Το 2004 είχαμε τους φιγουράτους Ολυμπιακούς. Είχαμε συμμετοχή, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο γεγονός. Για ένα μήνα, φορούσα τη «στολή», άσπρο παντελόνι και μπλε μακό, και πήγαινα στο Καλλιμάρμαρο. Εκεί, πίσω από το στάδιο και το πράσινο, είχε στηθεί ολόκληρη υπερπαραγωγή από άσπρα σπίτια, μικρά κιβώτια ανθρώπινου προσωπικού, υπηρεσιών του ΟΤΕ και της Samsung. Τη δουλειά, στα άσπρα σπίτια, βρήκα τυχαία, μου πετάχτηκε στον αέρα. Ενώ έβγαινα, από το μετρό στην Άμυνα, ήρθε στο χέρι μου ένα φυλλάδιο. Εκεί που κάνω να το πετάξω, θεωρώντας το για διαφήμιση body line, body shine, -για solarium-, τελικά είδα ότι ήταν από την Manpower, και αφορούσε στους Ολυμπιακούς. Έτσι πήγα. Όλοι μέσα στα κιβώτια απολαμβάναμε μια περίοδο χάριτος. Υποτίθεται, ήμουν προϊσταμένη υπηρεσιών, αλλά δεν συνέβη να ζητήσουν τη βοήθειά μου, σε κάτι. Τότε η υφήλιος είχε στρέψει το βλέμμα στην Ελλάδα. Αυγουστιάτικα φεγγάρια, ξάστερες νύχτες. Τότε οι Έλληνες θυμόμασταν τους φίλους μας από παντού. Η φιλία σύνορα δεν είχε, το καλώδιο και το τηλέφωνο έφταναν για όλους και κανείς δεν θα λάμβανε το λογαριασμό στο σπίτι. Από τον Αύγουστο του 2004, όμως, δεν κράτησα επαφή με κανέναν, που γνώρισα στο Καλλιμάρμαρο. Προφανώς, αυτή η μαζική χαροποίηση δεν άφησε περιθώρια, να σκεφτούμε και να μοιραστούμε κάτι πιο ουσιαστικό. Ένα σημείωμα, στα κινέζικα, κράτησα μόνο, για σουβενίρ, από τον Γουέι, στον οποίο μάθαινα το «τι κάνεις» και μου απαντούσε με το αντίστοιχο «νι χάο μα»… Εκτός από τον Γουέι, τίποτε άλλο από το χρόνο που πέταξε.
Θυμάμαι, βέβαια, έναν Ελληναρά, που μάζευε όλα τα τεύχη του max και ήθελε να του φέρω ένα με μια, που έβριζε για τηλεοπτική ατάλαντη. Πώς, πού, γιατί, εγώ απλώς του είχα πει πως έγραφα στο voyager. Αλλά επειδή και τα δυο περιοδικά ήταν της ίδιας εκδοτικής οικογένειας, ήθελε στο τζάμπα τεύχος. Ένα πέταγμα έξω απ’ το κιβώτιο. Μπορεί να νόμισε ότι φιγουράρισε, κάπως έτσι, τον αντρισμό του. Ότι ήταν μεγάλος. Όλη η επιδεικτική τάση και βέβαια δεν ήταν για το τεύχος.
Στο τεύχος, του on board περιοδικού “Window”της ίδιας οικογένειας, Οκτώβριος-Δεκέμβριος του 2004, στη στήλη της τελευταίας σελίδας, τιμώμενος ήταν ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Στο «εισιτήριο με επιστροφή», συνηθιζόταν, όλοι να παραχωρούν κάτι προσωπικό τους. Εκείνος είχε προτιμήσει να δώσει τη διαπίστευσή του, από τους Ολυμπιακούς αγώνες. Στο επόμενο τεύχος, λοιπόν, του Ιανουαρίου-Μαρτίου 2005, για την ίδια στήλη, έπρεπε να βρούμε κάποιον σημαντικό εξίσου. Μα, ποιος να συγκριθεί μαζί του; Η εξαιρετική Μπαζάκα, με την οποία είχαν γίνει επαφές, και μέχρι σήμερα τοποθετείται σπαθί, ακόμη και για τα μέτρα του μνημονίου; Όχι, μου είπαν, άλλος. Έψαχνα οπότε κάποιον, που θεωρούσα εγώ σημαντικό και θα έπρεπε να πείσω και τους άλλους. Αν το ζύγιζα, το θέμα, τα πράγματα δυσκόλευαν. Ποιος να ζύγιζε περισσότερο σε real time; Αν το έβλεπα ηλικιακά, όμως, πιθανότητες υπήρχαν. Θα πρότεινα κάποιον μεγαλύτερο. Αλλά ο σεβασμός στην ηλικία του μεγαλύτερου, δεν είναι δικαίωμα. Είναι προνόμιο. Και ο μεγαλύτερος δεν πρέπει μόνο να φαίνεται. Πρέπει και να είναι.
Οπότε, θα το αντιμετώπιζα θεατρικά. Το συγγραφέα, τον είχα ήδη στο μυαλό μου, και ας μην ήταν αυτός που έγραψε «θεατρίνοι, είστε ψεύτες και προδότες, κατοικία είστε, για σκύλους αρουραίους, ερπετά, που γαβγίζουν και συρίζουν και σφυρίζουν, το ακούω καλά»… Είχε ήδη, από το 2001, γράψει για το θέατρο και τον τρόπο με τον οποίο το έβλεπε, και με αφορμή το μήνυμα της παγκόσμιας ημέρας Θεάτρου (27/3). Ήταν αισιόδοξος, κάνοντας τη σκέψη πως «το Θέατρο είναι δημιούργημα μιας ψυχικής ανάγκης του ανθρώπου που δε θα την αποβάλει ποτέ». Και έγραφε στο κείμενό του, μεταξύ άλλων, ότι «το Θέατρο εξελίχτηκε σε κοινωνικό φαινόμενο, αλλά, άρχισε σαν φυσικό φαινόμενο από τα χρόνια που ο πρωτόγονος ακόμα άνθρωπος άρχισε να απομνημονεύει τα βιώματά του και να τα αναπαριστά στη φαντασία του». Αυτός ήταν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. «Πατριάρχη» του θεάτρου, κάποτε, τον ονόμασε η Μ. Τσουκαλά, αλλά κατά βάση ήταν ένας απλός άνθρωπος. Διότι, παρόλο που δεν γνωριζόμασταν, δέχτηκε την πρότασή μου και μου εμπιστεύτηκε το χειρόγραφό του, με τον όρο να το επιστρέψω στην Ακαδημία ή στη Βιβλιοθήκη, μέσα σε ένα φάκελο. Τόσο πράος, εκείνο το μεσημέρι που φύσαγε και το μπρίο του αέρα παρέσυρε το χαρτί, χαμογελαστός και περίεργος, να μάθει τι κάνω, τι διαβάζω. Έτσι τον γνώρισα, χειμώνα του 2004. Και προτού του επιστρέψω το χειρόγραφο, το έβγαλα και μια φωτοτυπία, «φακελώνοντας» τη συνάντηση στη μνήμη. Να βλέπω αναπάντεχα το «καλημέρα σας», όταν πέφτει η φωτοτυπία στα χέρια μου, και να θυμάμαι τη στιγμή. Αργότερα, μήνες μετά (το 2005), το χειρόγραφο αυτό ωρίμασε στο θεατρικό μονόλογο «Οι δύσκολες νύχτες του κυρίου Θωμά», και παίχτηκε από τον Τάκη Βουτέρη, στο θέατρο Εξαρχείων της οδού Θεμιστοκλέους. Συγκινητικό.
Έκτοτε, μια φορά, στο οίκημα της Ντενίση, πέτυχα τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, αλλά από το βλέμμα του είδα πως δεν με θυμόταν. Και να θυμόταν, πάλι δεν αλλάζει. Στην οικολογική τέχνη, του θεάτρου, ξέρουν. Τα χωράφια της μνήμης είναι νωπά. Ακόμη, το πέταγμά του, από τη ζωή, αγγίζει εμάς εν ζωή. Στη μία μετά τα μεσάνυχτα, ενώ βλέπω κάποιους ηθοποιούς-παρουσιαστές να αναμεταδίδουν πόκερ, σκέφτομαι πως και αυτοί ξέρουν. Και ας κοτσάρουν το «μας», -στη φράση «είδαμε τους παίκτες μας»- εκεί που δεν υπάρχει συνάντηση, συμμετοχή, μέθεξη παρά μόνο πληρωμή για να μη χαθεί η μόστρα στο γυαλί. Όλοι ξέρουν, πώς να κάνουν ένα πέταγμα, από το τότε στο τώρα, από το τώρα στο τότε, να χάνονται σε καταφύγια υπό την επίδραση του χρόνου. Οι «δύσκολες νύχτες» είναι το τίμημα μπροστά στη φαντασία, της αταξίας και της ακρότητας, την ίδια στιγμή που οι «ονειρολόγοι» θα έμοιαζαν με άχαρους παρουσιαστές σε ένα πόκερ της γυάλας. Στα χωράφια, καλύτερα, του απέραντου και της «Πολυνησίας». Εκεί που οι νήσοι εμπειρία-ιστορία-απορία μορφώνουν ανθρώπους, του πετάγματος και της θετικής ουτοπίας, και όχι μιας απολιθωμένης, σεβάσμιας κατά τα άλλα ηλικίας.
*(photo) Wassili Lepanto. Θετικές ουτοπίες
Χώρος:
Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς
Διάρκεια:
01/04/2011 - 01/05/2011
Χωράφια την Άνοιξη στην Γερμανία, 1993,
μικτή τεχνική, 38 Χ 58 εκ. Springtime fields in Germany, 1993, combined technique, 38 X 58 cm.
Θυμάμαι, βέβαια, έναν Ελληναρά, που μάζευε όλα τα τεύχη του max και ήθελε να του φέρω ένα με μια, που έβριζε για τηλεοπτική ατάλαντη. Πώς, πού, γιατί, εγώ απλώς του είχα πει πως έγραφα στο voyager. Αλλά επειδή και τα δυο περιοδικά ήταν της ίδιας εκδοτικής οικογένειας, ήθελε στο τζάμπα τεύχος. Ένα πέταγμα έξω απ’ το κιβώτιο. Μπορεί να νόμισε ότι φιγουράρισε, κάπως έτσι, τον αντρισμό του. Ότι ήταν μεγάλος. Όλη η επιδεικτική τάση και βέβαια δεν ήταν για το τεύχος.
Στο τεύχος, του on board περιοδικού “Window”της ίδιας οικογένειας, Οκτώβριος-Δεκέμβριος του 2004, στη στήλη της τελευταίας σελίδας, τιμώμενος ήταν ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Στο «εισιτήριο με επιστροφή», συνηθιζόταν, όλοι να παραχωρούν κάτι προσωπικό τους. Εκείνος είχε προτιμήσει να δώσει τη διαπίστευσή του, από τους Ολυμπιακούς αγώνες. Στο επόμενο τεύχος, λοιπόν, του Ιανουαρίου-Μαρτίου 2005, για την ίδια στήλη, έπρεπε να βρούμε κάποιον σημαντικό εξίσου. Μα, ποιος να συγκριθεί μαζί του; Η εξαιρετική Μπαζάκα, με την οποία είχαν γίνει επαφές, και μέχρι σήμερα τοποθετείται σπαθί, ακόμη και για τα μέτρα του μνημονίου; Όχι, μου είπαν, άλλος. Έψαχνα οπότε κάποιον, που θεωρούσα εγώ σημαντικό και θα έπρεπε να πείσω και τους άλλους. Αν το ζύγιζα, το θέμα, τα πράγματα δυσκόλευαν. Ποιος να ζύγιζε περισσότερο σε real time; Αν το έβλεπα ηλικιακά, όμως, πιθανότητες υπήρχαν. Θα πρότεινα κάποιον μεγαλύτερο. Αλλά ο σεβασμός στην ηλικία του μεγαλύτερου, δεν είναι δικαίωμα. Είναι προνόμιο. Και ο μεγαλύτερος δεν πρέπει μόνο να φαίνεται. Πρέπει και να είναι.
Οπότε, θα το αντιμετώπιζα θεατρικά. Το συγγραφέα, τον είχα ήδη στο μυαλό μου, και ας μην ήταν αυτός που έγραψε «θεατρίνοι, είστε ψεύτες και προδότες, κατοικία είστε, για σκύλους αρουραίους, ερπετά, που γαβγίζουν και συρίζουν και σφυρίζουν, το ακούω καλά»… Είχε ήδη, από το 2001, γράψει για το θέατρο και τον τρόπο με τον οποίο το έβλεπε, και με αφορμή το μήνυμα της παγκόσμιας ημέρας Θεάτρου (27/3). Ήταν αισιόδοξος, κάνοντας τη σκέψη πως «το Θέατρο είναι δημιούργημα μιας ψυχικής ανάγκης του ανθρώπου που δε θα την αποβάλει ποτέ». Και έγραφε στο κείμενό του, μεταξύ άλλων, ότι «το Θέατρο εξελίχτηκε σε κοινωνικό φαινόμενο, αλλά, άρχισε σαν φυσικό φαινόμενο από τα χρόνια που ο πρωτόγονος ακόμα άνθρωπος άρχισε να απομνημονεύει τα βιώματά του και να τα αναπαριστά στη φαντασία του». Αυτός ήταν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. «Πατριάρχη» του θεάτρου, κάποτε, τον ονόμασε η Μ. Τσουκαλά, αλλά κατά βάση ήταν ένας απλός άνθρωπος. Διότι, παρόλο που δεν γνωριζόμασταν, δέχτηκε την πρότασή μου και μου εμπιστεύτηκε το χειρόγραφό του, με τον όρο να το επιστρέψω στην Ακαδημία ή στη Βιβλιοθήκη, μέσα σε ένα φάκελο. Τόσο πράος, εκείνο το μεσημέρι που φύσαγε και το μπρίο του αέρα παρέσυρε το χαρτί, χαμογελαστός και περίεργος, να μάθει τι κάνω, τι διαβάζω. Έτσι τον γνώρισα, χειμώνα του 2004. Και προτού του επιστρέψω το χειρόγραφο, το έβγαλα και μια φωτοτυπία, «φακελώνοντας» τη συνάντηση στη μνήμη. Να βλέπω αναπάντεχα το «καλημέρα σας», όταν πέφτει η φωτοτυπία στα χέρια μου, και να θυμάμαι τη στιγμή. Αργότερα, μήνες μετά (το 2005), το χειρόγραφο αυτό ωρίμασε στο θεατρικό μονόλογο «Οι δύσκολες νύχτες του κυρίου Θωμά», και παίχτηκε από τον Τάκη Βουτέρη, στο θέατρο Εξαρχείων της οδού Θεμιστοκλέους. Συγκινητικό.
Έκτοτε, μια φορά, στο οίκημα της Ντενίση, πέτυχα τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, αλλά από το βλέμμα του είδα πως δεν με θυμόταν. Και να θυμόταν, πάλι δεν αλλάζει. Στην οικολογική τέχνη, του θεάτρου, ξέρουν. Τα χωράφια της μνήμης είναι νωπά. Ακόμη, το πέταγμά του, από τη ζωή, αγγίζει εμάς εν ζωή. Στη μία μετά τα μεσάνυχτα, ενώ βλέπω κάποιους ηθοποιούς-παρουσιαστές να αναμεταδίδουν πόκερ, σκέφτομαι πως και αυτοί ξέρουν. Και ας κοτσάρουν το «μας», -στη φράση «είδαμε τους παίκτες μας»- εκεί που δεν υπάρχει συνάντηση, συμμετοχή, μέθεξη παρά μόνο πληρωμή για να μη χαθεί η μόστρα στο γυαλί. Όλοι ξέρουν, πώς να κάνουν ένα πέταγμα, από το τότε στο τώρα, από το τώρα στο τότε, να χάνονται σε καταφύγια υπό την επίδραση του χρόνου. Οι «δύσκολες νύχτες» είναι το τίμημα μπροστά στη φαντασία, της αταξίας και της ακρότητας, την ίδια στιγμή που οι «ονειρολόγοι» θα έμοιαζαν με άχαρους παρουσιαστές σε ένα πόκερ της γυάλας. Στα χωράφια, καλύτερα, του απέραντου και της «Πολυνησίας». Εκεί που οι νήσοι εμπειρία-ιστορία-απορία μορφώνουν ανθρώπους, του πετάγματος και της θετικής ουτοπίας, και όχι μιας απολιθωμένης, σεβάσμιας κατά τα άλλα ηλικίας.
*(photo) Wassili Lepanto. Θετικές ουτοπίες
Χώρος:
Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς
Διάρκεια:
01/04/2011 - 01/05/2011
Χωράφια την Άνοιξη στην Γερμανία, 1993,
μικτή τεχνική, 38 Χ 58 εκ. Springtime fields in Germany, 1993, combined technique, 38 X 58 cm.
No comments:
Post a Comment