13.1.11

17. Ακόμη εδώ είσαι ‘συ;

Ιστορίες των Αθηνών (2) ΜΟΜΠΙΛ.
Νωρίς το πρωί, το ξυπνητήρι έκανε τον κύκλο του. Ήχοι δυο κονταροχτυπήθηκαν μέσα στο σκοτάδι, αλλά παρόλα αυτά δεν με αφύπνισαν, να σηκωθώ με όρεξη. Σκοτεινός σαν χθεσινός καφές, ο νους πήζει. Το κινητό, που έπεσε μόλις στο πάτωμα, έριξε τη σκέψη σε όσα πρέπει να κάνω από το πρώτο λεπτό που κάθε παντόφλα βρεθεί σε επαφή με το πόδι της. Υπολογίζω πόσα ταίρια ώρες φορέθηκαν στο χαμένο χρόνο. Στο υφιστάμενο φως. Βάσανο να ξέρω, βάλσαμο επιδεικτικά να αλλάζω πλευρό. Και τότε αυτός, ο πάντα χαρούμενος μονομάχος, έρχεται στο πάπλωμα κελαηδώντας. Ακόμη εδώ είσαι ‘συ; Ναι, πρέπει να σηκωθώ. Έρχεται στην παλάμη, δαγκώνει τα δάχτυλα, ρίχνει ένα σφύριγμα. Και ύστερα χάνεται πετώντας προς το μπάνιο. Κολλά κάτω απ’ τη βρύση του νιπτήρα, που επίμονα στάζει. Ξέρει πού υπάρχει τι, κινείται αναλόγως. Δεν πελαγώνει, είναι θαλασσινός μονομάχος. Του Αιγαίου και της ρίζας «Αιξ». Των κυμάτων που μεγαλώνουν γερά μυαλά. Ο Μομπίλ, πετάει πάνω κάτω, πελαγοδρομεί για ώρες, σαν το απύθμενο κατσίκι. Ταξιδεύει σε ένα βάθος ιδιαίτερο. Μακρινός, μελωδικός, μαγεμένος είναι ο κόσμος του. Τα βράδια ξαφνικά, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, κελαηδά. Ρίχνει σπάγκο, ένα δόλωμα, μήπως πιάσει ψάρια κάτω στο βυθό…Ίσως φταίει ο μεταμεσονύκτιος ήχος σαν ξεψαρώνει το ασανσέρ. Ίσως τον παρασύρει να ανταποκρίνεται κελαηδώντας. Ίσως πάλι φταίει ο τοίχος που δεν του απαντάει. Ενώ περιμένω να απαντήσει ο φίλος στην άλλη άκρη της γραμμής και βλέπω έναν τοίχο επίμονο, ανάμεσα σε ανθρώπους, ο Μομπίλ δυναμώνει το κελάηδημα, σαν να βγάζει το καλώδιο του τηλεφώνου από μέσα του. Ο τηλεφωνικός κτύπος ξεψυχά, η κλήση έγινε εντοιχισμένο παρελθόν αλλά αυτός ο μονομάχος με ψυχή συνεχίζει την επίκληση, στην καλωδίωση χαράς.

(συνεχίζεται)

1 comment: