15.1.11

Περπατώντας με τον Κάρλος νύχτα

Ιστορίες των Αθηνών (4)

Στην Πατησίων μετά τις δώδεκα οι ανάσες των ανθρώπων είναι μετρημένες μπαταρίες. Οι φορτισμένοι, που εκδηλώνονται δημόσια, τρίβουν τα πόδια από τζιν στη στάση του λεωφορείου, για να ζεσταίνονται περισσότερο όσο περιμένουν, ενώ οι αφόρτιστοι, που νίπτουν τις αντιδράσεις στο σπίτι, περιμένουν Σοφία ορθοί. Παρόλα αυτά όλοι αποτελούν πόλους έλξης για τα χρονοβόρα σαρκοβόρα μάτια. Διανέμω κι από ένα ρόλο σε κάθε ενσαρκωμένη ανάσα της πόλης χωρίς να ξέρω τι θα ακολουθήσει. Δεν έχει μεταμεσονύκτια ψύχρα αλλά ούτε και ζιγκ ζαγκ στους άδειους δρόμους. Όλα δείχνουν τόσο προβλέψιμα. Το κασκόλ συμπεριφέρεται όπως το βήμα. Δεν ξεμυτίζουν στο ελάχιστο. Τι βαρετή νύχτα και τούτη. Περπατώ αμέριμνα. Γύρω απ’ τη νυκτόβια Αθήνα, ίσως τίγρεις σκέψεις κάπου να ατενίζουν το περιβάλλον και να συλλέγουν τροφή για καληνύχτα. Τροφή από μια προσωπική πόλη. Ωστόσο, εγώ μένω στα ίδια. Σύντομα, θα επιμένω ξάπλα στον καναπέ μου, με τα μάτια ψηλά. Ώσπου, κάποια στιγμή, εντοπίζω πίσω μου, στα χαμηλά, έναν άλλον περιπατητή που μιλά στο κινητό του, γρήγορα και στα ελληνικά. «Ναι, στο ταξί είμαι», λέει. Περπατά αρκετά γρήγορα και ήδη με έχει φτάσει. Χωρίς προσπάθεια, τώρα, τον ακούω καθαρά. “Τώρα” σημειώνοντας, έρχεται στο νου μου του Paul Ricœur το δοκίμιο για τον Αφηγηματικό Χρόνο, -με πολλή γέμιση Χάιντεγκερ- ότι «το τώρα που καθένας εκφράζει λέγεται πάντοτε μέσα στη δημοσιότητα του Είναι-μέσα-στον-κόσμο μαζί με κάποιον άλλον» (Paul Ricœur Η Αφηγηματική Λειτουργία, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1990). Τώρα, ο δημόσιος χρόνος μόλις γίνεται προσωπικός χρόνος. Ο κοντινός περιπατητής είναι διαφορετικός. Κάνω υποθέσεις από πού μπορεί να είναι. Εκείνος, στο μεταξύ, δεν έχει ιδέα, μόνο λόγια. «Έχω λεφτά. Ναι μην ανησυχείς. Στον οδηγό να το πεις, πού να έρθω». Και τότε, σε μένα που από μέσα μου τον κρίνω αρνητικά, αφού το ταξί είναι μονάχα της φαντασίας του, έρχεται ένα κινητό στο αυτί. «Σε παρακαλώ» μου κάνει νόημα με τα χείλη. Περασμένα μεσάνυχτα, είμαι η οδηγός. Ιδού ο ρόλος και υπαρκτός, όχι στην ιστορία του μυαλού. Μου έρχεται η ατάκα, από τον Άλκι Κούρκουλο-Έντυ στο Fool for Love του Σέπαρντ, που παίζεται στο ΚΑΠΠΑ, άμα ξέρεις από πριν ότι είναι ψέμα, ΤΌΤΕ δεν είναι. Ε, τότε, ας παίξουμε. Χαμογελώ και απαντώ. Ναι; Ναι, η οδηγός είμαι. Από την άλλη άκρη, μου λέει ένας, «ο Στέλιος είμαι», λες και άμα ήταν ο Γρηγόρης, θα οδηγούσα γρηγορότερα. Ναι, και από το ένα στο άλλο, έπρεπε να οδηγήσω και να πάω το φίλο του στην Κάτω Κηφισιά. Οπότε, λέω και εγώ, μισό λεπτό, πασάρω το κινητό στον φίλο του φίλου, και ξαναλέω, με ύφος, «είναι πολύ μακριά». Τότε ήταν που ειπώθηκε ένα «καλά, θα έρθω». Κλείνει το τηλέφωνο, και αρχίζω το ψαλτήρι, όχι πως με αφορούσε, αλλά αφού έπαιξα το ρόλο μου, ευσυνείδητα, γιατί; «Γιατί δεν λες ότι δεν θέλεις να πας στην Κηφισιά»; Και τότε άρχισε να μου εξιστορεί τον πόνο του, ο καημένος, ότι τον είχε στήσει ο φίλος πόση ώρα, και εκείνος έφυγε, ετσετερά, ετσετερά. Τα ίδια επανέλαβε και στο φίλο που ξαναπήρε τηλέφωνο. Προφανώς κατάλαβε. Ή είχε τύψεις, ποιος ξέρει. Λοιπόν, περιπατητής ήταν ο Κάρλος και είναι από τον Καμερούν. Οδηγός εγώ και ο Στέλιος ήταν η αφορμή να μάθω ότι σπουδάζουν στην Ευελπίδων. Τους μαθαίνουν διάφορα, από μαθηματικά μέχρι χημεία, αλλά δυστυχώς όχι λογοτεχνία. Ανέφερα εκεί κάτι Έλληνες ποιητές, στα γρήγορα, -φυσικά και τον Νάνο Βαλαωρίτη- ως οδηγός τουλάχιστον κινητής πολιτιστικής ύλης στην πόλη. Καθώς το ζήτημα, δεν είναι η επιβίωση, είναι η ζωή. Αυτό δεν αναφέρει στο βίντεο και ο Ρικέρ; Είμαστε θνητοί. Ας ζούμε και ως θνητοί. Οικεία που σημαίνει όχι επίφοβα.

*(φωτογραφία) Από τα αγαπημένα μου έργα, του Θεόφιλου Κατσιπάνου
(γκαλερί 7, Ζαλοκώστα 7)

No comments: