5.11.10

Προσεχώς χέρια

Αρκεί μία κίνηση μικρή, μια κίνηση του μισοφέγγαρου, να ρίξει το πρόθυμο χέρι το σκέπασμα, και τότε το άσμα της ημέρας αρχίζει, ενώπιον του φωτός και χωρίς να αγγίζουμε πια, το σκέπασμα όπως και το παρελθόν είναι μακριά, κι εμείς χωρισμένοι από εκείνες τις τροπές συνεχίζουμε στη διάρκεια του εικοσιτετραώρου, κάνει παρεκτροπές εδώ, ενσωματώνεται νέο υλικό στο παλιό, αυτό είναι, χειροφίλημα, η φυσιογνωμία των χεριών είναι το ευνοούμενο προς αναζήτηση, ενώ επιχειρούν, τα χέρια μένουν σταθερά, συγκεντρώνονται, το ένα από το άλλο, στο σκοπό, απέναντι στο κείμενο, μια αγκαλιά για το φυσικό να συμβεί, βήμα-βήμα, πάνω σε πλήκτρα, εναλλάξ και ταυτόχρονα, αίμα-αίμα, τα χέρια συνωμοτούν και τα δυο μαζί, πώς αλλιώς θα αγκάλιαζαν, χωρίς μυστικά, τα χέρια είναι δύναμη, υποβολή, αγάπη, ενδιαφέρον, τα χέρια είναι φύλλα, ζεσταίνουν, κι όμως, μπορούν και κρατούν μικρή θερμοκρασία, τη χούφτα στιγματίζει το μικρό πράσινο αμύγδαλο που ανοίγει στα δύο, βεραμάν και ιδιότροπο, στο χέρι γράφονται σημειώσεις, υπογραμμίζονται, υπενθυμίζονται διαρκώς θέματα, την ίδια ώρα ένας κισσός ανεβαίνει όλο και ψηλότερα, ανάθεμα, ο κρυφός φόβος απ’ την επανάληψη, πού οδηγεί όλο αυτό το φυσικό δαιμόνιο, το πανδαιμόνιο, διατηρείται σε κανονική θερμοκρασία όπως ένα άκαρπο σπίρτο, ένα σπίρτο που δεν άναψε, και ξανά νέο πέσιμο σημαίνει, εναντίον της επάρκειας, δεν είμαστε επαρκείς αλλά επαναλαμβανόμενοι, παίζουμε με τη διάρκεια και τα χέρια, ημιμαθείς καρποί τριγύρω σε νάρκες, κι ούτε σπίρτο αναμμένο ούτε άκρη φωτός στη μονάδα, απαγορεύεται το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους, χέρια ελεύθερα τα καρπερά χέρια, χέρια στο πράσινο, ναρκισσιστικά χέρια, στα παλιά διαμερίσματα, εκεί έχουν μερίδιο λογικής νέοι λογισμοί και λόγοι, νέα ερείσματα, κάποτε ήταν το παραμύθι για ένα κοριτσάκι με τα σπίρτα, τώρα είναι ο παραμυθένιος μαρασμός της γυναίκας με τα σπιρτόκουτα, κάποτε το κοριτσάκι κρατούσε απασχολημένα τα χέρια μη γνωρίζοντας, τώρα η γυναίκα κρατά απασχολημένο το μυαλό της, με άδεια από σπίρτα τα χέρια και γεμάτα μάρκες τα ντουλάπια, δε θέλει να γνωρίζει άλλο, ταξινομεί μικρά σπιρτόκουτα, για να ζει τα μεγάλα, του χείριστου μυαλού της, και είναι στη βολή της να εκμεταλλεύεται χέρια των άλλων, οι άλλοι ως υπηρέτες, τώρα εξυπηρετικό και βολικό είναι το πιο φανταστικό, το ενυπάρχον στο πραγματικό, ένα διαρκές υπόστρωμα μετάλλου μαζί με το μέταλλο, ακόμη πιο σύνθετο αυτό, δεν ξεμαθαίνει το σώμα από το περισσότερο, τα όνειρα πετάγονται μέσα απ’ τη γη, συνθέσεις και βολές χρωμάτων, τα χέρια κοιμίζουν και ξυπνούν κινήσεις, κινήσεις μικρές, μισοφέγγαρα που γίνονται πανσέληνος, όταν το σώμα κουρνιάζει στο στρώμα, και τότε ερχόμαστε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, τι άλλο, επιστροφή, επανάληψη, συνήθεια, η συνήθεια είναι μια άσκηση εξόντωσης αλλά είναι χρήσιμη, υπάρχει βέλος και άρχει στόχος, το βέλος κάποτε θα όριζε τον άντρα, η βελόνα τη γυναίκα, πλέον οι ορισμοί των ρόλων δεν είναι συγκεκριμένοι, μόνο συγκεχυμένοι, για να μη φεύγει ο άντρας μαζί με τα σπίρτα και πίσω του να μένει η γυναίκα με τα άδεια σπιρτόκουτα, δε χρειάζεται καταγραφή, άνοιξε-κλείσε τη βρύση, διαρκώς έχεις κάτι που κάνεις από συνήθεια, χέρια στις τσέπες, το θέμα είναι γιατί ειδικά τώρα, δεν έχεις πού να βάλεις τα χέρια σου, δεν ξέρεις τι να κάνεις με τα χέρια σου, είσαι της συνήθειας, αριθμού πληθυντικού, παιδί εναλλαγών, ζεις στον πληθυντικό ώσπου αγνοείς πόσο εξαρτάσαι από αυτή τη συνήθεια, και η συνήθεια είναι που αλαλάζει, ενώ δεν αλλάζεις τίποτε από τις εναλλαγές σου, εδώ, συστεγάζεται σιγή στο πλευρό σου, έχεις μεράκι, το σαράκι της μέρας, και οι λέξεις κρούουν αισθήματα, αποκρούουν άλλα, ώσπου το ήξερες αυτό, ξαφνικά, το όνομα που μόλις έμαθες, το αποστηθισμένο, υπήρχε από πριν, και σου είχε φανερωθεί, αλλά το είχες χάσει λόγω εξάπλωσης, τεκμήριο είναι η σημείωση, και ενώ έκανες ανάκτηση, του παλιού υλικού, εκτίμηση ονομάζεται αυτό, τιμητικά επεκτείνεται η χαρά προς την ωριμότητα, πώς ο χρόνος δεν πέταξε χωρίς ίχνη, ο χρόνος είχε καλλιτεχνήματα, πυροτεχνήματα πάνω από καραβάνια της ερήμου, ο χρόνος αποζημίωσε, για το ιερό και το ανθρώπινο, αλλά για να φτάσεις στο ιερό, πρέπει να μπορείς και να το αγγίξεις, έστω μια στιγμή, αδειάζουν ποτήρια, συρτάρια, άριες, από κρασί, χαρτί, νότες, στα παλιά συρτάρια ανακαλύπτεις αυτά που είχες ξεχάσει, σε μεταχειρίζονται ξεσκέπαστα αλλά απλώνεσαι παντού, στο δωμάτιο, είσαι ο χρόνος από κρασί, χαρτί και νότες, τέλος, το ράθυμο χέρι ρίχνει το σκέπασμα, να καλύψει όλο το σώμα, και αυτή η μία κίνηση αρκεί.

No comments: