Βιβλία από το συρτάρι
Ήμουν στο Γυμνάσιο, στα περιβόητα Άσπρα Σπίτια, όταν έμαθα για το Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Τα Άσπρα Σπίτια, το συζητούσα με μια παιδική φίλη τις προάλλες, είναι ο ιδανικός προορισμός για ένα ζευγάρι με στόχο να πετύχουν αμφότεροι στο family project. Διότι, όταν εμείς ζούσαμε εκεί, έξοδα συγκλονιστικά δεν υπήρχαν, οπότε και τα νεύρα γονέων δεν κλονίζονταν, αντίθετα υπήρχε η δυνατότητα της περίφημης αποταμίευσης, ώστε με το που θα γινόμασταν 18, ξέραμε ότι θα σπουδάζαμε και θα μέναμε μόνοι μας χάρη στην ΤΡΑπεζα Γονέων και Κηδεμόνων Άσπρων Σπιτιών (ΤΡΑ.ΓΚ.ΑΣ). Ακόμη τότε οι τράπεζες δεν είχαν αρχίσει να δίνουν υποτροφίες, και διαπιστώνεται, τελικά, ότι οι έξτρα παροχές – πάρε laptop κλπ- δίνονται όταν έχουν κοπεί τα βασικά οφέλη από την κοινωνία, οπότε η παροχή πρέπει να προσφερθεί διά της εξαίρεσης και όχι να εφαρμοστεί ως κανόνας.
Στο ερώτημα, αν υπάρχει Άγιος Βασίλης, (που δε με απασχόλησε και ποτέ), η απάντηση θα ήταν: «υπάρχουν τα Άσπρα Σπίτια». Βέβαια, κανείς δεν είναι από τα Άσπρα Σπίτια. Όλοι που μεγαλώσαμε εκεί, σύμφωνα με το family project πάντα, είμαστε από κάπου αλλού. Μάλλον όμως ανήκουμε και στα Άσπρα Σπίτια.
Είχα λοιπόν το Ζητιάνο από χρόνια, αλλά δε θυμόμουν πολλά. Σε μια πρόσφατη διαδρομή Βόλος-Αθήνα με το λεωφορείο, το πήρα μαζί μου και το ξαναδιάβαζα. Τι έμεινε από το καρναβάλι 2010; Ο Ζητιάνος και στοπ. Φυσικά, και το κατσικάκι.
Ποτέ δεν είναι αργά για να ξαναδιαβάσεις ένα έργο και ακόμη καλύτερα, αν ανοίγοντας τις πρώτες σελίδες, ξετυλίγεται και ένας χάρτινος ρομαντικός κόσμος: όταν το μυθιστόρημα του Καρκαβίτσα κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις δωρικός, σε έκδοση του 1985, και στοίχιζε 1050 δραχμές. Ανακαλύπτοντας ότι το κείμενο -καθαρεύουσας κατά το ήμισυ- υπάρχει, σήμερα, ολόκληρο και στο διαδίκτυο, παραπέμπω στους αντίστοιχους συνδέσμους. Πάντως, απολαμβάνουμε την ανάγνωση κλασικά-παραδοσιακά: στο χέρι και με σημειώσεις.
Το γλωσσικό ύφος του Καρκαβίτσα αποζημιώνει τον αναγνώστη ενώ τον ετεροχρονίζει στην εποχή της Ελλάδας μετά την Τουρκοκρατία. Πώς περνούν τα χρόνια, πώς κάποια σύνδρομα-της κατοχής και της κουτοπονηριάς- παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο. Ο Τζιριτόκωστας, του Τζιριτόγιωργα ο γιος, που έχει δει όλων των ειδών και των σχημάτων τα μπαστούνια του πατέρα του και, δίπλα σε αυτά, τα άδεια καρφιά στον τοίχο να προορίζονται για τα δικά του μπαστουνοκατορθώματα, σταδιοδρομεί ως έμπορος της εποχής, δηλαδή ως ζητιάνος. Πουλά βότανα και υπηρεσίες καλής θελήσεως, συμπαράσταση στον πλησίον που σημαίνει αληθινό «παραμύθι». Ο ζητιάνος, «ένα ψέμα που λέει την αλήθεια» (Ζαν Κοκτώ), δε θα μπορούσε να είναι «στουρνάρι». Είναι η κατεπείγουσα αφορμή για να ξεσκεπαστούν κοινωνικές συμπεριφορές.
Φτάνοντας στο Νυχτερέμι, ένα χωριό της Θεσσαλίας, ο Τζιριτόκωστας τρώει το ξύλο της χρονιάς από το φαντασμένο νταή και τελωνοφύλακα Πέτρο Βαλαχά αλλά, όπως το λέει ο λαός, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Ο Τζιριτόκωστας «ανασυγκροτείται» και με τα κόλπα του πετυχαίνει να κερδίσει με το μέρος του, πρώτα τις γυναίκες και έπειτα και τους άντρες της περιοχής, από τον Παπαρίζο μέχρι και το Μαγουλά.
Πρόκειται για σάτιρα, γνωρίσματα της οποίας είναι η αμεσότητα και το πηγαίο χιούμορ, το οποίο, υπόγεια, από το ρέοντα προφορικό λόγο, μετεξελίσσεται και αγγίζει τα όρια της ποιητικότητας. Παραθέτω χαρακτηριστικά, από τη σελίδα 101, ένα μικρό απόσπασμα: «μόλις (το νερό) ξεσπά, φλοισβίζει χιλιόκροσσο, νοτίζει τον γειτονικό άμμο δαντελλωτά, με αφρούς σπιθοβόλους τον σκεπάζει και ράθυμο πάλι στριφώνεται και πισοδρομεί συνεπαίρνοντας χαλίκια και πετράδια στους κόρφους του». Σε αυτό το μικρό απόσπασμα, βλέπουμε τη μίξη των εικόνων-εννοιών, αντιλαμβανόμαστε την κίνηση του ανέμου, η οποία εμφανίζεται ως η ίδια δύναμη για νερό και κρόσσια, και άρα, συσχετίζουμε, στη βάση της ενέργειας που προκαλεί την πτύχωση, πράγματα που συμβαίνουν στην καθημερινότητά μας αλλά μένουν ασυσχέτιστα. Εδώ, το επίθετο «χιλιόκροσσο» προ-οικονομεί στη συνέχεια την αναφορά στο «δαντελλωτά». Βέβαια, και σε αυτό το απόσπασμα, γίνεται αντιληπτή η επανάληψη διάφορων συνδυασμών συμφώνων, εξυπηρετώντας τη λειτουργία της γλώσσας ως εάν ήταν θάλασσα, στα κύματα-λέξεις της οποίας οι «γλωσσοποίητοι» συνδυασμοί συμφώνων παίζουν τάζοντας για να παίξουμε μαζί τους. Η ανάγνωση γίνεται απολαυστικό παιχνίδι υπόσχεσης: υπάρχει καταφύγιο, υπάρχουν Άσπρα Σπίτια.
Η λεπτολογική περιγραφή είναι ένα από τα αξιομίμητα χαρακτηριστικά της γραφής του Καρκαβίτσα. Παράδειγμα: βλέπουμε ότι τα μπαστούνια του Τζιριτόγιωργα διακρίνονται σε «ολόισια, γυριστά ή διχαλωτά, χυτά, στην άκρη με ρίζα χοντρή ή με κόμπους, στραβά, ξεφλουδισμένα ή δαγκωμένα από τους σκύλους, μισοτσακισμένα ή λυγισμένα, και με γραμμές στη ράχη»(σελ. 36). Κάθε μπαστούνι και καημός, σαν να λέμε. Επίσης, μέσα από τις περιγραφές, που γίνονται αναγκαίες λόγω της πρωτότυπης γλώσσας, αποτυπώνεται το πνεύμα του ανθρώπου που περιγράφεται. Ώστε, ο αναγνώστης δένεται με κάθε χαρακτήρα του μυθιστορήματος. Διότι ο Ζητιάνος είναι ένα πετυχημένα ηθογραφικό μυθιστόρημα, καθόσον το ύφος του συγγραφέα δεν είναι διδακτικό.
Ας αποκαλύψω τη διαίσθησή μου, ότι οι περιγραφές του Καρκαβίτσα δημιουργούν παρόμοια αίσθηση με εκείνες του Ντίκενς, για παράδειγμα στο Ζοφερό Πύργο, μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg. Και με ποια φράση του Καρκαβίτσα θα τελειώσω; Με τα λόγια της γριάς της εκατοχρονίτρας: «Ανάθεμα την κρέμαση κι απέ ο μύλος ακόμη γριγριλίζει…»
Ο Ζητιάνος του Ανδρέα Καρκαβίτσα ανά κεφάλαιο:
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=459&author_id=101
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=460&author_id=101
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=461&author_id=101
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=462&author_id=101
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=463&author_id=101
επικοινωνία με τους συντελεστές της ιστοσελίδας:
snhell@snhell.gr
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%AD%CE%B1%CF%82_%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%B1%CE%B2%CE%AF%CF%84%CF%83%CE%B1%CF%82
Ήμουν στο Γυμνάσιο, στα περιβόητα Άσπρα Σπίτια, όταν έμαθα για το Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Τα Άσπρα Σπίτια, το συζητούσα με μια παιδική φίλη τις προάλλες, είναι ο ιδανικός προορισμός για ένα ζευγάρι με στόχο να πετύχουν αμφότεροι στο family project. Διότι, όταν εμείς ζούσαμε εκεί, έξοδα συγκλονιστικά δεν υπήρχαν, οπότε και τα νεύρα γονέων δεν κλονίζονταν, αντίθετα υπήρχε η δυνατότητα της περίφημης αποταμίευσης, ώστε με το που θα γινόμασταν 18, ξέραμε ότι θα σπουδάζαμε και θα μέναμε μόνοι μας χάρη στην ΤΡΑπεζα Γονέων και Κηδεμόνων Άσπρων Σπιτιών (ΤΡΑ.ΓΚ.ΑΣ). Ακόμη τότε οι τράπεζες δεν είχαν αρχίσει να δίνουν υποτροφίες, και διαπιστώνεται, τελικά, ότι οι έξτρα παροχές – πάρε laptop κλπ- δίνονται όταν έχουν κοπεί τα βασικά οφέλη από την κοινωνία, οπότε η παροχή πρέπει να προσφερθεί διά της εξαίρεσης και όχι να εφαρμοστεί ως κανόνας.
Στο ερώτημα, αν υπάρχει Άγιος Βασίλης, (που δε με απασχόλησε και ποτέ), η απάντηση θα ήταν: «υπάρχουν τα Άσπρα Σπίτια». Βέβαια, κανείς δεν είναι από τα Άσπρα Σπίτια. Όλοι που μεγαλώσαμε εκεί, σύμφωνα με το family project πάντα, είμαστε από κάπου αλλού. Μάλλον όμως ανήκουμε και στα Άσπρα Σπίτια.
Είχα λοιπόν το Ζητιάνο από χρόνια, αλλά δε θυμόμουν πολλά. Σε μια πρόσφατη διαδρομή Βόλος-Αθήνα με το λεωφορείο, το πήρα μαζί μου και το ξαναδιάβαζα. Τι έμεινε από το καρναβάλι 2010; Ο Ζητιάνος και στοπ. Φυσικά, και το κατσικάκι.
Ποτέ δεν είναι αργά για να ξαναδιαβάσεις ένα έργο και ακόμη καλύτερα, αν ανοίγοντας τις πρώτες σελίδες, ξετυλίγεται και ένας χάρτινος ρομαντικός κόσμος: όταν το μυθιστόρημα του Καρκαβίτσα κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις δωρικός, σε έκδοση του 1985, και στοίχιζε 1050 δραχμές. Ανακαλύπτοντας ότι το κείμενο -καθαρεύουσας κατά το ήμισυ- υπάρχει, σήμερα, ολόκληρο και στο διαδίκτυο, παραπέμπω στους αντίστοιχους συνδέσμους. Πάντως, απολαμβάνουμε την ανάγνωση κλασικά-παραδοσιακά: στο χέρι και με σημειώσεις.
Το γλωσσικό ύφος του Καρκαβίτσα αποζημιώνει τον αναγνώστη ενώ τον ετεροχρονίζει στην εποχή της Ελλάδας μετά την Τουρκοκρατία. Πώς περνούν τα χρόνια, πώς κάποια σύνδρομα-της κατοχής και της κουτοπονηριάς- παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο. Ο Τζιριτόκωστας, του Τζιριτόγιωργα ο γιος, που έχει δει όλων των ειδών και των σχημάτων τα μπαστούνια του πατέρα του και, δίπλα σε αυτά, τα άδεια καρφιά στον τοίχο να προορίζονται για τα δικά του μπαστουνοκατορθώματα, σταδιοδρομεί ως έμπορος της εποχής, δηλαδή ως ζητιάνος. Πουλά βότανα και υπηρεσίες καλής θελήσεως, συμπαράσταση στον πλησίον που σημαίνει αληθινό «παραμύθι». Ο ζητιάνος, «ένα ψέμα που λέει την αλήθεια» (Ζαν Κοκτώ), δε θα μπορούσε να είναι «στουρνάρι». Είναι η κατεπείγουσα αφορμή για να ξεσκεπαστούν κοινωνικές συμπεριφορές.
Φτάνοντας στο Νυχτερέμι, ένα χωριό της Θεσσαλίας, ο Τζιριτόκωστας τρώει το ξύλο της χρονιάς από το φαντασμένο νταή και τελωνοφύλακα Πέτρο Βαλαχά αλλά, όπως το λέει ο λαός, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Ο Τζιριτόκωστας «ανασυγκροτείται» και με τα κόλπα του πετυχαίνει να κερδίσει με το μέρος του, πρώτα τις γυναίκες και έπειτα και τους άντρες της περιοχής, από τον Παπαρίζο μέχρι και το Μαγουλά.
Πρόκειται για σάτιρα, γνωρίσματα της οποίας είναι η αμεσότητα και το πηγαίο χιούμορ, το οποίο, υπόγεια, από το ρέοντα προφορικό λόγο, μετεξελίσσεται και αγγίζει τα όρια της ποιητικότητας. Παραθέτω χαρακτηριστικά, από τη σελίδα 101, ένα μικρό απόσπασμα: «μόλις (το νερό) ξεσπά, φλοισβίζει χιλιόκροσσο, νοτίζει τον γειτονικό άμμο δαντελλωτά, με αφρούς σπιθοβόλους τον σκεπάζει και ράθυμο πάλι στριφώνεται και πισοδρομεί συνεπαίρνοντας χαλίκια και πετράδια στους κόρφους του». Σε αυτό το μικρό απόσπασμα, βλέπουμε τη μίξη των εικόνων-εννοιών, αντιλαμβανόμαστε την κίνηση του ανέμου, η οποία εμφανίζεται ως η ίδια δύναμη για νερό και κρόσσια, και άρα, συσχετίζουμε, στη βάση της ενέργειας που προκαλεί την πτύχωση, πράγματα που συμβαίνουν στην καθημερινότητά μας αλλά μένουν ασυσχέτιστα. Εδώ, το επίθετο «χιλιόκροσσο» προ-οικονομεί στη συνέχεια την αναφορά στο «δαντελλωτά». Βέβαια, και σε αυτό το απόσπασμα, γίνεται αντιληπτή η επανάληψη διάφορων συνδυασμών συμφώνων, εξυπηρετώντας τη λειτουργία της γλώσσας ως εάν ήταν θάλασσα, στα κύματα-λέξεις της οποίας οι «γλωσσοποίητοι» συνδυασμοί συμφώνων παίζουν τάζοντας για να παίξουμε μαζί τους. Η ανάγνωση γίνεται απολαυστικό παιχνίδι υπόσχεσης: υπάρχει καταφύγιο, υπάρχουν Άσπρα Σπίτια.
Η λεπτολογική περιγραφή είναι ένα από τα αξιομίμητα χαρακτηριστικά της γραφής του Καρκαβίτσα. Παράδειγμα: βλέπουμε ότι τα μπαστούνια του Τζιριτόγιωργα διακρίνονται σε «ολόισια, γυριστά ή διχαλωτά, χυτά, στην άκρη με ρίζα χοντρή ή με κόμπους, στραβά, ξεφλουδισμένα ή δαγκωμένα από τους σκύλους, μισοτσακισμένα ή λυγισμένα, και με γραμμές στη ράχη»(σελ. 36). Κάθε μπαστούνι και καημός, σαν να λέμε. Επίσης, μέσα από τις περιγραφές, που γίνονται αναγκαίες λόγω της πρωτότυπης γλώσσας, αποτυπώνεται το πνεύμα του ανθρώπου που περιγράφεται. Ώστε, ο αναγνώστης δένεται με κάθε χαρακτήρα του μυθιστορήματος. Διότι ο Ζητιάνος είναι ένα πετυχημένα ηθογραφικό μυθιστόρημα, καθόσον το ύφος του συγγραφέα δεν είναι διδακτικό.
Ας αποκαλύψω τη διαίσθησή μου, ότι οι περιγραφές του Καρκαβίτσα δημιουργούν παρόμοια αίσθηση με εκείνες του Ντίκενς, για παράδειγμα στο Ζοφερό Πύργο, μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg. Και με ποια φράση του Καρκαβίτσα θα τελειώσω; Με τα λόγια της γριάς της εκατοχρονίτρας: «Ανάθεμα την κρέμαση κι απέ ο μύλος ακόμη γριγριλίζει…»
Ο Ζητιάνος του Ανδρέα Καρκαβίτσα ανά κεφάλαιο:
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=459&author_id=101
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=460&author_id=101
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=461&author_id=101
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=462&author_id=101
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=463&author_id=101
επικοινωνία με τους συντελεστές της ιστοσελίδας:
snhell@snhell.gr
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%AD%CE%B1%CF%82_%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%B1%CE%B2%CE%AF%CF%84%CF%83%CE%B1%CF%82
*φωτό: αυτό δεν είναι κατσικάκι, είναι σούπα "γκουλάς" που σερβίρουν στην Πράγα. Τρώγεται και "το περιτύλιγμα", αφού είναι από ψωμί... η "γκουλάς" είναι και αγαπημένο φαγητό κάποιων που συνάντησα, στην Πράγα, δυστυχώς, σε ρόλο ζητιάνων...
No comments:
Post a Comment