυτό που ερχόταν ληξιπρόθεσμα μέσα απ’ το σκοτάδι.
Χωρίς να υπολογίζει θεσμούς, απολαύσεις, βρέφη. Τίποτε.

Ο βυθός, που μακροημερεύει, πλήρης μυστικών, προνοεί.
Στέλνει φύκια, απεσταλμένους που τσιμπούν το δέρμα σου.
Σε αποσπούν από το έναστρο όραμα, αποζητάς το κοίταγμα.
Ξανά αναζητάς την επαφή με τον επιδερμικό βίο, στο νερό.

Τα δάχτυλα, αδούλευτα μένουν μέσα στο νερό, για πολλή ώρα.
Πόσο διάφανα τελείται αυτή η σπατάλη.
Μια πολυτέλεια χορεύει υπογράφοντας με ευαισθησία το δέρμα.
Αργά ή γρήγορα αυτό συνεπάγεται θυσία.

Ρυτίδες σκέτες. Κλωστές που μένουν ενοχλητικά, πώς συνεχίζεις;
Είναι μια αποκάλυψη, ότι τα δάχτυλα δεν είναι υψηλής προστασίας.
Αλλά είναι και βαθιά ενόχληση, συγχρόνως. Ώστε, κανόνες υπήρχαν.

Ανέπαφη, από παρουσίες τρίτων, υπέμενα στο ρίγος. Στο σκοτάδι.
Τα έβλεπα ανεξάρτητα τα πράγματα.
Αργότερα άρχισα να βλέπω κλίμακες.
Οι πρώην ανεξάρτητοι από μένα έχουν πλέον σχέσεις μαζί μου.
Είναι ίδιοι με μένα ενώ απαλλάσσονται από το παλιό δέρμα.
Από το παλιό φύκι που τσιμπούσε, κολυμπώντας παραπέρα.
Δεν είναι πια τρίτοι. Είναι άλλοι. Μη εγώ, εγώ σαν. Ομοιώματα.

Και από τότε τα πράγματα εγκυμονούν τη θυσία.
Τα δάχτυλα μου φαίνονται επίφοβα. Του σκοπού.
Είναι σε σχέση πάντα με τα δάχτυλα των άλλων.
Και έχω την ανάγκη να χαϊδεύομαι συχνότερα πια.

Για να είμαι απαλλαγμένη από κάθε ευθύνη, πρέπει να μένω ακίνητη.
Με τα δάχτυλα στο νερό να μουλιάζουν. Κι εγώ να μην κάνω τίποτα.
Για να μην τίθεται θέμα θυσίας, σύγκρισης, ιεραρχίας. Πριν και μετά.

Αρκετοί είδαν και σχολίασαν την αλλαγή επάνω μου.
Φαινόμουν αλλαγμένη από ευθύνες, που είχα αναλάβει.
Δεν είχα διευκρινίσει τίποτε για τα κενά, την απουσία.
Το ρίγος από την ανάγκη διερμηνείας μπροστά τους, ήταν ρυθμικό.
Όσοι δεν ερμηνεύουν, έχουν πρόβλημα με τα σύμβολα του τότε.
Θέλουν να σε παίζουν στα δάχτυλα, δεν έχουν γευτεί τα δάχτυλα.
Δεν υπάρχει όμως ο χρόνος πια, δεν δίνεται κι άλλη πίστωση χρόνου.
Το εικονικό παράξενα τρεμοπαίζει, με το πραγματικό. Όλα πλέκονται.
Κι εσύ βρίσκεσαι ανάμεσα σε δύο κόσμους, δεν ξέρεις τη συνέχεια.
Συνεχίζεται, η αγωνία παρατείνεται, από αντοχές ορίων διαπιστώνεις.
Ο χρόνος γίνεται και πάλι το ζήτημα. Το μεταλλαγμένο. Αντοχές ορίων.
Οι άπειρες δυνατότητες δεν αλλάζουν το χαρακτήρα. Η κλωστή κόβεται.

Περιστρέφομαι στο νερό. Σκέφτομαι.
Οι άνθρωποι παλεύουν για το χρόνο.
Συγκρούονται γι’ αυτό που δεν έγιναν.

Οι άλλοι όχι σαν εμένα τότε, μου έδιναν δύναμη.
Ρυθμικά αποκτούσα αυτοπεποίθηση, έκανα το σωστό.
Δεν είχα προδώσει τον εαυτό μου, και ο στόχος υπήρχε.

Τα δάχτυλα στο νερό κάνουν τα κύτταρα να φουσκώνουν.
Νεκρά κύτταρα, τα κερατινοκύτταρα, αλλάζουν από το νερό.
Νερό, ένας θανατηφόρος επιστολογράφος.
Αυτό που θρέφει, ταυτόχρονα το πλήττει.

Και αυτό που μένει, ωμά μουλιασμένα δάχτυλα, είναι αποκρουστικό.
Όχι απογοητευτικό. Αποκρουστικό. Διαλύει την κόρα. Λιώνει την αντοχή.
Ας μη μείνει η άρνηση σύξυλη από γόητρο και γοητεία. Το κρύο θερίζει.
Δεν έχω ξύλινη γλώσσα, δε μιλώ για να ανάβεις φωτιές, υπάρχει σύνθημα.
Δεν πρέπει να αφήσω τα δάχτυλα κι άλλο στο νερό, ήρθε η ώρα να φύγω.

No comments: