Μου έλειψε. Γυρίζω με τη βαλίτσα και τα κλειδιά στο χέρι. Ανοίγω την πόρτα. Ανάβω το φως. Βάζω φρέσκο αέρα στο δωμάτιο. Βγάζω το πανωφόρι με φόρα, τραβώ προς το μέρος του. Ανοίγω την πόρτα του κλουβιού. Ενώ θα περίμενα να αρχίσει τα πετάγματα ψηλά, ύστερα από την καθήλωση στο ίδιο και το σκοτάδι, αυτός βάζει το ράμφος του να εφάπτεται στη μύτη μου και προσηλώνεται εκεί. Αν δεν γουργούριζε, θα μπορούσε να είναι ψεύτικο πουλάκι αντί για αληθινό. Και μόλις τον επαναφέρω στο κλουβί, για να τακτοποιήσω τα ρούχα, στο μέσα δωμάτιο, αυτός σκούζει διαμαρτυρόμενος. Με θέλει δίπλα. Απόδειξη ότι μόλις τον πλησιάζω, σταματά τη γκρίνια και ρίχνει τα πρώτα σφυρίγματα. Πηγαινοέρχεται και τσιμπολογάει σποράκια. Τίποτε, όμως, δεν χαρίζεται. Έφυγα, έλειψα και θα πληρώσω. Όταν αργότερα τον αφήνω και ο σπόρος βγαίνει έξω, το παιχνίδι δυσκολεύει. Επιλέγει άλλες, απ’ τις συνηθισμένες, στάσεις. Γίνομαι περισσότερο παρατηρητική, περισσότερο υπομονετική. Κοιτώ εκεί που κρεμώ τα μπουφάν, στον καθρέπτη ή ίσως στην κουρτίνα του μπάνιου, και βέβαια, πίσω από τη βιβλιοθήκη, στο τελευταίο ράφι. Παντού μπορεί να κρύβεται. Μια φορά που μου ξέφυγε και κρύφτηκε πίσω από μια εικόνα, της αγίας Αντιγόνης, για μισή ώρα σίγουρα μετά, τον αναζητούσα σε όλα τα στέκια, παλιά και υποτιθέμενα. Με διπλάρωσε το άγχος νομίζοντας ότι τον έχασα από δίπλα μου. Πάτησα μέχρι και το μαγνητοφωνάκι, να παίξει ηχογραφημένα κελαηδήματα των πρώτων μηνών, μήπως ξυπνούσε το ενδιαφέρον του. Τότε παρουσιάστηκε. Θα είχε περάσει ένα τρίλεπτο, όταν ακούστηκε ένας ήχος σαν τσαλαπάτημα. Τότε τον ξετρύπωσα, απ’ τη βιβλιοθήκη. Έκτοτε, κελαηδώντας τα μεσάνυχτα, εξπρές, περνάμε ωραία στον παράδεισο, ενώ φυλλομετρείται άδοξος ο χρόνος στα κλουβιά του μέλλοντός μας.
(συνεχίζεται)
(συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment