‘‘Ο συγγραφέας δεν πρέπει να μένει αδιάβροχος’’
Β. Χ.
Η Πουπέ παίζεται για δεύτερη χρονιά φέτος στο Θέατρο Σφενδόνη. Πώς συνέλαβες την ηρωίδα σου, τη Ρίκα;
Β.Χ.: Όλη η ιδέα γεννήθηκε στο κεφάλι της Άννας Κοκκίνου. Είχε την ιδέα του θέματος που ήταν η κούκλα, σε οποιαδήποτε μορφή θα μπορούσαμε να το εκμεταλλευτούμε. Αυτό ήταν το κυρίαρχο και βασικό. Αυτό που λειτούργησε αμέσως σε μένα, επειδή μου αρέσει πολύ, ήταν η πρόθεση της Άννας να είναι το έργο κωμωδία. Η λέξη κωμωδία αποδείχθηκε μαγική εκείνη τη στιγμή και θέλησα να πάρω λίγο χρόνο, να δω αν ξυπνά κάτι μέσα μου. Πολύ σύντομα άρχισα να προσανατολίζομαι σε κάποια ιδέα που μου άρεσε και έτσι της είπα να προχωρήσουμε. Φυσικά, δεν θα ήταν δυνατόν να παίξει ένα έργο που δεν θα της άρεσε. Γι’ αυτό έλεγα πάντα στην Άννα ότι θέλω να γράψω ένα κείμενο που να το χαρώ πραγματικά , ώστε και η ίδια να είναι ελεύθερη να το απορρίψει αν δεν την ικανοποιούσε στο τέλος, χωρίς να αισθάνεται πως μπήκα σε μια διαδικασία να κάνω μια δουλειά, η οποία δεν ολοκληρώθηκε.
Πώς και ο τίτλος είναι στα γαλλικά (λα πουπέ) και όχι στα ελληνικά (η κούκλα);
Β.Χ: Τίτλο βρίσκω πάντα στο τέλος, στην καλύτερη περίπτωση μετά τα μισά του γραπτού. Προέκυψε από τη φίρμα της ηρωίδας που έχει τυπωμένη στις κάρτες της. Δεν θέλει, λέει, κάποιος να σκίζει, να πετάει μια κάρτα που γράφει το όνομά της, έτσι αναγράφει μόνο τη φίρμα της, που είναι ‘‘λα πουπέ’’. Ήταν και το πρώτο πράγμα που μου είπε η Άννα, η λέξη «κούκλα». Έστω και στη γαλλική εκδοχή, η λέξη αυτή συμπυκνώνει όλη τη θεματολογία του έργου. Επίσης, έχω μια δυσπιστία πάντα στους εντυπωσιακούς, περίεργους, καλλιτεχνικούς και μακροσκελείς τίτλους. Και τα βιβλία, τώρα σκέφτομαι, έχουν απλούς τίτλους: Οι Τέσσερις Τοίχοι, Ο Φιλοξενούμενος, Φυσικές Ιστορίες (όλα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ‘‘Το Ροδακιό’’), η Μεταμφίεση (εκδ. Ιανός). Μου αρέσουν περισσότερο οι μικροί τίτλοι που με κάποιο τρόπο συμπυκνώνουν την ουσία σαν να είναι η περίληψη, το περιεχόμενο του έργου.
Τα τραγούδια στο έργο αποφορτίζουν το κλίμα. Πώς προέκυψαν;
Β. Χ.: Από την πολύ απλή και ανόητη σκέψη ότι θα μου άρεσε να είναι και μιούζικαλ το έργο. Επειδή το μιούζικαλ το έχουμε συνδέσει με έναν θίασο πολυπληθή και με λάμψη, με ένα πλούσιο θέμα και όχι με έναν μονόλογο, αυτό με κέντρισε. Μου φάνηκε ενδιαφέρον πώς μπορεί να υπάρξει μονόλογος μιούζικαλ. Τα τραγούδια, βέβαια ήθελα να λειτουργούν στο έργο όπως στα έργα του Μπρεχτ, να μην είναι διακοσμητικά όπως στο αμερικάνικο μιούζικαλ. Ήθελα να λειτουργούν με κάποιο τρόπο διαφωτιστικό για το πρόσωπο και για την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται. Λατρεύω επίσης τη μουσική της Στέλλας Γαδέλη, που ήταν ιδέα της Άννας. Αρχικά δεν ήθελα να γράψω τους στίχους αν και ήξερα ποια αίσθηση και ποιο θέμα έπρεπε να αποπνέει το κάθε τραγούδι. Κάποια στιγμή, λοιπόν, η Άννα μου λέει πολύ αποφασιστικά ‘‘εσύ θα γράψεις τους στίχους. Κανείς άλλος δεν μπορεί να κάνει αυτό που εσύ έχεις στο νου σου’’. Και πραγματικά τους έγραψα πολύ γρήγορα.
Γενικά κρατάς είτε τον αναγνώστη είτε το θεατή σε ένα σασπένς, σε μια σχέση που δεν έχει πλήρως ξεκαθαριστεί.
Β. Χ.: Υπάρχει αυτό, και σε αυτό το έργο, το είδες και εσύ;
Ναι. Και στους Τέσσερις τοίχους υπήρχε, και στη Μεταμφίεση. Επίσης υπάρχει η σχέση με το αντικείμενο.
Β. Χ. : Πολύ σωστή παρατήρηση αυτή. Είμαι λάτρης των αντικειμένων. Για τα άψυχα γενικά, όταν έρχονται στα χέρια σου και πόσο μάλλον όταν δεν είναι καινούρια, αισθάνεσαι πραγματικά ότι έχουν διανύσει μια ζωή δική τους. Όταν πια καταλήγουν σε σένα, δεν μπορούν να σου πουν τι κουβαλούν επειδή δεν έχουν στόμα, μπορείς να φαντάζεσαι ή να υποψιάζεσαι κάποια πράγματα αλλά είναι πραγματικά σαν μία σφίγγα. Έχουν υπάρξει σε άλλα δωμάτια, σε άλλους χώρους, έχουν δει, ακούσει -με μία μεταφορική έννοια βέβαια- και αν μη τι άλλο έχουν δεχτεί διάφορες ενέργειες. Άλλα έχουν μείνει κρυμμένα σε υπόγεια, άλλα έχουν στολιστεί σε σαλόνια, έχουν ποτιστεί με κάτι. Αυτό παλιότερα το είχα πολύ με τα ρούχα. Μου άρεσε πολύ να πηγαίνω στα μαγαζιά με τα μεταχειρισμένα και να παίρνω ένα πουκάμισο, προφανώς κάποιου τουρίστα, που ήρθε στην Ελλάδα, ξέμεινε από λεφτά και το πούλησε. Το να φοράς εσύ μετά ένα ρούχο που υπήρξε ενός άλλου ανθρώπου και με το οποίο είχε κάνει κάποια πράγματα αυτός ο άνθρωπος, είχε ταξιδέψει, είχε βγει ραντεβού, είχε δει μια παράσταση, είχε ζήσει, για μένα αυτό είναι κάτι ισχυρό, με κεντρίζει.
Έχει ένα μυστήριο.
Β. Χ.: Αν το δεις. Αλλιώς βλέπεις ένα σκέτο πουκάμισο, ένα μολύβι. Τα αντικείμενα αν και άψυχα, αν και χωρίς μυαλό, χωρίς στόμα, δεν παύουν να έχουν μία δική τους ζωή.
Για τους χαρακτήρες σου, ανατρέχεις σε βιβλία ψυχολογίας;
Β. Χ: Όχι, καθόλου. Ίσως θα έπρεπε, δεν το καυχιέμαι, απλά, δεν λειτουργώ με αυτόν τον τρόπο καθόλου. Όταν μου έρθει η μορφή του προσώπου – και μορφή δεν εννοώ την εξωτερική, εννοώ τη φτιαξιά του ήρωα -, αυτό είναι που πια οδηγεί πολύ καθαρά. Νομίζω αν ξέρεις καλά τον εαυτό σου και μερικούς ανθρώπους, είναι σαν να έχεις ένα κλειδί για να πλάθεις οποιοδήποτε χαρακτήρα, ακόμη και τελείως διαφορετικό και έξω από τη γκάμα αυτή που έχεις μελετήσει, επειδή είναι σαν κάπως όλοι να ανοίγουμε με το ίδιο κλειδί. Ο συγγραφέας δεν πρέπει να μένει αδιάβροχος.
Το νέο σου έργο, η Λάσπη, που ανεβαίνει στη Β’ σκηνή της Οδού Κεφαλληνίας, τι θέμα έχει;
Β. Χ: Είναι με τρία πρόσωπα. Μια γυναίκα επιστρέφει σε ένα εξοχικό σπίτι, που επισκέπτεται αραιά το χρόνο για μια - δυο μέρες και αυτή τη φορά βλέπει ότι μέσα έχουν εγκατασταθεί κάποιοι άνθρωποι, μια οικογένεια. Πρώτη αντίδραση είναι να θέλει να τους πετάξει έξω. Αυτό δεν πιάνει και αρχίζει να αναπτύσσεται μια σκοτεινή σχέση με αυτή και την οικογένεια. Από την οικογένεια βλέπουμε το ζευγάρι, ενώ υπάρχουν και τρία παιδιά μικρά, που δεν τα βλέπουμε ποτέ. Αυτό το έργο έχει γραφτεί τέσσερα, πέντε χρόνια πριν. Τυχαίνει τώρα να ανεβαίνει την ίδια εποχή με τη Πουπέ. Είχε παρουσιαστεί την άνοιξη στο θεατρικό αναλόγιο του Εθνικού, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη. Γράφτηκε μέσα από μια ιδέα, που αμέσως φάνηκε ότι θα γινόταν θεατρικό έργο και όχι κάτι άλλο. Πολλές φορές η ιδέα υπαγορεύει και τη μορφή, το είδος που θα ντυθεί για να υπάρξει και να βγει στον κόσμο. Ξεκίνησε χωρίς να έχω στο νου μου ποιος θα παίξει. Γράφτηκε επειδή το ζήτησε το ίδιο και μέσα σε ένα χρόνο, από τις αρχές μέχρι το τέλος του 2004, παρόλο που στο ενδιάμεσο ίσως έκανα και άλλα πράγματα. Το τέλος, το άλλαξα να σκεφτείς, πριν από λίγο καιρό.
Άλλαξε με βάση τη σκηνική εμπειρία και τους ηθοποιούς;
Β. Χ.: Δε με ενθουσίαζε ποτέ το τέλος. Και μέσα από μια συζήτηση με τη σκηνοθέτιδα, τη Λίλη Μελεμέ, - Πειραματική Σκηνή του Εθνικού – μου φωτίστηκε ένα παράθυρο πώς να κλείσει το έργο.
Τον τίτλο Λάσπη, το βρήκες στο τέλος;
Β. Χ.: Εντελώς στο τέλος αφού αρχικά είχε έναν άλλο τίτλο. Καιρό μετά που είχε τελειώσει, μήνες μετά, είπα, όχι δεν είναι σωστός. Λάσπη πρέπει να λέγεται.
Ποιοι θα παίζουν;
Β. Χ.: Η Μαρία Καλλιμάνη, ο Δημήτρης Ξανθόπουλος και η Πηνελόπη Μαρκοπούλου. Είναι τρεις νέοι ηθοποιοί.
Καλή επιτυχία σας εύχομαι.
Β. Χ.: Ευχαριστούμε. Έχουμε ανάγκη τις ευχές.
No comments:
Post a Comment