11.11.08

Μη μου τη γλώττα τάραττε

Η πρωτοτυπία και το νόημα διάγουν παράλληλους βίους. Διότι έχει νόημα η ύστερη ανάγνωση ενός κειμένου, στην εξέλιξη της οποίας διαφαίνονται πιο φωτεινές οι σχέσεις των συλλογισμών, δεν έχει όμως πρωτοτυπία, ακριβώς επειδή το κείμενο έχει στερηθεί την αρχική του ανάγνωση, που στην πλειονότητα των περιπτώσεων, εξ ορισμού και μόνο ως πρώτη, είναι και πρωτότυπη. Κατ’ επέκταση, η πρωτοτυπία δεν ανταμώνει το νόημα και το νόημα δεν ανταμώνει την πρωτοτυπία εφόσον αυτό εκλαμβάνεται ως αποκωδικοποίηση, αφορμή για τη συγκρότηση προσωπικότητας και διασταθμός που οδηγεί από την εγκράτεια στη σωφροσύνη. Ομοίως, το νόημα δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την επανάληψη μέσω της οποίας προσεγγίζεται. Όταν η επαναληπτική διαδικασία είναι ατελέσφορη, δεν μπορούμε να καταλήξουμε στο νόημα.

Και το ερώτημα είναι: μπορεί η πρωτοτυπία από μόνη της να έχει νόημα; Τότε αντίστοιχα θα γινόταν αναφορά σε ένα πρωτότυπο νόημα, το οποίο θα μας εφιστούσε την προσοχή σε μια άλλη δυναμική, πιο σύνθετη και εκ των πραγμάτων πιο επιτακτική.

Στα πλαίσια αυτής της νέας δυναμικής, το ζήτημα των ταυτοτήτων αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ακριβώς επειδή ολοένα και περισσότερο παρατηρείται το φαινόμενο της σχάσης ταυτότητας και ρόλου, ακριβώς επειδή το ‘‘είμαι’’ διαφοροποιείται έντονα από το ‘‘κάνω’’, δεν είναι ξεκάθαρη η σχέση του ατόμου με αυτό που προκύπτει, με αυτό που έχει, αν τελικά το έχει και δεν κατέχεται από την πολυπλοκότητα των συνθηκών. Στην παραδειγματολογική περίπτωση του δημοσιογράφου, τα πράγματα είναι εξ ορισμού του ίδιου του επαγγέλματος σύνθετα, εφόσον υπάρχει η σχέση με το κείμενο, το δημόσιο και αναπόφευκτα η σχέση με τη γλώσσα. Ακόμη και αν το άτομο στερείται το θεσμικό ρόλο του, απέχοντας, δεν στερείται και την ταυτότητά του, το φάσμα της οποίας είναι πλέον ανεξάρτητο του ρόλου. Στην ερώτηση ‘‘είστε…;’’ το άτομο μπορεί να επιβεβαιώσει, να επαληθεύσει λεκτικά την ταυτότητά του, αποφαινόμενο ότι είναι δημοσιογράφος και να ξαναβρεί τον εαυτό του. Όταν όμως δεν ασκεί τη δημοσιογραφική ιδιότητα επαγγελματικά, η έννοια της ιδιότητας γενικότερα, αποβαίνει ταυτόχρονα ανύπαρκτη ως ύλη και ενύπαρκτη ως μια εσχατολογική ιδιότητα – μόρφωμα της προσωπικότητας. Μπορεί, λοιπόν, ή πρέπει – πέρα από τις οικονομικές παραμέτρους που επίσης ωθούν το άτομο προς αυτήν την κατεύθυνση- να κάνει κάποιος ένα επάγγελμα ανεξάρτητα από αυτό που έχει σπουδάσει; Ένας ρόλος αντίθετος προς την ταυτότητα, έτσι όπως ο ίδιος διαισθάνεται την ταυτότητά του και τον ίδιο του τον εαυτό, μπορεί και πρέπει να διαμορφώνεται;

Η απάντηση στο πρώτο σκέλος είναι ότι φυσικά και είναι δυνατόν να αναπτύσσεται ένας ρόλος διάφορος της ταυτότητας του ατόμου. Στο δεύτερο σκέλος, δεν υπάρχει μία απάντηση, υπάρχουν όμως ενδείξεις, στα πλαίσια των οποίων συμβαίνει τελικά η αναντιστοιχία ταυτότητας και ρόλου να έχει πρωτότυπο νόημα. Τα παιχνίδια εξουσίας που είναι σύμφυτα στο κοινωνικό υπόστρωμα, αναγκάζουν μεν το άτομο να υπάγεται – άρα να συμβιβάζεται- στις δημόσιες σχέσεις οικονομίας και κοινωνίας, όμως επίσης του δίνουν τη δυνατότητα να μην αρκείται στις παράλληλες λύσεις αλλά να ευελπιστεί στις κάθετες επιλύσεις. Αυτό σημαίνει πως μέσα από την πάλη ταυτότητας και ρόλου, μέσα από την μεταξύ τους αντιπαράθεση, προκύπτει τελικά ένα πιο ισχυρό νόημα, από εκείνο που θα εγκυμονούσε η ενδεχόμενη συστοιχία τους.

Διότι η άρνηση ενεργοποιεί το άτομο, ενώ η θετικότητα το τρέπει σε παθητικό, υπό την έννοια ότι η συναναστροφή με αντίπαλα πεδία, σε βάθος χρόνου οδηγεί τον εμπλεκόμενο προς την ωριμότητα. Αδυνατώντας ο λόγος του να συμπέσει στο λόγο του άλλου, το άτομο καλείται να διαχειριστεί αυτήν την ανισότητα των λόγων, τη διαφορά τους και μέσα από την πρόσληψη της διαφοράς, την επεξεργασία και την υπερπήδησή της, καταλήγει πιο δυνατό από ότι ήταν. Όταν ο λόγος του άλλου είναι ανώτερος του δικού του – πιο συγκροτημένος, με ορισμένη οικονομία και κατ’ επέκταση πιο απαιτητικός- το άτομο προσαρμόζει τον δικό του στον ξένο λόγο, αδυνατώντας να αρνηθεί την επιρροή του άλλου. Όταν όμως ο δικός του λόγος είναι ανώτερος από τον αντίστοιχο του άλλου, παρατηρείται τότε ένα συναισθηματικό εκτόπισμα, ώστε και πάλι να ελέγχεται: αυτή τη φορά όχι από ένα ξένο αίτημα αλλά από τους προσωπικούς του εκνευρισμούς και τις θυμωμένες παύσεις, καταστάσεις που προέρχονται και προκαλούνται από τη δυσμενή παρουσία του άλλου.

Ωστόσο, η σχέση δημοσίου, κειμένου και γλώσσας προϋποθέτει την παρουσία του άλλου. Επομένως, η ωριμότητα και η δεδομένη επαφή με την ετερότητα δεν είναι χαμένος χρόνος αλλά κέρδος. Η πολυμορφία των ρόλων είναι ένας άξονας επιβράβευσης για την πετυχημένη διαχείριση καταστάσεων. Ο ρόλος που δεν έχει αναληφθεί από το άτομο, αυτός ο πρώτος ρόλος είναι κατά συνέπεια εξίσου πρωτότυπος και με νόημα. Και η γλώσσα; Η γλώσσα, η σχέση με το κείμενο δεν επαφίεται στην εξωτερικότητα όπως ο εκάστοτε πρώτος ρόλος, αλλά στηρίζεται στην εσωτερικότητα του ατόμου. Αυτό που υπάρχει εκ των έσω εκδηλώνεται, ή προσπαθεί να εκδηλωθεί και στη συνέχεια να κατοχυρωθεί λεκτικά. Στην προκειμένη περίπτωση, η ταυτότητα μπορεί επιτέλους να γίνει αισθητή, μέσα από τις λέξεις και τους συνδυασμούς τους. Ενώ λοιπόν πρόκειται για μια μοναδική, ενός ατόμου πράξη, η έννοια της γραφής προϋποθέτει το συλλογικό εγώ, ώστε να έχει ουσία, αλλιώς εσωτερικότητα. Μη μου τη γλώττα τάραττε, λοιπόν, αλλιώς, ας αφήσουμε τη ζωή να κάνει τον κύκλο της και η επαφή με το άλλο και το δημόσιο να μη στέκεται τρομοκράτης αλλά ενδείκτης ωριμότητας για το άτομο, ώστε να δέχεται τις προ(σ)κλήσεις των εποχών.


No comments: