Το νέο ντοκιμαντέρ του Στέλιου Κούλογλου
Νεοναζί:
το ολοκαύτωμα της μνήμης –που θα παίζεται από 21/3 στην Αθήνα και από
2/4 στη Θεσσαλονίκη- θέτει το ζήτημα της ανόδου της Χρυσής Αυγής σε σχέση με το
ιστορικό παρελθόν των Ελλήνων θυμάτων του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Καθώς, σκοπός
κάθε μελέτης ή έρευνας είναι η επιστροφή στο παρελθόν, ώστε το νόημα να
προκύψει μέσα από τη συνδυαστική ερμηνεία των πραγμάτων. Παράλληλα, μέσα από
την ταινία, εξετάζεται η σοβαρότητα της κατάστασης, όπως τα μέσα ενημέρωσης
πρόβαλαν την άνοδο της Χ.Α. στις τελευταίες εκλογές, παραποιώντας τα δεδομένα
με τίμημα την τηλεθέαση.
Παράδειγμα αυτής της πολιτικής
των μέσων είναι και το προβεβλημένο γεγονός ότι, ενώ στο Δίστομο η κοινωνία
είχε θρηνήσει τους αγωνιστές του πολέμου, το εκλογικό αποτέλεσμα φάνηκε να ήταν υπέρ του νεοναζιστικού
κόμματος. Ωστόσο, για την αποκατάσταση της ισχύουσας αλήθειας, μαθαίνουμε μέσα
από το ντοκιμαντέρ, πως σε όλη την περιφέρεια του Διστόμου, δόθηκαν στο
νεοναζιστικό κόμμα 40 ψήφοι, οι οχτώ εκ των οποίων μόνο σημειώθηκαν στο
Δίστομο. Ειδικότερα, αναφορικά με το γεγονός αυτό, παρατίθεται μαρτυρία, ότι
ενώ μαθητές του Ενιαίου Λυκείου Διστόμου μιλούσαν για μισή ώρα, σε σταθμό,
τελικά προβλήθηκαν τα πέντε λεπτά της ομιλίας, με κομμένη τη φράση τους, ότι
είναι ντροπή ακόμη και για αυτές τις ψήφους, σε ένα ρευστό και συγκινησιακά
φορτισμένο «ντροπή μας»… Αποτέλεσμα ήταν, οι μαθητές να μείνουν με το
συμπέρασμα πως «δεν ήταν αυτοί» την ώρα που τα είδωλά τους μιλούσαν στη μικρή
οθόνη. Ότι κάποια μέσα ενημέρωσης δημιούργησαν αυτήν την απογοήτευση σε νέα
παιδιά, φυσικά και πέρασε στα ψιλά. Στα αζήτητα. Ευτυχώς, υπάρχουν ντοκιμαντέρ.
Στο σύνολό του, ωστόσο, το
ντοκιμαντέρ πετυχαίνει εν μέρει τη σύνδεση σε παρελθόν και παρόν, κινούμενο
στον άξονα των αφηγήσεων. Διότι, στη μεγάλη οθόνη, η αισθητική «σούπερ μάρκετ»
των τηλεοπτικών στούντιο αποδυναμώνει την ενιαία αισθητική και θυμίζει πόσο
κατασκευάσιμες φαντάζουν οι ειδήσεις. Εφόσον, όμως, και το ντοκιμαντέρ είναι
ένα είδος κινηματογραφικής κατασκευής, κρίνεται από τον τρόπο με τον οποίο
υφαρπάζει τα είδωλα της καθημερινότητας και τα επαναλαμβάνει. Καλό το θέμα, αλλά
δεν εξαντλήθηκε. Θα μπορούσε να προχωρήσει περαιτέρω, θέτοντας σε μεγαλύτερο
πολιτικό και ιστορικό βάθος την πορεία της ελληνικής κοινωνίας που έφτασε στο
σημείο να συνεχίζει, μετά τις τελευταίες εκλογές, με ένα νεοναζιστικό κόμμα στο
ελληνικό κοινοβούλιο. Ώστε, το καυτό θέμα της ταινίας εγείρει το –αναπάντητο εν
τέλει- ερώτημα, αν η ενοχοποίηση της πολιτικής (αριστερής) τοποθέτησης στην
Ελλάδα της μεταπολίτευσης οδήγησε σταδιακά αλλά μεθοδευμένα στην επικυριαρχία
της μαζικής κατανάλωσης, στο φάσμα της οποίας ο καταναλωτής εθεάθη ως πολίτης
και ο πολίτης κάποτε ο πλέον εξόριστος της σκέψης, ιδωμένος πολίτης ως ατομικός
παρατηρητής αντί συλλογικός και μέσα στη δράση, μια σβησμένη απειλή για
κυβερνήσεις που δεν εκπροσωπούν παρά τους εαυτούς τους. Από τη στιγμή που η
αγορά άρχισε να έχει νομοτελειακή λειτουργία και ιμπεριαλιστικό ρόλο, ο πολίτης
άρχισε να νοείται ως μονάδα συμφερόντων. Εν κατακλείδι, η ταινία θα μπορούσε να
είναι πιο πλούσια σε αξιολογητικά συμπεράσματα αν και ο αντίλογος, σε σχέση με αυτό,
εμφανίζει το επιχείρημα πως ο θεατής είναι ελεύθερος να κρίνει και να
συμπεράνει. Πράγματι.
No comments:
Post a Comment