16.5.11

Κλίμακες, προσαρμόζομαι/συναρμόζομαι

Α + Β, Α + β, α+ Β, α + β, 2Α + 2Β, 2Α + 2β, 2α + 2Β, α + 5Β…;

Από τότε που οι αριθμοί κυριαρχούν στη σύγχρονη δυτικότροπη ζωή και χειραφετούν, από έναν στεγνό πίνακα αεροδρομίου φουλ στις πτήσεις μέχρι μια σύνθεση ανθοδέσμης από διάφορα τριαντάφυλλα, έχει πέσει πλούσιο μελάνι υπολογισμένης μνείας, στην αξία της δαρβινικής προσαρμογής. Έχει, όμως, υποπέσει στην αντίληψή μας, ο τρόπος με τον οποίο προσαρμοζόμαστε καθώς και τι συνεπάγεται αυτή η πράξη της προσαρμογής.

Τι σημαίνει, αλήθεια, «προσαρμόζομαι»; Προτού επιχειρήσω μια ευθεία απάντηση, στο παραπάνω ερώτημα, ανακαλώ σκοπίμως τη φράση του Ρίλκε, όπου συναντούμε τη μετοχή ενός κοντινού ρήματος, του «συναρμόζομαι». Και διαβάζουμε Στη Σοφία του Ρίλκε, των εκδόσεων Πατάκη: «Να είμαστε κάπου συναρμοσμένοι, έτσι εκπληρωνόμαστε· να συνεισφέρουμε τη μοναξιά μας σε μια κοινή υπόθεση». Παρατήρηση πρώτη: μολονότι το ρήμα «προσαρμόζομαι» έχει κατακλύσει πλήθος γραπτών, το γειτονικό «συναρμόζομαι» σπάνια βλέπει το φως της δημοσιότητας. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, ιδού το ζητούμενο.

Ενώ το ρήμα «προσαρμόζομαι» απαιτεί μια εξωτερική πραγματικότητα, στην οποία φυσικά αναφέρεται, το αντίστοιχο ρήμα «συναρμόζομαι» υπάγεται στους κανόνες ενός ηθικού -με τον εαυτό μας- συμβολαίου, για το οποίο απαιτούνται μια εσωτερική δραστηριότητα καθώς και μια σύστοιχη πειθαρχία. Πειθαρχώ σε αυτό που έχω επιλέξει να είναι προτεραιότητα στη ζωή μου. Εφόσον τίθεται η ευθύνη της επιλογής, το αποτέλεσμα της συναρμογής αφορά στην ανάληψη αυτής της επιλεκτικής ευθύνης και άρα, στην αναγωγή του εαυτού σε ένα υπεύθυνο «εγώ». Απέναντι στο διαρκή και διερευνητικό προβληματισμό “quo vadis”, που προβάλλουμε στον εαυτό μας, δεν αντικατοπτρίζεται παρά το μοναχικό είδωλο της ερώτησης, φερόμενο ως μοναδική απάντηση. Διότι, απάντηση δεν υπάρχει. Και δεν υπάρχει, επειδή στην πράξη της συναρμογής –και της τέχνης- ο Άλλος, ως αίσθηση, εισέρχεται στο εγώ και αντιστρόφως. Ποιος και τι θα απαντούσε, επομένως, εκ των πραγμάτων δεν είναι το ζητούμενο.

Ζητούμενο είναι οι κλίμακες. Η γλώσσα έχει φωνήεντα και σύμφωνα, η βρύση ζεστό και κρύο. Ειδικότερα, ζητούμενο είναι οι κλίμακες της αντίθεσης. Ο τρόπος με τον οποίο συναρμοζόμαστε συνιστά και τον τρόπο να προσαρμοζόμαστε, στη διαχείριση των αντιθέσεων και στο κοίταγμα της ζωής μας, μέσα από τις αντιφάσεις. Καθώς τα σύνορα, από το «εγώ» στον Άλλο, είναι διαρκώς διεκδικούμενα, στο πλαίσιο της χειραφέτησης και της αριθμητικής, φαίνεται ότι αναπτύσσονται σχέσεις με άλλοτε ίσους και άλλοτε άνισους όρους. Γι’ αυτό και τα τυπικά αναγνωριστικά «α+β» και «Α+Β» μπορούν να αλλάζουν και ενίοτε να συμβολίζουν πράξεις σύγκρουσης. Εδώ, λοιπόν, τίθεται η επιλογή, της ευθύνης, να παραβιάζεις τη μονοδιάστατη εικόνα της κλίμακας και να συνδυάζεις τα κεφαλαία με τα μικρά γράμματα. Εδώ τίθεται η ευθύνη να ζεις, καθώς η ζωή δεν είναι μία αλλά πολλές κλίμακες. Η μαγεία της ζωής δεν αφορά σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, όπου και μόνο οι αντιδράσεις του προσώπου μας, άλλοτε χλωμού και άλλοτε ερυθρού, θα μας έκαναν να μαρτυρούμε την ενοχή μας. Αφορά σε ένα στέρεο περιβάλλον, όπου ακόμη οι άνθρωποι μπορούν και συναντιούνται, ανταλλάσσουν το βλέμμα τους χωρίς το κοίταγμα στην τσέπη. Τότε τα «α+β» και «Α+Β» προσφέρονται ως κίνητρα υπακοής, τόσο για τη συναρμογή όσο και την προσαρμογή μας στο περιβάλλον.

No comments: