Τα τζιτζίκια του μεσημεριού δίνουν το σύνθημα: εμπρός, ξέχνα μας, κολύμπα. Δεν μετρά ο χρόνος. Τώρα πια, που τα κατάφερα, και είμαι στη Βάρκιζα, τι άλλο θέλω; Απλώνω μέχρι ένα σημείο την πετσέτα μου- το υπόλοιπο είναι διπλωμένο- και βουτώ. Καθώς εδώ είναι πιο «ελίτ» ο κόσμος –έρχεται με τα χρυσά του κι ας είναι για τα βότσαλα-, δεν ανησυχώ, μην τυχόν και μου μετακινήσουν τα πράγματα, όπως συνέβη πρόσφατα στο Καβούρι. Τι ωραίο το νερό, στα Κανάρια… κάνω ένα μεγάλο γύρο, δεν καταλαβαίνω πώς περνά το 40λεπτο. Βγαίνω. Το τοπίο έχει αλλάξει τελείως. Δεν συναντώ το ζευγάρι με την τσάντα, την οποία είχα πάει πιο ψηλά, να μην τη βρέξει το ατελείωτο κύμα. Λογικό. Δεν συναντώ, όμως, και τα δικά μου πράγματα. Πέραν λογικής. Διότι, αυτή τη φορά, μια άλλη ελληνική οικογένεια –τι στο καλό φέτος- με τη μεγάλη ομπρέλα navy lifestyle, έχει κυριολεκτικά στρατοπεδεύσει ακριβώς μπροστά στην πετσέτα μου, τόσο που δεν γίνεται ούτε να ξεδιπλώσω το υπόλοιπο μισό της. Ενημερώνω –για το αυτονόητο- τη μία καθισμένη κυρία –σε καρεκλάκι παραλίας βεβαίως- ότι εδώ «ήθελα», «σκόπευα» να κάτσω. Και η απάντηση; Α, δεν σας είδαμε. Και το σχόλιο του κυρίου, έρχεται ευθύς αμέσως: έρχονται μερικοί και εξαφανίζονται. Πόσο γυάλισε το μάτι της εξαφανισμένης, δεν ξέρω, πάντως απάντησα και στους δυο: στην κυρία, ότι, για να μη μετακινηθεί το μικρό τους σπίτι παραλίας, θα πήγαινα πιο πέρα, στον κύριο, ότι θάλασσα σημαίνει κολύμπι, όχι καθήλωση. Το μαγικό χαλί έχω, ήθελα να ήξερα. Μια πετσέτα καφετί έχω, μάρκας καλλυντικών. Τι συμβαίνει, απορώ. Μήπως να την κάνω πετσέτα-τοτέμ, να μην την πειράζουν, να μην την αγνοούν; Πώς όμως; Αυτό το βιβλίο του Φρόϋντ Τοτέμ και Ταμπού, των εκδόσεων Επίκουρος –Αθήνα, 1978- δεν δίνει καμιά συμβουλή, να πάρει η ευχή…βέβαια, και αυτά, που διαβάζεις, δεν είναι για να τα παραβλέπεις, απεναντίας. Ο τοτεμικός χαρακτήρας, στη βάση του οποίου ομαδοποιούνται τα μέλη του είδους, δηλαδή το τοτέμ, στον πληθυντικό του, έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Για παράδειγμα, εφόσον κάποιος αποκτά το τοτέμ, κληρονομικά και από τη μητέρα, «βάσει των τοτεμικών απαγορεύσεων, δεν θα μπορεί να έχει αιμομικτικές σχέσεις με τη μητέρα και τις αδελφές του». Το ‘‘ίδιο’’ χωρίζει σαρκικά. Θέτει όρια, ο σεβασμός των οποίων αφορά στο φόβο της αιμομιξίας και είναι συνειδητός. Υπάρχει, ωστόσο, και ο φανταστικός πειρασμός/φόβος αιμομιξίας, ιδωμένος στη σχέση γαμπρού-πεθεράς. Αυτός είναι ένας φόβος πολύμορφος, «μια κατάσταση με ασυνείδητες ενδιάμεσες φάσεις».
Και σε αυτό το σημείο, αρχίζεις τους παραλληλισμούς, με τους λαούς των ντοκιμαντέρ ή της διά βίου μάθησης, αν σκοπεύεις να έχεις δική σου εικόνα, ταξιδεύοντας. Πάμε στους Ζουλού. Προκειμένου να καταλήξει στους συλλογισμούς του, ο Φρόϋντ, μνημονεύοντας τον Frazer, (σ. 22) γράφει για τους Ζουλού: «τα έθιμα απαιτούν από τον γαμπρό να ντρέπεται την πεθερά του και να κάνει καθετί για να την αποφεύγει. Δεν μπαίνει στην καλύβα που βρίσκεται αυτή, και όταν συναντηθούν στο δρόμο, ο ένας ή ο άλλος απομακρύνεται, η πεθερά κρύβεται πίσω από ένα θάμνο, ενώ ο γαμπρός βάζει μπροστά την ασπίδα. Όταν δεν μπορεί να αποφύγει ο ένας τον άλλο και η πεθερά δεν έχει τίποτα μαζί της για να κουκουλωθεί, σύμφωνα με την εθιμοτυπία, δένει γύρω από το κεφάλι της μια τούφα χορτάρι. Μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους είτε με κάποιο τρίτο πρόσωπο, είτε φωνάζοντας από μεγάλη απόσταση και εφόσον κάποιο φυσικό εμπόδιο τους χωρίζει. Κανείς δεν πρέπει να προφέρει το όνομα του άλλου». Λοιπόν, νομίζω ότι οι Ζουλού και πολιτισμένοι είναι και δόση ανθρωπιάς έχουν. Δεν θα έκαναν σαν κι εμάς στις παραλίες.
Και γιατί, μήπως αντί για χορτάρι, κι εμείς δεν βλέπουμε κυρίες/πεθερές να φορούν καπελαδούρα ροτόντα –στη θάλασσα-, χωρίς να τις επιτρέπεται να βλέπουν πλάγια παρά μόνο ευθεία, τη μύτη τους; Εκείνοι χορτάρι, εμείς πολιτιστικό προϊόν, αγορασμένο και με τον παρά μας. Παίζουμε; Αλλά άφησα, για το τέλος, το καλύτερο (σ.22 κι αυτό): «στα νησιά του Σολομώντος απαγορεύεται στον γαμπρό μετά το γάμο του να μιλάει ή να βλέπει την πεθερά του. Όταν τη συναντά κάνει σαν να μην την ξέρει και τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί για να κρυφτεί»… Δηλαδή, αν παντρευόσουν εκεί, στο νότιο Ειρηνικό Ωκεανό -βλ. φωτό-, κάνοντας δώρο στο ταίρι σου, ένα μαγικό ταξίδι στο όνειρο, μήπως μετά, για να καλοτυχίσεις, θα πρέπει να ασπαστείς και τούτο το έθιμο; «Ορατών τε πάντων και αοράτων» λοιπόν…είδες, γιατί γνώση σημαίνει δύναμη;
Και σε αυτό το σημείο, αρχίζεις τους παραλληλισμούς, με τους λαούς των ντοκιμαντέρ ή της διά βίου μάθησης, αν σκοπεύεις να έχεις δική σου εικόνα, ταξιδεύοντας. Πάμε στους Ζουλού. Προκειμένου να καταλήξει στους συλλογισμούς του, ο Φρόϋντ, μνημονεύοντας τον Frazer, (σ. 22) γράφει για τους Ζουλού: «τα έθιμα απαιτούν από τον γαμπρό να ντρέπεται την πεθερά του και να κάνει καθετί για να την αποφεύγει. Δεν μπαίνει στην καλύβα που βρίσκεται αυτή, και όταν συναντηθούν στο δρόμο, ο ένας ή ο άλλος απομακρύνεται, η πεθερά κρύβεται πίσω από ένα θάμνο, ενώ ο γαμπρός βάζει μπροστά την ασπίδα. Όταν δεν μπορεί να αποφύγει ο ένας τον άλλο και η πεθερά δεν έχει τίποτα μαζί της για να κουκουλωθεί, σύμφωνα με την εθιμοτυπία, δένει γύρω από το κεφάλι της μια τούφα χορτάρι. Μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους είτε με κάποιο τρίτο πρόσωπο, είτε φωνάζοντας από μεγάλη απόσταση και εφόσον κάποιο φυσικό εμπόδιο τους χωρίζει. Κανείς δεν πρέπει να προφέρει το όνομα του άλλου». Λοιπόν, νομίζω ότι οι Ζουλού και πολιτισμένοι είναι και δόση ανθρωπιάς έχουν. Δεν θα έκαναν σαν κι εμάς στις παραλίες.
Και γιατί, μήπως αντί για χορτάρι, κι εμείς δεν βλέπουμε κυρίες/πεθερές να φορούν καπελαδούρα ροτόντα –στη θάλασσα-, χωρίς να τις επιτρέπεται να βλέπουν πλάγια παρά μόνο ευθεία, τη μύτη τους; Εκείνοι χορτάρι, εμείς πολιτιστικό προϊόν, αγορασμένο και με τον παρά μας. Παίζουμε; Αλλά άφησα, για το τέλος, το καλύτερο (σ.22 κι αυτό): «στα νησιά του Σολομώντος απαγορεύεται στον γαμπρό μετά το γάμο του να μιλάει ή να βλέπει την πεθερά του. Όταν τη συναντά κάνει σαν να μην την ξέρει και τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί για να κρυφτεί»… Δηλαδή, αν παντρευόσουν εκεί, στο νότιο Ειρηνικό Ωκεανό -βλ. φωτό-, κάνοντας δώρο στο ταίρι σου, ένα μαγικό ταξίδι στο όνειρο, μήπως μετά, για να καλοτυχίσεις, θα πρέπει να ασπαστείς και τούτο το έθιμο; «Ορατών τε πάντων και αοράτων» λοιπόν…είδες, γιατί γνώση σημαίνει δύναμη;
No comments:
Post a Comment