Πόσο επεξηγηματικός μπορεί να γίνει, ένας σύζυγος, προκειμένου να είναι «σύζυγος»; Πάω να βρέξω τα ποδαράκια μου στη θάλασσα, γιατί ψήθηκαν στην άμμο, κι έρχομαι. Ήρθε. Ιδρώνεις, για να μην αφυδατώνεσαι. Πάω να κάνω ένα τσιγάρο κι επιστρέφω. Επέστρεψε. Έλα να βγάλουμε το πάνω μέρος του μαγιού, στο κοριτσάκι. Τι verbalisation, θεέ. Όχι δεν με ενόχλησε τόσο η γενική όσο αυτό το οικογενειακό νταβαντούρι πάνω απ’ το κεφάλι μου. Μήπως θα ήταν προτιμότερο να ήταν τελικά εκείνοι πιο κάτω κι εγώ στη θέση τους; Διότι, ενώ κάθε φορά στο Καβούρι, αφήνω την τσάντα μου και μετά το κολύμπι απλώνω την πετσέτα, στην άμμο, αυτή τη φορά έσπασε το πρωτόκολλο. Και άντε τώρα να πείσεις τον κύριο σύζυγο, ότι βλέπεις τσάντα –και παπούτσια- σημαίνει, ότι εκεί πλέον είναι ένα σημείο πιασμένο. Στον αέρα, μέχρι σήμερα, οι πετσέτες δεν μένουν, δεν συνηθίζεται. Οπότε, μετακινείς τσάντα, έχεις λεζάντα. Ο διάλογος αφορά σε σοβαρά ζητήματα. Άσε που δεν έβλεπα τα πράγματά μου, ενώ κολυμπούσα, και αγχώθηκα. Βγαίνω και βλέπω την τσάντα, αλλού γι’ αλλού –και γιαλού-. Ένας σπεύδει να με ενημερώσει, ότι είναι και μια γιαγιά, στην οικογενειακή παρέα, που δεν βλέπει. Έλα, μου δείχνει, περιμένοντας ότι θα αφήσω το καλό σημείο και θα πάω να μιλάω με τον πρώτο τυχόντα, δηλαδή, με αυτόν, που έβλεπε και δε μίλησε, ότι κι εγώ, βρε παιδί μου, θα επέστρεφα. Μόνο ο σύζυγος επιστρέφει δηλαδή; Δυναμικά λοιπόν, παίρνω τα πράγματα, που είχαν εκτοπίσει τα δικά μου, και τα μεταφέρω παραπέρα. Σύσσωμη η ελληνική οικογένεια, ο σύζυγος, που δεν είδε, και η σύζυγος, που δεν την περιμέναμε –ναι, να κρατούσα και σημαία- τα έβαλαν μαζί μου, επειδή μετέφερα τα πράγματά τους. Αυτή είναι η οικογενειακή μελωδία της ελληνικής παραλίας. Πολλοί μαζί παίρνουν ένα μικρό σπίτι στην άμμο και αρχίζουν τη «συζήτηση». Όπως την εννοούν οι ίδιοι. Σαν έπεσες στο διάβα τους, διαπιστώνεις ότι η αλήθεια είναι εύθραυστη. Και από επίθετο– στον τίτλο του βιβλίου Η εύθραυστη αλήθεια του Ζ. Ι. Σιαφλέκη (είναι και Βολιώτης), εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2005 (β’ ανατύπωση)-, η εύθραυστη πλέον είναι το κατηγορούμενο. Το ζητούμενο. Πόσο εύθραυστοι είμαστε, για να οχυρωνόμαστε, έναντι άλλων, μιλώντας δυνατά ακόμη και για τα πιο ασήμαντα περιστατικά; Πάω να βρέξω τα πόδια μου. Έλεος. Πώς μετά να διαβάσει τον Σιαφλέκη κάποιος που έχει φωνή για να βρέχονται και τα πόδια του; Εγώ η αυστηρή, το κοριτσάκι που δεν είχα μυαλό, παρόλα αυτά ήρεμα χάζευα τη θάλασσα, σε παύσεις περισυλλογής, και ξανά διάβαζα στο κείμενο, ότι «η διαδικασία της μυθοπλασίας είναι μια λειτουργία σύνθετη: μέσα στο ίδιο κείμενο οι ρόλοι του αναγνώστη και του συγγραφέα εναλλάσσονται δημιουργώντας έτσι τη ρητορική του κειμένου και παράγοντας το μεγαλύτερο μέρος της σημασίας του» (σ. 13, για το λογοτεχνικό μύθο και τη συγκριτική γραμματολογία). Αυτά είναι. Πέρασε το δίωρο, τίναξα άμμους, και με τις σκέψεις ήρεμα έφυγα. Τώρα που το σκέφτομαι, το συμβάν ήταν θεατρικό. Απολαυστικότατο.
*η φωτογραφία είναι από τη Σίφνο...
*η φωτογραφία είναι από τη Σίφνο...
No comments:
Post a Comment