17.4.11

Μια θελκτική περιπέτεια

Στο προσωρινό ειδικό σημείο του σούπερ μάρκετ, τα νέα, πικάντικα είδη μουστάρδας είναι σε προσφορά γνωριμίας. Περιεργάζομαι τις διαφορετικές μουστάρδες με την ησυχία μου. Πίσω από τον πάγκο, κανένα σημείο ζωής ούτε ανθρώπινος παράγων για την ενημέρωση. Οπότε, θέτω μπροστά στο αυτοκόλλητο μικρό φάντασμα, της πλάτης, την ερώτηση: γιατί πια τόσα είδη μουστάρδας και μόνο ένα αρχαίο και παραδοσιακό είδος κέτσαπ; Ίσως έχει να κάνει με το χρώμα. Το κόκκινο σημαίνει όπως είναι και δεν μπορεί να αλλάξει. Διαρκώς επινοούμε νέα φαγώσιμα μουστάρδας, - μουστάρδα με τριμμένο μαύρο πιπέρι, με βασιλικό και δεντρολίβανο, με ρίγανη-, αλλά πού τόλμη να πειράξουμε το κέτσαπ. Ποιος ξέρει. Πόσο αργά βαδίζω, δεν ορίζω το σώμα μου πλέον. Συντρέχουν λόγοι υγείας. Υπεράνω όλων.

Στο σούπερ μάρκετ, ωστόσο, έχει σοκολάτες υγείας και μουσική. Και το μικρό φάντασμα δεν μπορεί να με κοροϊδεύει ανενόχλητο, όπως στο δρόμο. Ξαφνικά, διασταυρώνομαι με έναν άγνωστο άλλο. Ζητά ομοίως το φαγώσιμό του. Κάτι να δαγκώσει. Συμπαθής μου φαίνεται, αλλά εγώ, στον πόνο μου τώρα, όλους τους συμπαθώ. Έχω μια αγκαλιά να γεμίσω και την ίδια στιγμή φορτώνω το καλάθι με κατάλευκα ρολά κουζίνας και μοβ χαλαρωτικά σαπούνια που καταπολεμούν τα βακτηρίδια. Τι σκαρφίζεται, τι επινοεί το παραγωγικό σύστημα πλοήγησης σε έναν παγκόσμιο καταναλωτικό κόσμο, της πολυχρωμίας και του θορύβου, επιζητώντας από εσένα να αρματώνεις τις πληγές σου, να πληρώνεις και να καταναλώνεις.

Άπαξ και χτύπησες, στο κέντρο της πόλης, έχεις γύρω σου τα πάντα: φαρμακείο, μηχάνημα τράπεζας, γρήγορο φαγητό, ταξί. Ο «χρόνος τώρα» είναι ένα καλάθι άμεσων εξόδων, ένας χρόνος της αστικής περιπέτειας. Καλωσόρισες στο σύστημα της υποχρεωτικής αγανάκτησης, φίλε περιπατητή, πάτα «enter» στο αριστερό μηνίγγι για να ξεκινήσεις. Σύντομα ανακτάται εμπιστοσύνη. Πληρώνεις, ξοδεύεις, είσαι αστός. Τηρείς τις υποχρεώσεις σου, αποκτάς εμπιστοσύνη στο σύστημα, εσύ ο κάτοικος στον «κύκλο πόλης» που θα ήθελες μια φυσική αλήθεια να σε εκπλήξει και ένα δέντρο να αγκαλιάσεις, μετά τη σιγή της βροχής. Όχι άλλα προϊόντα, όχι άλλα γαστρονομικά πιάτα. Λιβάδια και παπαρούνες, πεταλούδες και δέντρα με σκιά μεγάλη, κάτω από τον ήλιο, θα νοσταλγούσε το παιδί μέσα σου. Όμως, η ζωή στην πόλη είναι μια ζωογόνος συνεχής δύναμη αποσπασματικών περιστατικών ασυνέχειας, που απλώς συμβαίνουν και σε κάνουν άλλοτε πιο εξωστρεφή και άλλοτε πιο εσωστρεφή. Μερικές φορές, μάλιστα, σε κάνουν ριζικά εσωστρεφή. Δεν υπάρχει λόγος να ρωτούμε «γιατί». Σημασία έχει ότι τα πράγματα συμβαίνουν. Από ερωτισμό και μόνο συμβαίνουν, για να είμαστε ηδονικά ενσυνείδητοι, αν δούμε ότι το σώμα μας υφίσταται τον πόνο από αυτό που, υπό άλλες συνθήκες, θα εξασφάλιζε την ηδονή του. Πονώντας από αυτό, που μας σοκάρει, μία αλήθεια εγκαθιδρύεται: η επιστροφή στο σώμα· η επιστροφή στη φθαρτή, θνητή σάρκα από πληγές που ζητούν το χρόνο τους, για να επουλωθούν, μέχρι να κλείσει αυτός ο κύκλος του αργού, συνεχούς χρόνου και το σώμα να επανέλθει στους ρυθμούς της ταχύτητας και της παρατηρητικότητας.

Το μικρό φάντασμα τσέπης, μου υπενθυμίζει πόσο πρέπει να με παρατηρούν για τον αργό βηματισμό μου. Κατακρίνομαι. Αισθάνομαι ότι πάλι γίνεται το ίδιο ασύμφορο λάθος. «Γιατί διάλεξα να ανέβω από τις σκάλες;», ρωτώ τον εαυτό μου, σαν να μη θέλει το μυαλό να τσεπώσει όσα ακολούθησαν. Έναν άλλο δρόμο αν επέλεγα, λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα αν έφευγα, μόνη μου και χωρίς παρέα, τίποτε δεν θα είχε συμβεί. Ή κάτι άλλο-οπωσδήποτε κάτι διαφορετικό και πιο χαρμόσυνο από αυτό- θα είχε συμβεί.

Η τύχη, όμως, είναι στενά συνδεδεμένη με την ατυχία. Το ευτύχημα απέχει από το ατύχημα λίγους πόντους, παρόλο που νομίζουμε ότι παρά λίγο και παρά τρίχα πάντα ξεφεύγουμε από τους διώκτες μας, τα άγχη και τους φόβους. Ο αέρας και ένα δευτερόλεπτο συντελούν στο πρόσφορο έδαφος μιας ζωής αναπάντεχων ρευμάτων. Από την αξιοποίηση των ερεθισμάτων προέρχονται οι νέες λέξεις, οι νέοι συλλογισμοί. Ούτε τα γεγονότα, ούτε οι ιστορίες τροφοδοτούν τα όργανα της αίσθησης. Είναι τα ερεθίσματα, οι πηγές της αίσθησης.

Από το ενσαρκωμένο αναπάντεχο μαθαίνουν πνεύμα και σώμα. Η πληγή διδάσκει, η ανάμνηση του τραύματος είναι μοναδική. Το ενθύμημα διακρίνει το αναντικατάστατο. Διότι επιτυγχάνει αυτό το θελκτικό συναπάντημα με τον εαυτό σου. Δεν υπάρχει πρόγραμμα, προς στιγμή υπάρχει μόνο το γράμμα του πόνου. «Π», η μαθηματική σταθερά, το δεκαδικό 3,14. Κύκλος και πόνος μαζί. Ο λόγος του μήκους της περιφέρειας του κύκλου προς τη διάμετρό του επανέρχεται. Στα μαθηματικά της ζωής, οι κάτοικοι της πόλης είμαστε οι αναρίθμητοι, άγνωστοι άλλοι σε χθες, σήμερα, αύριο και 0,14 αναπάντεχα. Ανθρώπινα σύνολα καθημερινών αναγκών είμαστε. Καμία ιδιαιτερότητα. Ωστόσο, ιδιαίτερες πάντοτε είναι οι συνθήκες. Οι πληγές συμβαίνουν υπό ιδιαίτερες συνθήκες. Και αυτές οι πληγές, μαζί με τις ενδεχόμενες ουλές κατόπιν, είναι το μωσαϊκό του κάθε ανθρώπου. Μοναδικός και ιδιαίτερος είναι όποιος χάρη στις πληγές του έζησε, όποιος χάρη στις ατυχίες του ευτύχησε να ζήσει. Τα 0,14 αναπάντεχα διαμορφώνουν τη ζωή, πλάι στο πρόγραμμα των καθημερινών αναγκών. Η διαφορά είναι ότι, εγκλωβισμένοι στο πρόγραμμα των αναγκών, ξεχνάμε τον εαυτό μας. Στα αναπάντεχα, όμως, ταξιδεύουμε μαζί του. Θυμόμαστε ποιοι είμαστε. Μαζί με ποιους βλέπουμε πού ανήκουμε.

Είναι σούρουπο. Στο σύνταγμα όλες τις ώρες ο κόσμος καλωσορίζεται και αποχωρίζεται. Φιλιέται και αγκαλιάζεται, ενώ ανήκει κάπου. Με λίγα λεπτά μόνο στη διάθεσή μου, χαιρετώ ένα φίλο και ανταλλάσσουμε πασχαλινές και ταξιδιάρικες ευχές. Πλησιάζω προς τη σκάλα, που οδηγεί απευθείας μπροστά στους τσολιάδες και τη Βουλή. Το κεφάλι μου ακόμη είναι προς τα δεξιά, κοιτώντας το Σέργιο. Ώσπου για ένα δευτερόλεπτο, το πόδι μου πιάνει σύρριζα την ουρά από έναν κρεμ κόπρο. Γαβγίζει, αμέσως, σηκώνεται και, στο δευτερόλεπτο επάνω, αρπάζει το αριστερό μου πόδι. Απίστευτη αίσθηση. Τρεις δαγκωνιές μου ρίχνει και εξαφανίζεται. Αυτό ήταν. Το παιχνίδι, του αναπάντεχου, μόλις ξεκίνησε. Ζήσε το πρόβλημά σου με τη μπορντό φούστα, το ασορτί κρεμαστό και νύχι, στο κέντρο της Αθήνας. Εγώ που ήθελα να τρέξω στο Βυζαντινό Χριστιανικό Μουσείο, επειδή ήταν ήδη οχτώ και κάτι ψιλά. Για όσους είχαν αμφιβολία, ποια ήταν αυτή η ύπαρξη που φώναζε αιθέρια «με δάγκωσε, με δάγκωσε», ενώ ο Σέργιος ερχόταν προς το μέρος μου, υπήρξε και λύση –του δράματος-. Μια φωνή, από το βάθος, ακούστηκε, να με φωνάζει, γυρίζω και βλέπω έναν ξάδερφο να με κοιτάζει κόκαλο. Ζωντανό ρεσιτάλ ερμηνείας και το δικό μου, στο μετρό παραδίπλα, «δε μπορώ, τώρα, με δάγκωσε σκύλος», λέω και φεύγω προς το φαρμακείο με το Σέργιο. Μετά το αντιτετανικό εμβόλιο, συλλογίστηκα, τι δόση μεγάλης γαϊδουριάς πρέπει να έχει κάποιος, για να σε δει χτυπημένη, και να μην τρέξει δίπλα σου. Ζωντανό ρεσιτάλ απάθειας…

Τοποθετώ τα φαγώσιμα στα ράφια τους. Αντιστάθηκα στις ποικιλίες μουστάρδας και δεν πήρα καμία. Μόνο κέτσαπ, ασορτί με το αίμα που βγάζουν οι πληγές μου. Να είμαι το ζώο που ήμουνα, από τότε που γεννήθηκα στο κλάμα, είναι το δίδαγμα από το αναπάντεχο περιστατικό. Να κλαίω, να βγάζω αίμα, να έχω πληγές. Να είμαι από σάρκα και να δέχομαι. Αληθινό, πολύ αληθινό. Ανοίγω τον επίδεσμο και αλλάζω τις γάζες. Καθαρίζω τις πληγές και ξανακλείνω με νέες γάζες. Το ξερό αίμα είναι σαν να μου υπενθυμίζει ξερά, ότι χρειάζεται να περιμένω. Ο χρόνος τώρα είναι ο χρόνος τότε. Πώς έγινε, το διηγήθηκα στη μαμά, στο μπαμπά, στον αδελφό μου, σε φίλους και συγγενείς. Ο άνθρωπος ζει από περιέργεια, όπως μου είχε πει και ο Τηλέμαχος Κώτσιας, αλλά και η φωνή ζει από ιστορίες. Δραματοποίησα το συμβάν ανάλογα με τον παραλήπτη της ιστορίας μου. Αναρωτιέμαι τι απέγινε ο σκύλος που έφυγε, ενοχλημένος στο σούρουπο της Πέμπτης, 14 Απριλίου. Πολύ θα ήθελα να τον είχα σε μια φωτογραφία, για το αρχείο μου. «Άνθρωπος δάγκωσε σκύλο» είναι είδηση αλλά «σκύλος δάγκωσε άνθρωπο» δεν είναι, θυμάμαι τη γνωστή ατάκα από τις παραδόσεις μαθημάτων. Τώρα, ξέρω πώς είναι. Και παρόλο που το περιστατικό δεν είναι είδηση, είναι μια ιστορία της πόλης, ιδιαίτερη για μένα και τα 0,14 αναπάντεχα περιστατικά που με αφορούν και συνεπάγονται μια θελκτική περιπέτεια.

No comments: