Ψυχή που έχει φωτιά, δίνεται στο κοινό και μέσα απ’ τη φωνή της. Η φωτιά μαγεύει, ζωηρεύει, απελευθερώνει. Κι ας έγινε, φέτος, η ελληνική μετάδοση της Eurovision χωρίς «φωτιά». Χωρίς «μπρίο». Φωτιά υπάρχει και τη βλέπεις στην κοινωνία. Η μουσική διαμαρτυρία, με το Σταμάτη Κραουνάκη και τη Σπείρα-Σπείρα, για το κλείσιμο του Θεατρικού Μουσείου, είναι μια έκφραση πύρινης ελπίδας, στέλνοντας στην πολιτεία το μήνυμα, ότι η κοινωνία έχει ανάγκη από τους θεσμούς και το Θεατρικό Μουσείο. Πώς είναι δυνατόν να γυρίζεις την πλάτη σε ένα Μουσείο, Σημείο των Μουσών; Πώς είναι δυνατόν, σημείο των καιρών να μην είναι η ανάδειξη αλλά η κατάκρυψη; Κλοπιμαία έχει αυτό το Μουσείο και επιχειρείται η κατάκρυψή του; Μπας περιπτώσει, ο Αληθεινός το κάνει καλύτερα… ας σημειωθεί πως η συναυλία δίνεται έξω από το κτήριο του Μουσείου (Ακαδημίας 50, Αθήνα), σήμερα, Τετάρτη 18 Μαΐου 2011, στις 17.00 το απόγευμα.
Συνεχίζεται, στο μεταξύ, η δεύτερη συνάντηση με αφορμή το σύγχρονο θέατρο, του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου. Ήμουν και στις 4 αναγνώσεις της Τρίτης. Και φυσικά, ψηφίζω Δανία. Μην είναι εκείνη η Indian summer σκιά από την ταινία «Όλα θα πάνε καλά» του Δανού Κρίστοφερ Μπόε (1974-), που είδαμε στις τελευταίες «Νύχτες Πρεμιέρας-Connx»; Η Δανία έχει υλικό. Και ανθρώπινο δυναμικό και μοντέρνα γλώσσα, άλλοτε θεατρική και άλλοτε κινηματογραφική. Σαφώς. Επί σκηνής φαίνεται αν το έργο αξίζει ή όχι. Μέχρι τότε, δεν μπορείς να έχεις την απόλυτη σιγουριά. Αν όμως εμείς, το κοινό της Τρίτης, ήμασταν οι διαφημιστές, έπρεπε κάπου να επενδύσουμε και μας παρουσίαζαν αυτά τα 4 έργα, αποσπασματικά, τα χρήματά μου προσωπικά θα πήγαιναν στο Service Suicide του Christian Lollike (Δανία), σε σκηνοθετική επιμέλεια του Δημήτρη Βέργαδου. Ο Βέργαδος, τον οποίο κυνήγησα σφαίρα για να συγχαρώ, ήταν ο μόνος που σεβάστηκε όσο πιο άρτια γινόταν τη συνθήκη, στη βάση της οποίας πραγματοποιείται το φόρουμ Σύγχρονης Δραματουργίας του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου. Και τούτο σημαίνει ότι, σύμφωνα με τη σκηνοθετική επιλογή, τηρήθηκε η «επαφή» με το σώμα-κείμενο, καθώς και η συνακόλουθη «αφή» των επιμέρους σημείων-λέξεων. Ένα tableau vivant, του λεκτικού και οπτικού συνάμα, πίσω από τα πρόσωπα των ηθοποιών, ελλειπτικά αλλά μεθοδικά, διαμορφωνόταν κατά το πρότυπο των calligrammes του Γκιγιόμ Απολινέρ, του 1914. Ας υπενθυμιστεί, ενδεικτικά, το έργο του Απολινέρ με τίτλο «η γραβάτα και το ρολόι».
Επιπλέον, οι ηθοποιοί «μίλησαν» τα πρόσωπά τους, καθώς είχαν δουλέψει πάνω στις φωνές τους αλλά και στο σύνολό τους, τις στιγμές που ψιθύριζαν συγχρονισμένα κάποιες από τις φράσεις. Υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες, το κείμενο να είναι εξαιρετικό, με βάση αυτό που παρουσιάστηκε. Σίγουρα όμως, υπήρξε εξαιρετική η επιμέρους επιλογή του Βέργαδου. Διότι, απομονώνοντας ένα μέρος του θεατρικού κειμένου, κατόρθωσε και έθιξε το ζήτημα του προβληματισμού του συγγραφέα. Τα ερωτήματα του προβληματισμού κινούνται γύρω από την αυτοκτονία, στη σύγχρονη δυτική κοινωνία της εξατομίκευσης και γύρω από τα τυχόν «ψευδή ιδεολογήματα» των ατόμων, ελεύθερα πλέον να τοποθετούνται, ένοχα ή μη, μετά το τέλος του θρησκευτικού τελετουργικού ή πριν από την αρχή ενός άλλου τελετουργικού, το οποίο, βέβαια, αναγάγει το «εγώ» σε έναν έλλογο και διαλογικό παράγοντα μεν, τον υπερυψώνει δε, σε ένα βάθρο επινόησης. Πλέον η Dignitas υστερεί σε «βιώσιμο προφίλ θανάτου». Ως εκ τούτου, εγκαθιδρύεται η «Exit Society», ένα όνομα ειρωνικό από τα γεννοφάσκια του, προκειμένου να θίξει το σημείο μηδέν της κοινωνίας. Όταν γίνεται ανάγκη, του ατόμου, να εξουσιοδοτήσει άλλους ώστε να «επινοήσουν την Ελβετία», τότε στην ίδια την πράξη, της παράλογης επινόησης, εμφιλοχωρεί η ιστορία της τρέλας. Το «εγώ» απαξιώνει την κάθε προσπάθεια για επινόηση ή στόχο, καθώς ομιλεί την ήττα του, ως εξής: «δε γουστάρω να έχω στόχους στη ζωή μου, γιατί απαγορεύεται να χάνω». Στο δυτικότροπο πολιτισμό, ασφαλώς και το σύγχρονο αίτημα για προσωπική ταυτότητα φιλτράρεται μέσα από τις καταπιεστικές επιρροές, στόχων και παραμέτρων. Ώστε το «εγώ» διέρχεται διπλή κρίση, της οικονομίας αλλά και της ταυτότητας, μέσα σε ένα οριοθετημένο -από στόχους- περιβάλλον όπου οι στόχοι ζυγίζονται πάνω στη δουλειά και αναπόδραστα ισχύει ότι «όποιος δεν έχει δουλειά, δεν έχει ταυτότητα». Να θυμίσω τον Έρικ Έρικσον, στον οποίο οφείλουμε τη ρήση ότι «ταυτότητα είναι το σημείο τομής, ανάμεσα στο τι θέλει το άτομο να είναι και τι του επιτρέπει ο κόσμος να είναι». Νομίζω, επιπρόσθετα, πως η σύγχρονη ταυτότητα είναι το σημείο πολλών τομών, ανάμεσα στο τι επιδιώκει το άτομο να είναι, μέσα από τον εκάστοτε ρόλο, και τι του επιτρέπει ο κόσμος, των άλλων ρόλων σε υπολανθάνουσα μορφή και σβησμένων μέσα του, να είναι. Με λίγα λόγια, θεωρώ πως ο εξορθολογισμός της έννοιας, του κόσμου, υπαγορεύει τις υποδιαιρέσεις του, σε εξουσία και γλώσσα. Ώστε, αναπόφευκτη είναι η αναδίπλωση του «εγώ», μπροστά στην υπόμνηση του θανάτου, καθώς αναζητούνται νέοι τρόποι άμυνας στη φύση, κατ’ επιλογή, με μια τζίφρα για ένα συμβόλαιο θανάτου, κόντρα στο τελετουργικό αναμονής ενός φυσικού θανάτου, που ποτέ δεν είναι σίγουρος αλλά πάντα διακυβεύεται. Είναι περισσότερο από ξεκάθαρο ότι περιμένω το Service Suicide να το δούμε σύντομα και στο φυσικό του χώρο, στο θέατρο, ως παράσταση.
Όσον αφορά στα άλλα 3 έργα και στις αναγνώσεις τους, δεν έχω και πολλά να σχολιάσω. Στο Homme sans but (Ο άνθρωπος χωρίς σκοπό) του Arne Lygre (Νορβηγία) σε σκηνοθεσία της Esther-André Gonzalez, είδαμε ποτήρια, μπουκάλι από κρασί, πιάνο, κουστούμια. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά –δεν έφταναν;- η «χαρισματική» σκηνοθεσία μας χάρισε και από μια εικόνα-wallpaper με ψηλές βουνοκορφές, απέραντο μπλε, ουρανού και υδάτινου στοιχείου. Επειδή ο συγγραφέας είναι από το Μπέργκεν της Νορβηγίας, να υποθέσω; Τι να σκεφτώ… κατά το πρότυπο καμπάνιας με άρωμα Μνημονίου, όταν είδαμε τον «Γιώργο τον πρωθυπουργό» να μας ανακοινώνει σοβαρά, ότι μπαίνουμε στο ΔΝΤ, με φόντο το απέραντο μπλε, του Καστελόριζου, του κόκκινου κάστρου («καστέλλο ρόσσο»), ομοίως και εδώ επικρατεί μια συγγένεια βαθιά, φύσης και συμπάθειας…
Γεγονός είναι, ότι είδα μια σκηνοθεσία, τη βραδιά της Τρίτης, όταν έφτασε η στιγμή του Service Suicide. Μέχρι τότε, δεν αντιλήφθηκα, στις δύο πρώτες αναγνώσεις, γιατί οι σκηνοθέτες επέλεξαν τα συγκεκριμένα αποσπάσματα, από τα έργα, καθώς πληροφορήθηκα ότι η επιλογή των έργων έγινε μεν από επιτροπή, αλλά η επιλογή της παρουσίασης, ενός μέρους των έργων, ήταν στην κρίση των σκηνοθετών. Επίσης, στη μεν πρώτη ανάγνωση, τηρήθηκε η συνθήκη, της ανάγνωσης, αλλά χωρίς αιτιότητα, στη δε δεύτερη ανάγνωση, η χρήση του αντικειμένου υποβάθμισε το ρόλο της ανάγνωσης, ώστε να την καταστείλει σε βεβιασμένη και δυσλειτουργική, να υπάρξει αυτεξούσια. Τότε, όμως, θα έπρεπε να είχαμε παράσταση, και το ζητούμενο, του φόρουμ, δεν ήταν αυτό.
Συνεχίζεται, στο μεταξύ, η δεύτερη συνάντηση με αφορμή το σύγχρονο θέατρο, του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου. Ήμουν και στις 4 αναγνώσεις της Τρίτης. Και φυσικά, ψηφίζω Δανία. Μην είναι εκείνη η Indian summer σκιά από την ταινία «Όλα θα πάνε καλά» του Δανού Κρίστοφερ Μπόε (1974-), που είδαμε στις τελευταίες «Νύχτες Πρεμιέρας-Connx»; Η Δανία έχει υλικό. Και ανθρώπινο δυναμικό και μοντέρνα γλώσσα, άλλοτε θεατρική και άλλοτε κινηματογραφική. Σαφώς. Επί σκηνής φαίνεται αν το έργο αξίζει ή όχι. Μέχρι τότε, δεν μπορείς να έχεις την απόλυτη σιγουριά. Αν όμως εμείς, το κοινό της Τρίτης, ήμασταν οι διαφημιστές, έπρεπε κάπου να επενδύσουμε και μας παρουσίαζαν αυτά τα 4 έργα, αποσπασματικά, τα χρήματά μου προσωπικά θα πήγαιναν στο Service Suicide του Christian Lollike (Δανία), σε σκηνοθετική επιμέλεια του Δημήτρη Βέργαδου. Ο Βέργαδος, τον οποίο κυνήγησα σφαίρα για να συγχαρώ, ήταν ο μόνος που σεβάστηκε όσο πιο άρτια γινόταν τη συνθήκη, στη βάση της οποίας πραγματοποιείται το φόρουμ Σύγχρονης Δραματουργίας του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου. Και τούτο σημαίνει ότι, σύμφωνα με τη σκηνοθετική επιλογή, τηρήθηκε η «επαφή» με το σώμα-κείμενο, καθώς και η συνακόλουθη «αφή» των επιμέρους σημείων-λέξεων. Ένα tableau vivant, του λεκτικού και οπτικού συνάμα, πίσω από τα πρόσωπα των ηθοποιών, ελλειπτικά αλλά μεθοδικά, διαμορφωνόταν κατά το πρότυπο των calligrammes του Γκιγιόμ Απολινέρ, του 1914. Ας υπενθυμιστεί, ενδεικτικά, το έργο του Απολινέρ με τίτλο «η γραβάτα και το ρολόι».
Επιπλέον, οι ηθοποιοί «μίλησαν» τα πρόσωπά τους, καθώς είχαν δουλέψει πάνω στις φωνές τους αλλά και στο σύνολό τους, τις στιγμές που ψιθύριζαν συγχρονισμένα κάποιες από τις φράσεις. Υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες, το κείμενο να είναι εξαιρετικό, με βάση αυτό που παρουσιάστηκε. Σίγουρα όμως, υπήρξε εξαιρετική η επιμέρους επιλογή του Βέργαδου. Διότι, απομονώνοντας ένα μέρος του θεατρικού κειμένου, κατόρθωσε και έθιξε το ζήτημα του προβληματισμού του συγγραφέα. Τα ερωτήματα του προβληματισμού κινούνται γύρω από την αυτοκτονία, στη σύγχρονη δυτική κοινωνία της εξατομίκευσης και γύρω από τα τυχόν «ψευδή ιδεολογήματα» των ατόμων, ελεύθερα πλέον να τοποθετούνται, ένοχα ή μη, μετά το τέλος του θρησκευτικού τελετουργικού ή πριν από την αρχή ενός άλλου τελετουργικού, το οποίο, βέβαια, αναγάγει το «εγώ» σε έναν έλλογο και διαλογικό παράγοντα μεν, τον υπερυψώνει δε, σε ένα βάθρο επινόησης. Πλέον η Dignitas υστερεί σε «βιώσιμο προφίλ θανάτου». Ως εκ τούτου, εγκαθιδρύεται η «Exit Society», ένα όνομα ειρωνικό από τα γεννοφάσκια του, προκειμένου να θίξει το σημείο μηδέν της κοινωνίας. Όταν γίνεται ανάγκη, του ατόμου, να εξουσιοδοτήσει άλλους ώστε να «επινοήσουν την Ελβετία», τότε στην ίδια την πράξη, της παράλογης επινόησης, εμφιλοχωρεί η ιστορία της τρέλας. Το «εγώ» απαξιώνει την κάθε προσπάθεια για επινόηση ή στόχο, καθώς ομιλεί την ήττα του, ως εξής: «δε γουστάρω να έχω στόχους στη ζωή μου, γιατί απαγορεύεται να χάνω». Στο δυτικότροπο πολιτισμό, ασφαλώς και το σύγχρονο αίτημα για προσωπική ταυτότητα φιλτράρεται μέσα από τις καταπιεστικές επιρροές, στόχων και παραμέτρων. Ώστε το «εγώ» διέρχεται διπλή κρίση, της οικονομίας αλλά και της ταυτότητας, μέσα σε ένα οριοθετημένο -από στόχους- περιβάλλον όπου οι στόχοι ζυγίζονται πάνω στη δουλειά και αναπόδραστα ισχύει ότι «όποιος δεν έχει δουλειά, δεν έχει ταυτότητα». Να θυμίσω τον Έρικ Έρικσον, στον οποίο οφείλουμε τη ρήση ότι «ταυτότητα είναι το σημείο τομής, ανάμεσα στο τι θέλει το άτομο να είναι και τι του επιτρέπει ο κόσμος να είναι». Νομίζω, επιπρόσθετα, πως η σύγχρονη ταυτότητα είναι το σημείο πολλών τομών, ανάμεσα στο τι επιδιώκει το άτομο να είναι, μέσα από τον εκάστοτε ρόλο, και τι του επιτρέπει ο κόσμος, των άλλων ρόλων σε υπολανθάνουσα μορφή και σβησμένων μέσα του, να είναι. Με λίγα λόγια, θεωρώ πως ο εξορθολογισμός της έννοιας, του κόσμου, υπαγορεύει τις υποδιαιρέσεις του, σε εξουσία και γλώσσα. Ώστε, αναπόφευκτη είναι η αναδίπλωση του «εγώ», μπροστά στην υπόμνηση του θανάτου, καθώς αναζητούνται νέοι τρόποι άμυνας στη φύση, κατ’ επιλογή, με μια τζίφρα για ένα συμβόλαιο θανάτου, κόντρα στο τελετουργικό αναμονής ενός φυσικού θανάτου, που ποτέ δεν είναι σίγουρος αλλά πάντα διακυβεύεται. Είναι περισσότερο από ξεκάθαρο ότι περιμένω το Service Suicide να το δούμε σύντομα και στο φυσικό του χώρο, στο θέατρο, ως παράσταση.
Όσον αφορά στα άλλα 3 έργα και στις αναγνώσεις τους, δεν έχω και πολλά να σχολιάσω. Στο Homme sans but (Ο άνθρωπος χωρίς σκοπό) του Arne Lygre (Νορβηγία) σε σκηνοθεσία της Esther-André Gonzalez, είδαμε ποτήρια, μπουκάλι από κρασί, πιάνο, κουστούμια. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά –δεν έφταναν;- η «χαρισματική» σκηνοθεσία μας χάρισε και από μια εικόνα-wallpaper με ψηλές βουνοκορφές, απέραντο μπλε, ουρανού και υδάτινου στοιχείου. Επειδή ο συγγραφέας είναι από το Μπέργκεν της Νορβηγίας, να υποθέσω; Τι να σκεφτώ… κατά το πρότυπο καμπάνιας με άρωμα Μνημονίου, όταν είδαμε τον «Γιώργο τον πρωθυπουργό» να μας ανακοινώνει σοβαρά, ότι μπαίνουμε στο ΔΝΤ, με φόντο το απέραντο μπλε, του Καστελόριζου, του κόκκινου κάστρου («καστέλλο ρόσσο»), ομοίως και εδώ επικρατεί μια συγγένεια βαθιά, φύσης και συμπάθειας…
Γεγονός είναι, ότι είδα μια σκηνοθεσία, τη βραδιά της Τρίτης, όταν έφτασε η στιγμή του Service Suicide. Μέχρι τότε, δεν αντιλήφθηκα, στις δύο πρώτες αναγνώσεις, γιατί οι σκηνοθέτες επέλεξαν τα συγκεκριμένα αποσπάσματα, από τα έργα, καθώς πληροφορήθηκα ότι η επιλογή των έργων έγινε μεν από επιτροπή, αλλά η επιλογή της παρουσίασης, ενός μέρους των έργων, ήταν στην κρίση των σκηνοθετών. Επίσης, στη μεν πρώτη ανάγνωση, τηρήθηκε η συνθήκη, της ανάγνωσης, αλλά χωρίς αιτιότητα, στη δε δεύτερη ανάγνωση, η χρήση του αντικειμένου υποβάθμισε το ρόλο της ανάγνωσης, ώστε να την καταστείλει σε βεβιασμένη και δυσλειτουργική, να υπάρξει αυτεξούσια. Τότε, όμως, θα έπρεπε να είχαμε παράσταση, και το ζητούμενο, του φόρουμ, δεν ήταν αυτό.
No comments:
Post a Comment