Ξέρουμε ότι τα μεγάλα budget έχουν κοπεί. Αλλά μια
ολόκληρη ταινία να κινείται ως επί το πλείστον μέσα σε ένα αεροπλάνο, με
βασικούς υπόπτους χιούμορ ή ειλικρίνειας τους επιβάτες πολυτελείας, θέλει
ειδικό χειρισμό. Παρόλα αυτά, όταν είσαι Pedro Almodóvar,
δεν έχεις κανένα θέμα. Είσαι πληθωρικός, είσαι Λατίνος, είσαι η ιστορία σου. Κάνεις
θέατρο με συνταγή σινεμά. Και μέσα από αυτή τη ματιά, αρχίζει το τοπίο και
ξεκαθαρίζει. Ο σκηνοθέτης των χρωμάτων και της παιδικότητας, στην τελευταία του
ταινία «I’ m so excited»- που θα προβάλλεται από τις 21/3 στους κινηματογράφους-
δίνει το στίγμα της σύγχρονης ζωής από την ανάποδη. Εκθέτει τη χαμένη ενέργεια του
ανθρώπου που διακόπτει τη συνέχεια του ενιαίου χρόνου, ζώντας σε μεγαλουπόλεις,
με κινητά και πολλαπλές εκδοχές πραγματικότητας, ικανές να τον οδηγήσουν στην
αυτοκαταστροφή. Πετυχαίνει, οπότε, να καυτηριάσει τα παραλειπόμενα των σχέσεων,
τα νέα δεδομένα και για το σκοπό αυτό διαμορφώνει ένα πλήρωμα από γκέι με ορμές
και διαδρομές, στον αέρα, χωρίς να κατορθώνουν να προσγειωθούν στο Μεξικό. Ενώ,
στην αρχή, μας προδιαθέτει ότι είναι αυτός ο κόσμος ο αλμοδοβαρικός ο μέγας, δείχνοντας,
για λίγο, την Πενέλοπε Κρουζ με τον Μπαντέρας. Ώσπου η υπόθεση της ταινίας
αρχίζει on board με επιβάτες και πλήρωμα στις θέσεις τους, έτοιμους για το
ταξίδι στην απελευθέρωση.
Η ταινία, ωστόσο, κινείται σε ένα
επίπεδο. Από την αρχή ως το τέλος, διαπιστώνεται μια αβανταδόρικη εμμονή στην
ατάκα, με αποτέλεσμα να μην είναι και από τις καλύτερες ταινίες του μετρ. Μας
έχει συνηθίσει σε καλύτερα δείγματα, από το «Όλα για τη μητέρα μου» μέχρι το «Volver» και «Το δέρμα που
κατοικώ», αναπτύσσοντας ένα διάλογο με τα αλληλοδιαπλεκόμενα θέματα: της
φωτιάς, του εφιάλτη, του ονείρου και της συνάντησης. Εδώ, αντίθετα,
παρακάμπτεται ο μύθος, για να δοθεί όλο το βάρος στο φανερό μελοδραματικό τόνο
της επαφής, χωρίς βάθος ή εξέλιξη. Η απόσταση που τα χωρίζει, το χάος. Ως εκ
τούτου, συγκρίνοντας τον Αλμοδοβάρ του «I’ m so excited» με
τον Αλμοδοβάρ του παρελθόντος του, μόνο απορία μπορεί να προκαλεί η τελευταία
του επιλογή στη φλυαρία χωρίς τον αέρα ποιητικότητας ή το λαβυρινθώδες
πλησίασμα στον ίλιγγο ζωής και θανάτου. Εν τέλει, αυτή είναι η ιστορία μιας
ανείπωτης περιπέτειας ή αλλιώς το πέρασμα στη φυλακή της ομιλίας. Για την
καταγωγή αυτού του προβλήματος, ο Αλμοδοβάρ, σε συνεντεύξεις του, έχει μιλήσει
ειρωνικά αναφερόμενος στην επιρροή των κινητών, στο ανελέητο κυνήγι των
φωτογραφιών με αυτά, όπως και στο σύστοιχο ζήτημα, ότι το να μην εκδηλώνεται, «να
μην μπορεί ο ίδιος να κλάψει αν κάποιος άλλος έχει ένα πρόβλημα, είναι μια τεράστια απώλεια».
Συμβολικά, η ταινία του είναι αυτό που δεν λέει, το αντίθετο του τίτλου της.
Είναι το δυνητικό της ειρωνείας. Ωστόσο, σκηνοθετικά, δεν οδηγεί τους θεατές
κάπου, αλλά τους παρατά σε μια αίθουσα. Και ας γελάσει αυτός που δεν περιμένει
τίποτε άλλο. Ωραίο στιγμιότυπο της ταινίας, βέβαια, είναι η προσφυγή της Λόλα
Ντουένιας στον επιβάτη της οικονομικής θέσης: επειδή η απόλαυση δεν έχει τάξεις,
ιδού το νέο κλείσιμο του ματιού του Πέδρο.
No comments:
Post a Comment