11.10.11

Palazzolo Acreide, μια εμπειρία μοιρασμένου χρόνου.











Σκοτώνεις, άραγε, κάτι που αγαπάς, γράφοντας γι’ αυτό; Και αν ναι, γι’ αυτό άργησα να πιάσω τις αναμνήσεις, από εκεί που τις άφησα, μήνες πίσω, λίγο πριν από τον Ιούνιο; Οι εικόνες γεννούν νοσταλγία, σαν ένα μέρος από το σώμα να βρίσκεται ακόμη ξύπνιο εκεί. Φεύγοντας από το Palazzolo Acreide της Σικελίας, γυρίζω στην Ελλάδα με πολλή ενέργεια: με μικρούς «χάρτες κοινοκτημοσύνης», ή κοινής νοημοσύνης. Αυτόν τον τίτλο έδωσα στις χειρόγραφες σημειώσεις, των φίλων που έμειναν πίσω και αυτών που ταξιδεύαμε μαζί προσδεμένοι, από την πτήση Κατάνη-Ρώμη και έπειτα Ρώμη-Αθήνα. Σε αυτήν την περίσταση, η Κοινή νοημοσύνη δεν εκτιμάται ελάχιστα, όπως συνηθίζεται να μας υποδεικνύουν για την άλλη, την κοινή γνώμη. Όχι. Η Κοινή-με κεφαλαίο-νοημοσύνη είναι το αποτέλεσμα της ομαδοποίησης και συγχρονίας, μέσα από παιχνίδια αυτοσχεδιασμού και ενεργοποίησης. Είναι ανεκτίμητη σαν ένα μαργαριτάρι των βουνών Iblei, όπου βρίσκεται κρυμμένο, από το χρόνο επί τροχάδην, το Παλατσόλο: μια σφιχτή αγκαλιά 10.000 κατοίκων που δεν έχει να ζηλέψει, σε τίποτε, τις χρηματιστηριακές, τα εστιατόρια υψηλής τραπέζης, τα καφέ οθόνης και εσπρέσο τριών (3) ευρώ.

Εκεί γελούν. Σου ζητούν συγνώμη αν καθίσουν μπροστά σου, με γυρισμένη πλάτη, και ας μην τους ξέρεις. Αν δίνεις γενναιόδωρα το χαμόγελό σου, μην πας ποτέ μόνος με τη σκέψη να διαβάσεις τα Σικελικά Νέα, όπως σκόπευα εγώ. Μόνο διαγώνια κατάφερα να ρίξω μια ματιά. Κατέληξα να μιλώ με το σύζυγο της κυρίας, που μου είχε γυρίσει την πλάτη, έμαθα ότι νοικιάζει δωμάτια για 20 ευρώ, σε φίλους Έλληνες, και πως κάποτε είχαν όλοι τους, η μεγάλη φαμίλια, έλθει στην Ελλάδα. Όχι στη Σαντορίνη, αλλά στην Κόρινθο. Ανατρέχοντας στο παρελθόν, συναντάμε το φαινόμενο του αποικισμού των Ελλήνων στην Ιταλία από τον όγδοο ως τον τρίτο π.Χ αιώνα.

Οι Σικελοί –σαν να βλέπω τον σεφ μας, Tancredi, τον Μάρκο και τον Λουίτζι «τσιτσίνο» (γλυκούλη) που με διόρθωνε στις λεπτομέρειες, τώρα, μπροστά μου- το έκαναν θέμα, όταν, από 70 σεντς, έπρεπε να πληρώσουν τον «καφέ» 80. Και ήταν όλοι εύθυμοι, να μπουν στη ζωή μου δυνατά, να τα ρωτήσουν όλα: πώς και πού έμαθα ιταλικά, τι με φέρνει και τι μου αρέσει στην πατρίδα τους, το Παλατσόλο. Από το καφέ Corsino, μέχρι το καφέ Sicilia, -αποστάσεις του μονόλεπτου-, γύρω από την κεντρική πλατεία με ορόσημο τη Βασιλική του Αγίου Σεβαστιανού του 15ου αι. που ξαναχτίστηκε μετά το 17ο αι.- όπου στα σκαλοπάτια της, μπροστά στα κιθαρίσματα ζήσαμε στιγμές απείρου κάλλους με νυκτόβια σαλιγκάρια-, επαναλαμβάνω την ίδια ιστορία, ότι ήμαστε 24. Ιταλοί και Έλληνες-Βαλκάνιοι μαζί, για μια ανταλλαγή νέων. Ο Γιώργος ο ψηλός, ο Κώστας με τον καφέ, η Στέλλα με τα τραγούδια, η Άννα από τη Σερβία με τις μπύρες, η Ήρα με τη μουσική και τα κοτσιδάκια, ο Βαγγέλης ο φωτογράφος, ο Βαγγέλης στο γλυκό κόσμο του, ο Στάθης που συνομιλούσαμε για ποίηση και ρυθμό και του πήρα ένα Topolino, -επειδή «τα κόμικς παίζει» χωρίς ενστάσεις-, ο «γιατρός» ή Νίκος, η Δήμητρα με τις πρόβες. Άμα ξεχνάω και κανένα πρόσωπο, ίσως μας ξέχασε και εκείνο, όταν κοιμόμαστε στην Chiesa Immacolata, έναν “wanna be” -από το μεράκι του Σλάβιο- ξενώνα, παλιό μοναστήρι, και κουκουλωνόμαστε στους υπνόσακους, για να πατάξουμε την υγρασία. Δε βαριέσαι, το χειρότερό μου ήταν στη λίμνη Τσιβλού, σε σκηνή. Κρύο και πάλι κρύο.

Ένα κλικ του πλακόστρωτου μεσαίωνα ακριβώς μπροστά μας. Με το ιταλικό καλωσόρισμα, ben venuti, αντικρίσαμε όλη τη μεσαιωνική ομίχλη, τέλη του Μάη. Νωρίτερα, στα σκοτάδια της διαδρομής «Κατάνη-Παλατσόλο», μέσα από το πούλμαν βλέπαμε μόνο πλημμυρισμένη άσφαλτο. Πού ήρθαμε, σκεφτόμαστε. Δυο ώρες αργότερα, σαν τα κακόμοιρα, κουβαλώντας τις βρεγμένες αποσκευές μας, αναζητούσαμε την «αψεγάδιαστη» Immacolata, με συνοδό τη βροχή, από το σοκάκι Pietro Messina και ύστερα πάλι στην κεντρική Vittorio Emanuele. Και πώς θα αλλάξει το τοπίο, λίγες ημέρες αργότερα, με τον ήλιο της Σικελίας να ψήνει τους ώμους μας και Κυριακάτικα, στη Vittorio Emanuele, να παρελαύνουν όλα τα cinquecento του Palazzolo Acreide. Το Παλατσόλο, αυτό το όμορφο χωριό με τα ωραία κρουασάν για πρωινό, τη γρανίτα και τον καφέ α λα «Μάντολα» –δηλαδή εσπρέσο χτυπημένο με παγωτό και «πικραμύγδαλο»-, τα ζουμερά ερυθρά πεπόνια «canta al lupo» (σαν Ωδή στο λύκο) και τα υπέροχα γλυκά, είναι ένας τόπος μεταμορφώσεων. Από το 663μ.Χ. έως τον 9ο αιώνα, όταν οι Άραβες εισέβαλαν στη Σικελία με αποτέλεσμα να υποστεί καταστροφές, μέχρι το μεγάλο σεισμό του 1693 και έως σήμερα, παραμένει ο χρόνος παγωμένος. Αιώνια νιότη αποτυπωμένη όπως στα λαογραφικά εκθέματα του Οίκου-Μουσείου Antonino Uccello, Σικελού ποιητή και ανθρωπολόγου (1922-1979), ο οποίος υπήρξε ιδρυτής του Μουσείου και το εγκαινίασε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1971. “Abbiamo voluto aprire al pubblico un anti-museo: cioè una casa de la civiltà contadina con ingresso libero a tutti, e usufruita come un servizio sociale”. Όπως, λοιπόν, τέθηκε από τον ίδιο, σκοπός του ήταν να ανοιχτεί, στο κοινό, ένα είδος αντί-μουσείου, ένας οίκος λαϊκού πολιτισμού με ελεύθερη είσοδο για όλους, ώστε να αξιοποιείται ως μια κοινωνική υπηρεσία. «Κοινωνία»… όπως «θέατρο».

Έχουμε φτάσει μια ανάσα πριν από τη λήξη του διεθνούς φεστιβάλ Κλασικού Θεάτρου Νέων, το οποίο για το 2011, διήρκεσε από τις 9 Μαΐου ως τις 3 Ιουνίου. Σχολικές θεατρικές ομάδες ανασύρουν τους μεγάλους τραγικούς και με πιάνουν αδιάβαστη. Διότι, όσο αγαπώ το θέατρο, τόσο διαπιστώνω τη μετριότητα, ότι δεν προλαβαίνω για όλα. Εδώ είναι η ευκαιρία, να δω από μαθητές τις Ικέτιδες του Αισχύλου, δηλαδή, την ικετευτική ιστορία των Δαναΐδων και του πατέρα τους, προς την πόλη του Άργους, προκειμένου να αποφύγουν τον αιμομικτικό γάμο με τους γιους του Αιγύπτου. Στα ιταλικά, ο Λόγος είναι πιο ιδιαίτερος. Ντροπαλοί στην αρχή οι μαθητές, στη συνέχεια, όμως, δίνουν χαμόγελα, ιδίως μόλις ακούγεται το όνομά μου και είμαι και Ελληνίδα, πού το πας αυτό; Η δασκάλα και σκηνοθέτης τους, Μαρία Ελένα, τονίζει ότι, η ιδέα της φιλοξενίας και η ελευθερία της επιλογής ήταν σημαντικά θέματα προς συζήτηση, ώστε να ανεβάσουν αυτήν την παράσταση. Και οι μαθητές έμαθαν να συγχρονίζονται, να είναι ομάδα, όπως είπε η Μαριέλλα.

Αυτές οι εκπαιδευτικές προσπάθειες σαφώς επαναφέρουν το θέατρο στη φυσικότητά του, λυτρώνουν το θεατή από το κριτικό δαιμόνιο, και λειτουργούν ως κίνητρα πολιτιστικού αθλητισμού. Διότι, αλλάζει η κλίμακα και συνακόλουθα, η διαδικασία της πρόσληψης. Στο Teatro Greco του Παλατσόλο, -και όχι γενικά, σε ένα …θέατρο των Συρακουσών (βλ. σελίδα από τα Νέα-Σαββατοκύριακο)- βλέπω να γεννιέται ένα πάθος από τα κείμενα. Είναι ζωηρό, που αξίζει να το συνδέσω με την περίφημη ρήση, του Θεόφραστου, ότι η τραγωδία ήταν «ηρωικής τύχης περίστασις», ενώ η κωμωδία «ιδιωτικών πραγμάτων ακίνδυνος περιοχή». Γυρίζω στο σήμερα, για να θυμηθώ μια κουβέντα με ένα μαθητή, ότι αυτοί που επιβάλλουν το γέλιο μας-και δεν το διεκδικούν δίκαια-, μας είναι αδιάφοροι (βλ. Φιλιππίδης). Πρέπει σχολεία και δάσκαλοι να πιάσουν δουλειά και να γίνουν ανταλλαγές μαθητών, Ελλάδας-Σικελίας. Το φεστιβάλ δεν είναι καινούριο. Και ευτυχώς υπάρχουν πολλοί μαθητές που αγαπούν το θέατρο.

Ο αποχαιρετισμός στους Σικελούς έρχεται με τον κρότο των βεγγαλικών: φούξια, πράσινα, χρυσαφί. Ενώ έχουμε δοκιμάσει από όλες τις πίτσες του Τανκρέντι και έχουμε αδειάσει το πιάτο της σούπας κατά το έθιμο “fare la scarpeta” –να γλείφεις το πιάτο- ανταλλάζουμε αγκαλιές και φορτία ενέργειας. Βαριοί οι αποχαιρετισμοί και ας υπήρχαν αυτά τα πανηγυρικά βεγγαλικά. Στην Immacolata αργότερα, θα ακούγονταν μουσικές και φωνές μέχρι πρωίας. Στα πράγματά μου, εκτός από αυτά που ήρθαν και θα επέστρεφαν ξανά στην Ελλάδα, είχα τρία καινούρια: μια ηφαιστειακή μαύρη πέτρα για το λαιμό, -από την Αίτνα-, ένα φλιτζάνι Café Sicilia και… ένα καρύδι. Και τα τρία ήταν αποκτήματα της τελευταίας βραδιάς. Αναμνήσεις αποχαιρετιστήριου βάρους. Περιμένοντας να έρθουν όλοι, για να στρωθούμε στο τραπέζι, γυρίζω τα δρομάκια. Έτσι, σε ένα από αυτά, είδα την πέτρα, σε μια βιτρίνα. Περπατώντας, όμως, μόνη μου, κάτι σκέφτηκα, που για να το σημειώσω, άνοιξα μια πόρτα και ζήτησα μια κόλλα χαρτί από έναν Σικελό, σε ένα γραφείο. Ε, και αυτός, ο Πάολο- έτσι, ρώτησα και το όνομά του-, με κυνήγησε, -εκεί που ήμουν αμέριμνη, σε ποιητικούς συνειρμούς- για να μου δώσει…το καρύδι του. Το ίδιο βράδυ, έπρεπε οπωσδήποτε να πιω και άλλον ένα «καφέ» στο καφέ Σικελία, για να αποχαιρετίσω το μέρος. Ε, όπως καθόμουν και κοιτούσα το φλιτζάνι σκεφτόμουν: που το έχουν κάνει έτσι για να βλέπουν το σχέδιο, όπως το πιάνουν, μόνο οι δεξιόχειρες και όχι οι αριστερόχειρες, αλλά τι ωραίο που είναι, χαρακτηριστικό του Παλατσόλο με το όνομα Sicilia τυπωμένο. Και τότε, ενώ φεύγουμε από το καφέ, -ο Αλεσάντρο, ο Μάρκο και εγώ-, με φωνάζει ο γιος-ανιψιός από τις κυρίες που είχαν το καφέ, -με τις οποίες βεβαίως είχα πει ιστορίες όλες τις μέρες- και μου δίνει ένα φλιτζάνι καθαρό: επειδή σε είδα, πώς το κοίταζες, μου λέει. Una faccia, una tazza… Αυτή είναι η Ιταλία, μια δεύτερη πατρίδα. Μια χώρα που επίσης έχει ζητήματα εγκατάλειψης και ανεργίας των νέων. Άκουγα πολλά ξένα, ρουμάνικα μάλλον, και ρωτώντας τη Τζιόρτζια, με τι ασχολούνταν οι Ρουμάνες εκεί, έμαθα ότι, προσέχουν ηλικιωμένους. Μυστηριώδης αλλά και μελαγχολικός είναι αυτός ο χρονικός τόνος, για να είμαστε και εντός πραγματικότητας.

No comments: