Κύμα έρχεται από το φθινοπωρινό ουρανό, μυστικό στην άμμο μένει. Επαναλαμβάνεται, συμπεριφέρομαι. Άνω κάτω γίνονται όλα, ένα χρώμα ατμοσφαιρικό ωριμάζει. Μείνετε για τον τρύγο, φωνάζει το τοπίο. Το μέλλον δεν είναι ξεκάθαρο, αν έχει βράχο, αν προέχει το στόμα. Τάζω κρασί, ο ουρανός ζητά μέθη, μία έκφραση προσώπου κοντινή στη μακροθυμία της θάλασσας. Ξεπερνώ τα όρια, προχωρώ με πάθος, με ένα μάτι θαλασσόλυκο. Η φωνή του τοπίου πια δεν ακούγεται, στο βάθος η ομίχλη καθαρίζει. Στόχος, πάθος, στοίχημα, κι ύστερα, πάθημα. Με αυτή τη σειρά διαβάζω το κύμα, μελετώ τη θάλασσα.
Κύμα έρχεται, από το φθινοπωρινό ουρανό, μυστικό στην άμμο μένει.
Η άμμος, από το χέρι, κρατά τη σιωπή.
Ρίχνω τους κόκκους της σιωπής, πέφτει ανθός κομμένος και επισκιάζει το χαρτί δίπλα μου. Στη σκιά του μπουμπουκιού, το μικρό πλάνο του μεσημεριού είναι το φωτεινό παράδειγμα. Κάθε λέξη υπακούει στο πρόγραμμα. Δεν υπάρχει στάλα μη εντιμότητας, και λέξη δε φεύγει απ’ το χέρι για χασομέρι. Απόγευμα ήδη. Έχω σκάψει έναν άχρηστο λάκκο προς τη θάλασσα. Πέφτουν μέσα αποκομμένα, πρώην δικά μου μαλλιά. Κλείνω το λάκκο με τα ίχνη, το θησαυρό από νωχελικές στιγμές μου, το τετράδιο. Ανοίγει το βλέμμα τη θάλασσα, αυτό το βιβλίο κόβω με το μάτι. Τα κύματα δε ζυγίζονται, δεν υπολογίζονται.
Η άμμος, από το χέρι, κρατά τη σιωπή.
Συννεφιασμένα παράλια. Σμπαράλια.
Ή το σύννεφο είναι παραπλανητικό, μορφή χωρίς περιεχόμενο, και περιπλανιέμαι καλώς, ή μάλλον το σύννεφο θα με αποπλανήσει εγκάρδια και η ουράνια ατμόσφαιρα θα με θέσει υπ’ ατμό. Πέφτει μια στάλα από κόκκινο κρασί στο μικρό πλάνο. Αυτό δεν είναι πρόβλημα. Μόνο μια λέξη το πλήρωσε με αίμα. Δεν ξέρω από τι να θυμηθώ. Αυτό το πλάνο συνοψίζει μια μελλοντική ιστορία, είναι βιαστικά γραμμένο, έχει προκλητικό χαρακτήρα. Ένας αέρας μεγάλος, ωστόσο, προκαλεί τις τρίχες στους ώμους. Το χέρι δεν προφταίνει. Το πλάνο αλλάζει ρόλο, καταφτάνει ένα αεροπλάνο. Όλη η συμμορία, οι λέξεις μαζί, αεράτα, αλλάζουν ζωή. Λείπουν όταν τις ζυγίζουν. Το σύννεφο ήταν και παραπλανητικό και αποπλανητικό. Από ψηλά άσπρο, από χαμηλά μαύρο. Από ψηλά, ανακλάται το φως, από χαμηλά το φως διασκορπίζεται, η λάμψη σκεδάζεται. Διασκεδάζω με το μικρό πλάνο, που δεν τηρήθηκε ποτέ. Ο αέρας πείσμωσε, ιδιοποιήθηκε το πλάνο, το εμπόδιο παρέμεινε. Δεν ξεμάκρυνα ούτε εγώ. Το βλέμμα δεν απομακρύνθηκε από τη σκιά, η θάλασσα ακουγόταν μέσα από μια σχισμή, ανάμεσα σε δυο παραθυρόφυλλα, και ήταν τα κύματα φρουροί στον ύπνο μου, παφλασμένοι και επικίνδυνοι εραστές, ξέπλεκαν και τραβούσαν τα μαλλιά μου.
Συννεφιασμένα παράλια. Σμπαράλια.
Κύμα έρχεται, από το φθινοπωρινό ουρανό, μυστικό στην άμμο μένει.
Η άμμος, από το χέρι, κρατά τη σιωπή.
Ρίχνω τους κόκκους της σιωπής, πέφτει ανθός κομμένος και επισκιάζει το χαρτί δίπλα μου. Στη σκιά του μπουμπουκιού, το μικρό πλάνο του μεσημεριού είναι το φωτεινό παράδειγμα. Κάθε λέξη υπακούει στο πρόγραμμα. Δεν υπάρχει στάλα μη εντιμότητας, και λέξη δε φεύγει απ’ το χέρι για χασομέρι. Απόγευμα ήδη. Έχω σκάψει έναν άχρηστο λάκκο προς τη θάλασσα. Πέφτουν μέσα αποκομμένα, πρώην δικά μου μαλλιά. Κλείνω το λάκκο με τα ίχνη, το θησαυρό από νωχελικές στιγμές μου, το τετράδιο. Ανοίγει το βλέμμα τη θάλασσα, αυτό το βιβλίο κόβω με το μάτι. Τα κύματα δε ζυγίζονται, δεν υπολογίζονται.
Η άμμος, από το χέρι, κρατά τη σιωπή.
Συννεφιασμένα παράλια. Σμπαράλια.
Ή το σύννεφο είναι παραπλανητικό, μορφή χωρίς περιεχόμενο, και περιπλανιέμαι καλώς, ή μάλλον το σύννεφο θα με αποπλανήσει εγκάρδια και η ουράνια ατμόσφαιρα θα με θέσει υπ’ ατμό. Πέφτει μια στάλα από κόκκινο κρασί στο μικρό πλάνο. Αυτό δεν είναι πρόβλημα. Μόνο μια λέξη το πλήρωσε με αίμα. Δεν ξέρω από τι να θυμηθώ. Αυτό το πλάνο συνοψίζει μια μελλοντική ιστορία, είναι βιαστικά γραμμένο, έχει προκλητικό χαρακτήρα. Ένας αέρας μεγάλος, ωστόσο, προκαλεί τις τρίχες στους ώμους. Το χέρι δεν προφταίνει. Το πλάνο αλλάζει ρόλο, καταφτάνει ένα αεροπλάνο. Όλη η συμμορία, οι λέξεις μαζί, αεράτα, αλλάζουν ζωή. Λείπουν όταν τις ζυγίζουν. Το σύννεφο ήταν και παραπλανητικό και αποπλανητικό. Από ψηλά άσπρο, από χαμηλά μαύρο. Από ψηλά, ανακλάται το φως, από χαμηλά το φως διασκορπίζεται, η λάμψη σκεδάζεται. Διασκεδάζω με το μικρό πλάνο, που δεν τηρήθηκε ποτέ. Ο αέρας πείσμωσε, ιδιοποιήθηκε το πλάνο, το εμπόδιο παρέμεινε. Δεν ξεμάκρυνα ούτε εγώ. Το βλέμμα δεν απομακρύνθηκε από τη σκιά, η θάλασσα ακουγόταν μέσα από μια σχισμή, ανάμεσα σε δυο παραθυρόφυλλα, και ήταν τα κύματα φρουροί στον ύπνο μου, παφλασμένοι και επικίνδυνοι εραστές, ξέπλεκαν και τραβούσαν τα μαλλιά μου.
Συννεφιασμένα παράλια. Σμπαράλια.
No comments:
Post a Comment