3.4.11

Το άλογο του Τορίνο είναι η αναγκαία ζαριά για όλους

«Οι ταινίες του Μπέλα Ταρ μας θυμίζουν την παράξενη και πανέμορφη δυνατότητα του αφηγηματικού σινεμά που τόσο συχνά βρίσκεται πίσω από προβλέψιμες συμβάσεις και φόρμουλες.»
Τζιμ Τζάρμους

Αμεσολάβητο. Λαμπικάρει. Σκέτη κάθαρση. Επιθετικά, ρηματικά, ουσιαστικά, όπως και αν προσπαθήσουμε να το πιστοποιήσουμε, το έργο Το άλογο του Τορίνο, του Μπέλα Ταρ, είναι αυτό που χρειάζεται ο θεατής, για να εστιάσει στο κέντρο του, όποιο και αν είναι, από το γράψιμο μέχρι το σφουγγάρισμα. Μας διατρέχουν εικόνες, του ειδησεογραφικού παράλογου α-πολιτισμού. Η ταινία μόλις τελείωσε. Αυτόματα η τηλεοπτική πραγματικότητα επιστρέφει ειρωνικότατη. Φευγαλέα, βλέπω ένα ρεπορτάζ για το «νυχτοκάματο», στο αποψινό δελτίο του Alpha. Και ακούω την «ανεξήγητη» ερώτηση, «είναι ώρα αυτή, να πουλάει λουλούδια το παιδί;». Σε αυτό το πλαίσιο του παραλόγου, τυποποιείται, ως έγχρωμη, μια τρομερή αποβλάκωση, χωρίς όρια και για τον πυρετό του μικροφώνου. Ηθική κατήχηση, για την ώρα, λες και η πράξη, της παραβίασης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν είναι αυτόνομη, αλλά ετερόνομη, υπό τον χρονικό προσδιορισμό…τι κοινωνική διαπαιδαγώγηση που έχουν μερικοί, αφελείς μέσα στην άγνοιά τους. Κρατούν, τουλάχιστον, μικρόφωνο. Σε απόσταση, λοιπόν, από αυτήν την ειρωνική ματιά, της γλώσσας υπό την κράτηση της εικόνας, ο Μπέλα Ταρ δημιουργεί ανεξάρτητος και ελεύθερος. Έναν κόσμο για αφηρημένους που θυμούνται, δηλαδή, αισθάνονται. Φορούν παρωπίδες, μπροστά στα φευγαλέα θορυβώδη εικονίσματα, της τηλεοπτικής μεσολάβησης, και ανασύρουν τα κοιμισμένα και τοτινά. Τα ακούν σαν να βλέπουν τη μουσική μελωδία τους να ζωντανεύει και να ενσαρκώνεται στα αντικείμενα του προσωπικού χώρου τους.

Δεν είναι τυχαίο που ο Mihaly Vig (1966, Βουδαπέστη) είναι συνθέτης, σεναριογράφος, αλλά και ποιητής και ηθοποιός. Ο μόνιμος μουσικός συνθέτης του Μπέλα Ταρ, από το 1983, με συνεπήρε, απόγευμα Κυριακής, και παρακολούθησα την ταινία, Το άλογο του Τορίνο, σαν να συμμετείχα. Αποτέλεσμα αυτής, της «περίεργης» συμμετοχής, ένα ποίημα που σχηματιζόταν, χειρόγραφα, και ονόμασα «συνεχίζεται». Δεν ξέρω αν αυτό είναι αρκετό για να περιγράψει την ενεργητική κατάσταση, αμβλείας παρατήρησης, στη διάρκεια της οποίας τα πράγματα γίνονται και δεν χρειάζεται ούτε ιδεότυπος ούτε ηθικολογία.

Γνώρισα τον Ταρ, το 2007. Είχα δει Τον άνθρωπο από το Λονδίνο, τότε. Του είχα μιλήσει, και μετά, ζητώντας του ένα email, παρατήρησα, πώς έτρεμε το χέρι του, τη στιγμή που έγραφε. Φορούσε μαύρο πουλόβερ και έδειχνε απορροφημένος σε κάποιον άλλον κόσμο. Βλέποντας, σήμερα, Το άλογο του Τορίνο, ακούω ξανά το κλικ εκείνης της ανάμνησης. Και το πιο περίεργο, και παράδοξο συγχρόνως, είναι ότι το σημειωμένο email καταχωρήθηκε τυχαία, στο σημειωματάριο, αμέσως μετά κάποιες πρόχειρες, και εξίσου σγουρά γραμμένες, σημειώσεις μου για το Ουζμπεκιστάν. Πολύ περίεργο όταν ο τυχαίος συνδυασμός, διαφορετικών καταγεγραμμένων πραγμάτων, πρόκειται να επαληθευτεί, στη ζωή, και ο γραπτός χρόνος γίνεται ο χρόνος βιώσιμος, μέλλον επεισοδίων ξανά. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για εμπειρίες και σαρκώματα, μάλλον ας μιλήσουμε για το παράδοξο. Αφήνοντας κατά μέρος όποιο άπεπτο παράλογο, με αφοσίωση σε αυτό που πιστοποιείται και προσφέρεται για πέψη, άρα στον ίδιο τον κινηματογράφο, ο Ταρ προκαλεί να δούμε μέσα από την τοτινή ζαριά του Νίτσε, όπου το άλογο του 1889 εξελίσσεται σε ένα αναγκαίο αφηγηματικό παράλογο, παράδοξο αυτής της γκρίζας πραγματικότητας. Ο Νίτσε παίρνει στα χέρια του το λαιμό του χτυπημένου αλόγου και ύστερα από αυτό το περιστατικό, για τα υπόλοιπα δέκα χρόνια της ζωής του, μένει υπό τη φροντίδα της μητέρας του, μισότρελος. Όλα γυρίστηκαν απλώς με ένα 35άρι, σε ασπρόμαυρο φιλμ. Όλη η πορεία επιβίωσης, του πατέρα-αμαξά και της κόρης-επιμελήτριας, εξελίσσεται αργά. Μουσικά(εσωτερικά) και με το σφυροκόπημα του ανέμου(εξωτερικά). «Επειδή αυτή είναι η πραγματικότητα», ο Μπέλα Ταρ απάντησε στον κριτικό-συγγραφέα Stephane Bouquet, στην ερώτηση γιατί το γκρι κυριαρχεί στις ταινίες του.

«Κανείς δεν έμαθε για το άλογο», προλαβαίνει ο Ταρ να μας πει από την αρχή της ταινίας. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Γνωρίζοντας ότι οι ερωτήσεις έχουν μεγαλύτερη αξία από τις απαντήσεις, ο Ούγγρος σκηνοθέτης μας αφήνει με την ερώτηση, τι απέγινε το άλογο…με μία θύμηση χωρίς τέλος, μία ζαριά χωρίς όνομα. Καθώς ο θεατής διδάσκεται, να «κυβερνά» τον εαυτό του, σε ρόλο φιλοσόφου που είναι συμπτωματολόγος, τυπολόγος, γενεαλόγος. Πάω στον Ντελέζ, για να αντιγράψω (από το: Ο Νίτσε και η Φιλοσοφία, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2002) : «αναγνωρίζουμε τη νιτσεϊκή τριάδα του ‘φιλοσόφου του μέλλοντος’: φιλόσοφος γιατρός(ο γιατρός ερμηνεύει τα συμπτώματα), φιλόσοφος καλλιτέχνης(ο καλλιτέχνης πλάθει τους τύπους), φιλόσοφος νομοθέτης(ο νομοθέτης καθορίζει τη σειρά, τη γενεαλογία)». Όχι ευχαριστώ;…ένοχοι, βάσει συμβολαίου, είμαστε ούτως ή άλλως, όλοι πάντως.


ΑΠΟ ΤΙΣ 7 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2011 ΣΤΟΥΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥΣ
ΣΕ ΠΡΩΤΗ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΠΡΟΒΟΛΗ

ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΤΟΡΙΝΟ
Ουγγαρία/Γαλλία/Γερμανία/Ελβετία, 2011, 146′
Σκηνοθεσία: BELA TARR & AGNES HRANITZKY
Σενάριο: L. KRASZNAHORKAI, B. TARR
Παραγωγή: GABOR TENI, MARIE-PIERRE MACIA, JULIETTE LEPOUTRE, RUTH WALDBURGER, MARTIN HAGEMANN
Διεύθυνση φωτογραφίας: FRED KELEMEN
Μουσική: MIHALY VIG
Πρωταγωνιστούν: JANOS DERZSI, ERIKA BOK, MIHALY KORMOS, RISCI


No comments: