Σε σχέση με αυτήν την αφαιρετική γλώσσα, των
εικόνων ως οργανικών θεμάτων του κειμένου, οι μορφές γίνονται ποζάτες,
επιβάλλονται ως στατικές. Αποπνέουν, ωστόσο, μια μεγαλύτερη δυναμική ιδωμένες σε
βάθος πεδίου. Ώστε, τα «Ονόματα του Πατρός», που αναφέρονται στο ρόλο της
λειτουργίας της γλώσσας και επιδρούν συνακόλουθα στο έργο του μορφικού συνόλου,
προσιδιάζουν σε νέες εγγραφές του χώρου και του χρόνου, για το παρόν και το
πραγματικό, πόσο μάλλον όταν οι καταβολές του εν λόγω έργου έχουν το πρόπλασμα
της σημασίας τους στην τραγική «Ορέστεια». Σύμφωνα, άλλωστε, και με τη λακανική
περίφημη ρήση, ‘‘το Όνομα του Πατρός είναι από πάντα ο μεταφορικοποιημένος
πατέρας, όχι απλώς φορέας μεταφορικοποίησης αλλά και μεταφορικοποιημένος’’. Ως εκ τούτου, πρόκειται για τη
μετάβαση σε ένα εδώ και εκεί συγχρόνως: από το έργο στην παράσταση και
τανάπαλι. Σε αυτή την πράξη ακολουθίας και διαδοχής, η μεταφορά μετονομάζεται
από σχήμα σε ειδολογική διαφορά. Ορίζει τη θεατρική κειμενική γλώσσα. Και
πείθει για το ότι ο γλωσσικός πολιτισμός είναι αυτός που μένει ακόμη και όταν
τα πρόσωπα-φορείς-εκπρόσωποί του δεν αντέχουν άλλο.
Εντοπίζοντας τις δυνατότητες της
αφαιρετικής προσέγγισης στο θέατρο, ο Γιάννης Χουβαρδάς απεικονίζει το σύγχρονο
της τραγωδίας του Γιουτζήν –ή Ευγένιου- Ο’ Νηλ, εστιάζοντας το βάρος της
τελευταίας στη ζωή που οι γονείς στερήθηκαν. Βρισκόμαστε στο τέλος του εμφυλίου
πολέμου στις ΗΠΑ, όταν ο στρατηγός Έζρα Μάννον επιστρέφει στο σπίτι του, στη
Νέα Αγγλία. Αυτή η επιστροφή σηματοδοτεί ανοιχτές πληγές: φέρνει στο φως την παθολογική
αγάπη της γυναίκας του, Κριστίν Μάννον, για τον γιο της Όριν, αλλά και καθιστά
σαφή την προβληματική συμβίωση με την κόρη Λαβίνια. Ώστε, τα θέματα μίσους,
εκδίκησης και καταστροφικού έρωτα τυγχάνει να αντικατοπτρίζονται μαζί, το ένα
μέσα στο άλλο και το πρώτο ως αποκύημα του τελευταίου. Όλα αυτά, βέβαια,
βρίσκονται σε άμεση σχέση με την αστική τάξη και την κατάπτωση του ήθους που
την ακολουθεί, παρόλο το σοβαροφανή και αληθοφανή πουριτανισμό της εποχής. Κατά
συνέπεια, η ασπρόμαυρη αισθητική των ζωντανών – διαμορφωμένων την ώρα της
παράστασης- προσωπογραφιών σε θέση σκηνικού συνάδει απόλυτα με το τραγικό
υπόβαθρο του έργου, ενώ οι φωνές αποδίδουν αντίστοιχα στα επικουρικά μικρόφωνα.
Εξαιρετική και η καταληκτική πρόταση, το έργο να τελειώνει πρώτο, κατ’
ομολογία, ενώ η παράσταση να συνεχίζεται υπό τη σκιά των παραμορφώσεων,
ιδωμένων ως ειδώλων στον κύκλο των φαντασματικών πραγμάτων, της κληρονομιάς,
του θανάτου και της αναγέννησης του παρελθόντος. Όλα τελειώνουν, χάνονται,
σβήνονται και, όμως, είναι εδώ. Έστω και έτσι. Μια παράσταση με ερμηνείες πολύ
καλές, που θα ήταν και καλύτερες αν η ταυτότητα της Λαβίνια ήταν πιο δουλεμένη,
ώστε η φωνή να μη μένει μόνο σε ένα σύρσιμο μίσους, κινούμενη στο ίδιο μήκος,
ιδίως στο πρώτο μέρος της παράστασης. Συνολικά, είναι μια σύγχρονη μεταγραφή
της Ορέστειας στο ύψος των περιστάσεων και ανοιχτή στη χρήση των τεχνολογικών
μέσων, το συνδυαστικό αποτέλεσμα των οποίων ικανοποιεί εν τέλει τις απαιτήσεις
των θεατών.
Μετάφραση
Ερρίκος Μπελιές
Σκηνοθεσία - Διαμόρφωση σκηνικού χώρου
Γιάννης Χουβαρδάς
Κοστούμια Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη Νατάσα Τριανταφύλλη
Μουσική διδασκαλία Μελίνα Παιονίδου
Διανομή:
Στρατηγός Έζρα Μάννον , Ακύλλας
Καραζήσης
Κριστίν Μάννον Καρυοφυλλιά Καραμπέτη
Λαβίνια Μάννον Μαρία Πρωτόπαππα
Όριν Μάννον Χρήστος Λούλης
Πλοίαρχος Άνταμ Μπραντ Γιώργος
Γάλλος
Λοχαγός Πήτερ Νάιλς Αργύρης Πανταζάρας
Χέιζελ Νάιλς Γιούλικα Σκαφιδά
Σεθ, ο επιστάτης των Μάννον
Χρήστος Στέργιογλου
Χρήστος Στέργιογλου
Θεατής 1 Χάρης Τσιτσάκης
Θεατής 2 Θέμις Μπαζάκα
Θεατής 3 Μάγια Λυμπεροπούλου
Θεατής 4 Γιώργος Κοτανίδης
No comments:
Post a Comment