διηγήματος ''Αντώνης Σαμαράκης'', που διοργάνωσε ο δήμος Πλαστήρα και θα συμπεριληφθεί σε ανθολογία, η οποία θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Καστανιώτη
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Καψάλισε τα κάστανα στο τζάκι και της τα πρόσφερε σε ένα φύλλο εφημερίδας. Εκείνη πρόσεξε ότι τα φλούδια τους ακουμπούσαν το χρονογράφημα που ήθελε να διαβάσει. Δεν είπε όμως τίποτε. «Επέτρεψέ μου να νιώσω πατέρας» είπε. Της φίλησε το χέρι. Μετά άναψε νέα φωτιά και της ίσιωσε την πολυθρόνα από τις ζάρες. Τσαλάκωσε το χρονογράφημα και το πέταξε στο τζάκι μαζί με τα φλούδια.
«Σ’ ευχαριστώ». Κάθισε ρίχνοντας μια ματιά στην ώρα. Ήταν ακόμη οχτώ το απόγευμα κι εκείνη δεν είχε διάθεση για συζήτηση. Ήθελε ησυχία και κάποιο βιβλίο από τη βιβλιοθήκη τους που βρισκόταν απέναντι από το τζάκι. Η ανάγνωση πάντα ανακούφιζε. Μια δύναμη ριζώματος ωστόσο την κάθιζε στην πολυθρόνα. Απολάμβανε ακίνητη τα αναμμένα κούτσουρα και τον τρόπο με τον οποίο τριβόταν το ένα πάνω στο άλλο. Χρονοτριβούσαν μέσα στο τζάκι όπως τα συναισθήματα στα έπιπλα από το μεσημέρι. Τότε του έφερε την είδηση ότι την είχαν κόψει στην οδήγηση για έκτη φορά. Στα σαράντα της του είχε υποσχεθεί να πάρει το δίπλωμα. Δεν το κατάφερε ούτε τώρα.
Η σιωπή της ακουγόταν ακόμη μελαγχολική και πήγε κοντά της. Εκείνη έτριψε το μάγουλο που έβλεπε προς τη φωτιά και του χαμογέλασε. «Ξέρεις, ίσως ποτέ να μην το πάρω». Την αγκάλιασε αλλά τραβήχτηκε. Σηκώθηκε και τον άφησε να πειράζει τα κούτσουρα στο τζάκι. Η φωτιά σε λίγο θα δυνάμωνε και πάλι.
Η απέναντι βιβλιοθήκη ήταν η προέκταση της γαμήλιας ζωής τους. Τα βιβλία που είχαν διαβάσει και τα άλλα που περίμεναν τη σειρά τους να διαβαστούν, έδειχναν δυο ανθρώπους που συναντήθηκαν στο πάθος συλλογής. Στο σύνδρομο κατοχής. Μερικά από τα βιβλία έκρυβαν άτσαλες σημειώσεις, κάποια άλλα ήταν εντελώς άθικτα. Όλα ανήκαν σε οικογένειες: του θεάτρου, της έρευνας, της ζωγραφικής, του οπτικού σχεδιασμού. Η βιβλιοθήκη εκτός από βιβλία είχε ένα καλειδοσκόπιο και δυο μικρούς βατράχους. Οι βάτραχοι ήταν δυο χαριτωμένα μικρά κεριά τοποθετημένα στο κέντρο και αντικριστά σαν να φιλιόντουσαν. Τα κοίταζε.
Μετά έστρεψε το βλέμμα στα ψηλότερα ράφια κι άρχισε να μιλά στα βιβλία. «Έλα, εδώ. Σ’ έφτασα». Έπιασε τελικά ένα βιβλίο με κίτρινη κουβερτούρα και το άνοιξε. Ήταν ένας κατάλογος που της είχε στείλει δωρεάν μια γαλλική γκαλερί. Στην πρώτη σελίδα διάβασε αργά την αφιέρωση και μετά το ξεφύλλιζε. «Αυτό είναι που σου έλεγα», είπε και γύρισε να του δείξει ένα σκίτσο με μια γυναίκα. Η γυναίκα είχε ένα στεφάνι κάστανα περασμένο στο κεφάλι της. Όμως η φωνή της βρήκε άδεια την πολυθρόνα και γύρισε πίσω. Εκείνος ταΐζε έξω ένα περιστέρι. Το περιστέρι ξεμάλλιαζε μια τούφα ψωμί. Τον άφηνε να το κοιτάζει αφού το είχε αποζημιώσει για τη συμμετοχή του. Ένιωσε μόνη και ξανάρχισε να μιλά στο βιβλίο που κρατούσε.
Ενώ ήθελα να πιάσω το βιβλίο και έφτανα το χέρι στο ράφι, η βιβλιοθήκη απομακρυνόταν και έλιωνε σαν να ψηνόταν στον τοίχο. Τα βιβλία έβγαζαν μάτια και τα μάτια διεμήνυαν ότι δεν ήθελαν να καούν. Είχαν πολλά να διδάξουν ακόμα. Η βιβλιοθήκη χανόταν ωστόσο. Το φάντασμά της μου έδωσε το χέρι. Μπήκα τότε σε ένα άλλο δωμάτιο. Στην είσοδο ένας νέος άντρας ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου. «Για να σε αφήσω να περάσεις, θέλω τη φωνή σου». Άνοιξα το στόμα και μου την πήρε. Την έκλεισε σε ένα πουγκί και το πουγκί το έδεσε σε ένα κλειδί. Στον καρπό μου κόλλησε ένα αυτοκόλλητο με τον αριθμό 256. Υπέθεσα ότι θα είχε πολλούς μέσα.
Το δωμάτιο ήταν κίτρινο με ανεμόμυλους. Αυτοί κινούνταν κάθε φορά που ο ίδιος άντρας γύριζε τις σελίδες των βιβλίων. Φορούσε γκρι σμόκιν και είχε ξυρισμένο κεφάλι. «Ποιος είσαι;» Αντί να μου απαντήσει, μου έδωσε το καλειδοσκόπιο και μην έχοντας άλλη επιλογή άρχισα να βλέπω διαφορετικά τα ίδια πράγματα και αυτόν επίσης. Όταν όμως το βλέμμα μου ερχόταν πάνω του, ο ίδιος εξαφανιζόταν κι έμενα μόνη στο κίτρινο δωμάτιο. Είχα διαψευστεί. Τα βιβλία τρίβονταν το ένα πάνω στο άλλο κι εγώ δεν είχα κανέναν. Τα βιβλία καίγονταν κι εγώ δεν μπορούσα να σώσω κανένα. Όσο πλησίαζα, τόσο έφευγαν μακριά. Ανοιγόκλειναν τα μάτια τους μέσα στη φωτιά. Τα έβλεπα να πονούν και δεν ήμουν ικανή να κάνω τίποτα. Ο άντρας με τα γκρι με κοίταζε ακίνητος. Γύριζε σελίδες. Διάβαζε. Μόλις τον πλησίαζα, εξαφανιζόταν. Δεν μπορούσα να φωνάξω. Να του μιλήσω. Δεν είχα φωνή. Και αυτός όμως δεν μιλούσε. Στον ξυρισμένο του σβέρκο είχε χαραγμένο τον αριθμό 004. Δεν ήξερα αν σήμαινε κάτι αυτός ο αριθμός. Ενώ σκεφτόμουν αν σήμαινε κάτι και ο δικός μου αριθμός, το 256, άναψε μια επιγραφή επάνω στη βιβλιοθήκη με τη φράση «οι αριθμοί σημαίνουν απολύτως τίποτα». Αμέσως δυο μάτια άνοιξαν και έκλεισαν. Η επιγραφή εξαφανίστηκε. Άρχισα να φοβάμαι. Δεν ήθελα να μείνω εκεί άλλο. Έπρεπε να επιστρέψω. Να γυρίσω πίσω. Τότε μια δεύτερη επιγραφή άναψε. Έγραφε: «Η ζωή δεν γυρίζει πίσω». Ο ένας βάτραχος ζωντάνεψε και φίλησε τον άλλο βάτραχο. Ζωντάνεψε και αυτός και άρχισαν να πηδούν από βιβλίο σε βιβλίο. Δεν καίγονταν όμως. Αυτό με παραξένεψε αλλά δεν μπορούσα να τους ρωτήσω. Τότε ήρθαν προς το μέρος μου. «Εμείς δεν καιγόμαστε επειδή είμαστε ζώα». Και χάθηκαν πάλι στις φλόγες. Σταμάτησα να κοιτάζω μέσα από το καλειδοσκόπιο επειδή οι φλόγες έρχονταν καταπάνω μου και με τρόμαζαν περισσότερο.
Πλησίασα το χέρι μου στα βιβλία και είδα ότι ούτε κι εγώ καιγόμουν. Δεν είχα φωνή, δεν είχα λόγο, ήμουν σκέτο ζώο. Άρχισα να τρέχω αντίθετα προς τη βιβλιοθήκη και τότε είδα πως η βιβλιοθήκη με κυνηγούσε. «Θα γίνεις βιβλίο. Έλα να γίνεις βιβλίο». Αν υπάκουα, θα καιγόμουν και δεν ήθελα να πεθάνω. Μου ξαναμίλησε η βιβλιοθήκη. «Θα καείς δεν θα πεθάνεις». Φοβόμουν. Ήθελα πίσω τη φωνή μου, το κλειδί με το πουγκί. Ο άντρας με το σμόκιν ξανάρθε. Ακούμπησε πάλι το χέρι του στον ώμο μου. «Δεν αντέχεις. Ακολούθησε τα βήματά μου». Κοίταξα τα παπούτσια του και είδα πως δεν πατούσαν στο έδαφος. Ούτε και τα δικά μου. Τον είδα επίσης να παίρνει το κλειδί και να ανοίγει το πουγκί. Με τράβηξε δυνατά από τον καρπό και με φίλησε κλείνοντας τα μάτια μου. Όταν μπόρεσα να τα ανοίξω είχε εξαφανιστεί όπως και το αυτοκόλλητο με τον αριθμό 256 στο χέρι μου. «Πώς είναι δυνατόν», μια φωνή ακούστηκε.
«Ναι. Πώς είναι δυνατόν εμείς…; Έχουμε ψυχρανθεί για κάτι ανούσιο» της είπε κλείνοντας την μπαλκονόπορτα. «Δεν έφταιγες εσύ. Ήταν η κακή στιγμή». Απέφευγε τα μάτια του. «Η γυναίκα με τα κάστανα. Γι’ αυτό το σκίτσο σου έλεγα» του είπε όρθια και προχωρώντας προς το μέρος του. Τώρα εκείνος καθόταν στην πολυθρόνα και κοίταζε τη φωτιά στο τζάκι.
Της έγνεψε εντάξει. Δεν είχε όρεξη να τσακωθούν για την τέχνη κάποιου που δεν θα μοιραζόταν ποτέ χρόνο από τη ζωή του μαζί τους. Απεναντίας απόψε τον είχαν καλέσει μαζί με τη γυναίκα του για ποτό στην ‘‘Bibliotheca’’.
Οι φίλοι του είχαν να τον δουν πολύ καιρό. Ήταν ήδη εννιά. «Δεν θα είμαι καλή παρέα απόψε» του είπε. Την κοίταξε. Φαινόταν να ήταν προετοιμασμένος για μια τέτοια δήλωση. «Θα πάω μόνος μου. Δεν θα αργήσω». Και σηκώθηκε να ντυθεί. Ξαναπήρε τη θέση της στην πολυθρόνα και πλησίαζε τα λεπτοκαμωμένα χέρια της στα χοντροκομμένα κούτσουρα.
Δεν τον ερωτεύτηκε. Παντρεύτηκαν από σεβασμό και εκτίμηση ο ένας για τον άλλον. Στην ηλικία των 22 εκείνη και εκείνος 55. Ήταν ένας γάμος συμφέροντος. Για αυτόν δεν σήμαινε παρά μια αβυσσαλέα κατάκτηση. Δεν έκαναν παιδιά. Αργότερα και οι δύο ένιωσαν την έλλειψη και τη φθορά της σχέσης. Αυτός της φερόταν πατρικά κι αυτή χάθηκε στην προσωπικότητά του. Ωρίμασε σαν να ήταν άλλη. Δίπλα στη σκιά του. Ωστόσο τα βιβλία ήταν μόνιμα εκεί για να τα χρησιμοποιεί. Και τώρα που ο άντρας της ήταν 73, δεν είχε άλλη τακτική ενασχόληση από το να ξεφυλλίζει και να διαβάζει. Να διαβάζει και να ξεφυλλίζει. Η ίδια ήξερε ότι δεν της είχε εμπιστοσύνη. Της είχε θυμώσει που απέτυχε για έκτη φορά στις εξετάσεις. Και παρ’ όλα αυτά ήταν σίγουρος πως θα ήθελε να ξαναδώσει. Αυτό τον πείραζε. Η υποψία ότι βαριόταν μαζί του. Ότι δεν ήταν ευχαριστημένη πια μαζί του και ζητούσε διέξοδο. Με το δίπλωμα οδήγησης ένιωθε πως θα έπαιρνε η γυναίκα του πλέον το τιμόνι της ζωής και του σπιτιού τους. Αυτός δεν οδηγούσε πια και περνούσαν τις περισσότερες ώρες στο σπίτι. Για μια γυναίκα σαράντα ετών, ένα τζάκι και λίγα κάστανα ζωή δεν ήταν. Ήταν το φάντασμά της. Και έβλεπε ότι εξελισσόταν σε ένα κακοφτιαγμένο φάντασμα για μια σύζυγο κατά πολύ νεότερή του. Δεν μπορούσε να της προσφέρει έρωτα, μόνο αγάπη και τρυφερότητα. Και κάστανα…
Απόψε που ήταν ευκαιρία να βγουν μαζί, απέρριπτε τη συντροφιά του. Είχε τους λόγους της, όμως, δεν ήταν συχνό γεγονός οι προσκλήσεις για έξω. Αν και στα 18 χρόνια γάμου είχαν κοινές παρέες, είχαν σχεδόν αποξενωθεί από όλους. Δεν πήγαιναν ούτε κινηματογράφο ούτε θέατρο όχι μόνο επειδή αυτός δεν αισθανόταν καλά στο σκοτάδι καθώς δεν έβλεπε σε λίγο φως, αλλά κυρίως επειδή δεν αισθανόταν πλέον άνετα να κυκλοφορεί με μια τόσο νέα γυναίκα στο πλευρό του. Κι εκείνη συμμεριζόταν τις επιθυμίες του και έβλεπαν μαζί τηλεόραση κάθε βράδυ. Πριν από τον βραδινό ύπνο αυτή, ως επιμελής νοικοκυρά, είχε μανία να ξεσκονίζει τα ράφια της βιβλιοθήκης, ό,τι περίσσευε από τα βιβλία και να κοιτάζει μέσα από το καλειδοσκόπιο τους τίτλους. Μετά κοίταζε τους δυο μικρούς βατράχους, ενώ εκείνος ίσιωνε την πολυθρόνα από τις ζάρες και έσβηνε τη φωτιά στο τζάκι. Ο δικός του ρόλος ήταν λειτουργικός, ο δικός της ήταν τελετουργικός. Δεν ήταν παρά μια απόσβεση αναμνήσεων αναμειγμένων με συνήθειες.
Τα χέρια της κοκκίνισαν από το τρίψιμο στη φωτιά. Ένιωθε ζεστό όλο της το κορμί και αυτή η θαλπωρή την είχε γαληνέψει. Όσο τα δάχτυλα του ενός ποδιού έτριβαν τη φτέρνα του άλλου, εκείνη κοίταζε προς τη βιβλιοθήκη. Αυτή υπήρξε η μόνιμη ερωμένη του άντρα της. Γι’ αυτήν είχε ακυρώσει δείπνα, ταξίδια, κοσμικές δεξιώσεις. Γι’ αυτήν αργούσε πολλά βράδια να ξαπλώσει δίπλα της. Κι έμενε με το κόκκινο κραγιόν, τα σκουλαρίκια και τα τακούνια να διαβάζει μαζί του και να γυρίζει τις σελίδες σαν να ήταν καθρέφτες που την θαύμαζαν για τη φινέτσα και τις μικρές εντάσεις στις ενδυματολογικές της επιλογές. Καλύτερα όμως να μην τα θυμόταν, δεν ωφελούσε σε τίποτε τώρα πια. Γιατί ήταν ανάγκη ειδικά τώρα να δει τι αποταμίευσε μέσα σε 18 χρόνια γάμου; Η βιβλιοθήκη θα ήταν πάντα η αντίζηλός της. Το πρότυπο αλλά και το εμπόδιο στη ζωή της με εκείνον.
«Είμαι έτοιμος. Φεύγω» της είπε και της χαμογέλασε. Εκείνη κούνησε το κεφάλι. Ήταν δέκα. Θα έμενε με τη βιβλιοθήκη αλλά και με τα ανούσια κατά τη γνώμη του και μόνο γεγονότα: την έκτη αποτυχία στην οδήγηση και το καμμένο χρονογράφημα που θυσιάστηκε για μια χούφτα τρυφερά κάστανα χωρίς αυτός να υποψιαστεί ποτέ ότι ένα τέτοιο κείμενο για την ίδια μπορούσε να φανεί χρήσιμο. «Θα σε περιμένουμε» του φώναξε πριν κλείσει βιαστικά την πόρτα. Οι φίλοι θα ήταν ήδη στη μπυραρία ‘‘Bibliotheca’’. Είχε αργήσει το συνηθισμένο δεκάλεπτο. Τα χείλη της μειδίασαν.
Το φάντασμά της τότε σηκώθηκε νωχελικά και άρχισε να κινείται προς τη βιβλιοθήκη. «Σε περίμενα» της είπε αυτή. Το χέρι της έφτασε το ίδιο βιβλίο με την κίτρινη κουβερτούρα. Το κατέβασε και το άνοιξε κατευθείαν στη γυναίκα με τα κάστανα. Σαν εμένα είναι, το φάντασμα σκέφτηκε. Ίδια εγώ. Ένα σκίτσο που μου μοιάζει. Κι άρχισε να γελάει δυνατά και ασταμάτητα, τα λεπτοκαμωμένα, ζεστά χέρια έπιαναν τον κρύο τοίχο για να στηθεί όρθιο το σώμα αλλά το σώμα δε μπορούσε πια. Το μυαλό της είχε υποχωρήσει στη δύναμη της αυταπάτης αλλά το σώμα έλεγε όχι. Δεν άντεχε άλλο τη νεύρωση και ήθελε την ελευθερία του, την ανεξαρτησία του.
Εκείνη σωριάστηκε στην πολυθρόνα κι εκεί παρέμεινε ώσπου γύρισε εκείνος μεθυσμένος δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα και τη βρήκε να κοιμάται βαθιά με το κεφάλι πεσμένο στον αριστερό της αγκώνα και βλέποντας προς το τζάκι. Έσβησε τη σιγοκαίουσα φωτιά και αμέσως μετά την ξύπνησε. «Χτύπησε το κουδούνι και σε ζήτησε κάποια με το όνομα Βιβλιοθήκη» του είπε μες στον ύπνο της. «Πρώτη φορά είδα μέσα Νοέμβρη την παραλία του Βόλου νυχτοχιονισμένη» της απάντησε και αντάλλαξαν μουρμουρητά χαμογελώντας. Περπατούσαν αργά και αγκαζέ προς το υπνοδωμάτιο αφήνοντας το καλειδοσκόπιο όρθιο και τους βατράχους αντικριστά να είναι έτοιμοι να φιληθούν. Ύστερα από λίγο, μες στο σκοτάδι τα βιβλία άνοιγαν τα μάτια τους και παραμιλούσαν μεταξύ τους.
«Δεν τον πρόδωσε ποτέ».
«Δεν είχε ποτέ όμως δική της βιβλιοθήκη πριν παντρευτεί».
«Φάντασμα καταλήγει όποια γυναίκα χάνεται στην προσωπικότητα ενός άντρα».
1 comment:
"Φάντασμα καταλήγει όποια γυναίκα χάνεται στην προσωπικότητα ενός άντρα"... Εξαιρετικός ο τρόπος να το αφηγηθείς. Μόνο που άρχισα να νιώθω παράξενα για τη βιβλιοθήκη μου (άσε που έχει και τζάκι δίπλα)
Ένιωσα να βρίσκομαι μαζί τους στο δωμάτιο.
Post a Comment