Πρόσφατα 220 έφηβοι ευρωβουλευτές, ηλικίας έως 19 ετών, συναντήθηκαν στην Κόρινθο. Επρόκειτο για μια «προσομοίωση» εργασιών του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, απευθυνόμενη σε μαθητές. Θέματα ενδιαφέροντος υπήρξαν διάφορα: από την κρίση ως την ισλαμοφοβία. Από τα γλυκά δεκάξι μέχρι την ανυπόμονη ενηλικίωση και κάτι παραπέρα, είναι η εποχή που πιστεύεις. Και αυτήν την «Πίστη», την εξετάζεις «μεταναστευτικά», μέσα από πολλές πλευρές και πρόσωπα. Όπως έκανε, στην ταινία του, «Shahada» -στα ελληνικά «Πίστη»- και ο Αφγανός σκηνοθέτης Burhan Qurbani. Εκεί, υπάρχουν όλα τα ενδεχόμενα. Όταν η πίστη μπορεί να φανατίσει και να εξελιχθεί σε συντηρητισμό, όταν υπερκεράζει το άτομο, όταν είναι ενοχή, μερική αλήθεια. Συνακόλουθα, τα πρόσωπα διαχειρίζονται τους εαυτούς τους, σε σχέση με την αξία της πίστης. Διασχίζουν τις πορείες τους, σε σημείο που διασχίζονται και οι πορείες, η μία από την άλλη. Σαν φωτεινά παραδείγματα.
Τίθεται, ωστόσο, το ερώτημα: υπάρχει, άραγε, μια κοινή συνιστώσα για το φόβο; Ανάμεσα στην κρίση, της οικονομίας και της θρησκείας, μπορούμε να εντοπίσουμε κοινά σημεία; Αφελές να παραγνωριζόταν η μεταξύ τους σχέση, καθώς το στοιχείο, που ενοποιεί αλλά εν τέλει δεν ενώνει, είναι ένα: η σύγκρουση. Και στο ισλάμ, η κληροδοτημένη παράδοση της σύγκρουσης αφορά στη διάκριση των μουσουλμάνων, σε δύο ομάδες: στους σουνίτες και στους σιίτες. Ειδικότερα, αυτό που συνδέει –τους ομοϊδεάτες- και χωρίζει –τους ξένους- , και σε αυτήν την περίπτωση, είναι ένα νούμερο. Η αρχή υπακούει στο «διαίρει και βασίλευε». Και το πρόβλημα, της αρίθμησης, προκύπτει αμέσως μετά το θάνατο του προφήτη Μωάμεθ, το 632. Όπως και ο Χριστός, είχε και αυτός τους παρατρεχάμενους. Τους πιστούς οπαδούς του, τα άτομα με «αποστολή». Οπότε, στη διαδοχή, ήρθαν διαδοχικά ο Αμπού Μπακρ –για 2 χρόνια και 3 μήνες, δεν μακροημέρευσε-, ο Ούμαρ- που μαχαιρώθηκε-, και ο Ούθμαν –που δολοφονήθηκε αν και έμεινε για 12 χρόνια διάδοχος του προφήτη-. Ύστερα από αυτούς τους τρεις, διάδοχος έγινε ο Άλι. Αυτός ήταν και ξάδερφος του προφήτη και ο τελευταίος είχε μεγαλώσει στο σπίτι του. Όλους αυτούς, τους αποδέχονται οι Σουνίτες. Οι σιίτες, όμως, διαφωνούν. Εμείς είμαστε υπέρ του κλήρου, λένε, και άρα, δεν δεχόμαστε τον Άλι για τέταρτο διάδοχο, αλλά για πρώτο. Σε συνοπτικές γραμμές, έτσι έχουν τα πράγματα και δεν αλλάζουν.
Αλλά ας υποθέσουμε ότι αυτές οι ιστορίες, εκτός από απαράλλακτες, είναι αμεσολάβητες κρίσης και επίκρισης. Απλώς τα γνωρίζουμε. Τι συμβαίνει, όμως, όταν το storytelling της ευρωπαϊκής διάστασης αρχίζει να κλονίζεται; Όταν βλέπεις πως πίσω από τα ιδρύματα, με τα ωραία logo, χτίζεται ένα “lego”-που στα δανέζικα, η λέξη σημαίνει «παίζω καλά»- στρατηγικής, ώστε δευτερευόντως να έρχεται η πίστη; Ενημερώνομαι, από ιστοσελίδες, και από ενυπόγραφα άρθρα, ότι το καθεστώς, για παράδειγμα, στο Ουζμπεκιστάν, της Κεντρικής Ασίας, δεν είναι τόσο ανεξάρτητο, όσο θέλουν να φαίνεται. Αναπαράγω μέρος, από το ρεπορτάζ της Άννας Μαρίας Μαυροχαννά: «Ο πρόεδρος Καρίμοφ αρνείται την εγγραφή των ομάδων της αντιπολίτευσης και οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου έχουν επικεντρωθεί στην πρόληψη των ομάδων από την άνοδό τους σε ένα επίπεδο όπου θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρόκληση προς το καθεστώς του προέδρου Καρίμοφ». Και στον οδηγό του lonely planet, για το Ουζμπεκιστάν, αναφέρεται ότι είναι δύσκολο πολύ, να δοθεί βίζα σε ξένο δημοσιογράφο, ενώ και εκεί υπογραμμίζεται, πότε ο Καρίμοφ κέρδισε πόντους στη Δύση…φυσικά, μετά το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου-του 2001-, των δίδυμων πύργων. Τότε, επέτρεψε στο Νάτο να μπει στα σύνορα, και τι σύμπτωση, το Ουζμπεκιστάν νότια συνόρευε με το Αφγανιστάν… όλα καλά, όλα ωραία. Στην πορεία, τα επεισόδια του 2005, στο Αντιτζάν του Ουζμπεκιστάν, κόστισαν τις ζωές 187 ανθρώπων, σύμφωνα με επίσημες καταμετρήσεις της κυβέρνησης, αλλά 5.000 ανθρώπων, σύμφωνα με άλλες, εξωτερικές πηγές. Και όπως, εύστοχα το θέτει η Α. Μαυροχαννά, εκεί είναι «πιο πιθανό να αντιμετωπίσει τιμωρία ο διαμαρτυρόμενος πολίτης παρά ένας διεφθαρμένος υπάλληλος». Εκεί, λοιπόν, που η Ευρώπη καταδικάζει αυτά τα θανάσιμα περιστατικά βίας και θα περίμενες ότι υπάρχει αξιοκρατία, τα γεγονότα ίσως καθιστούν δύσπιστη τη σκέψη για τα πράγματα. Διότι, αυτός ο Καρίμοφ έχει κόρες δυο, την Gulnara και τη Lola. Η πρώτη είναι διάσημη μέσα από μουσικά βίντεο και ηχογραφήσεις. Εντάξει. Είναι και συν-ιδιοκτήτρια σε νυκτερινά κέντρα της Τασκένδης. Εντάξει ξανά. Αλλά να είναι, κατά τη διάρκεια του 2008, αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών του Ουζμπεκιστάν και αργότερα εκπρόσωπος του Ουζμπεκιστάν στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών στη Γενεύη; Η δε Λόλα, διορίστηκε, όπως διαβάζω, στο κείμενο της Μαυροχαννά, εκπρόσωπος του Ουζμπεκιστάν στην Ουνέσκο, στο Παρίσι. Κατά συνέπεια, αυτοί οι «θυγατρικοί» διορισμοί σε θέσεις κύρους δημιουργούν βάσιμες υποψίες, για το ποια είναι η πορεία των ιδρυμάτων, στο χρόνο, παγκοσμίως και ποια τα πρόσωπα-στελέχη τους. Πόσο μάλλον όταν έκλεισε, πρόσφατα στο Ουζμπεκιστάν, και η μη κερδοσκοπική οργάνωση Human Rights Watch. Ώστε, αν το στοιχείο-στοιχειό του φόβου, προσπαθώντας να το «εξαρθρώσουμε», το ανάγαμε σε αξία συναρθρωμένη στο σκελετό του πολιτισμού, τότε ο ελιτίστικος διάλογος με ένα πτώμα και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, θα γινόταν μάταιος και απερίφραστα λολιτίστικος. Να ‘χαμε, να λέγαμε. Υποτίθεται ότι ζούμε για να βρούμε. Να μην ξεχάσουμε τον εαυτό μας, στις ανάγκες της ημέρας.
Τίθεται, ωστόσο, το ερώτημα: υπάρχει, άραγε, μια κοινή συνιστώσα για το φόβο; Ανάμεσα στην κρίση, της οικονομίας και της θρησκείας, μπορούμε να εντοπίσουμε κοινά σημεία; Αφελές να παραγνωριζόταν η μεταξύ τους σχέση, καθώς το στοιχείο, που ενοποιεί αλλά εν τέλει δεν ενώνει, είναι ένα: η σύγκρουση. Και στο ισλάμ, η κληροδοτημένη παράδοση της σύγκρουσης αφορά στη διάκριση των μουσουλμάνων, σε δύο ομάδες: στους σουνίτες και στους σιίτες. Ειδικότερα, αυτό που συνδέει –τους ομοϊδεάτες- και χωρίζει –τους ξένους- , και σε αυτήν την περίπτωση, είναι ένα νούμερο. Η αρχή υπακούει στο «διαίρει και βασίλευε». Και το πρόβλημα, της αρίθμησης, προκύπτει αμέσως μετά το θάνατο του προφήτη Μωάμεθ, το 632. Όπως και ο Χριστός, είχε και αυτός τους παρατρεχάμενους. Τους πιστούς οπαδούς του, τα άτομα με «αποστολή». Οπότε, στη διαδοχή, ήρθαν διαδοχικά ο Αμπού Μπακρ –για 2 χρόνια και 3 μήνες, δεν μακροημέρευσε-, ο Ούμαρ- που μαχαιρώθηκε-, και ο Ούθμαν –που δολοφονήθηκε αν και έμεινε για 12 χρόνια διάδοχος του προφήτη-. Ύστερα από αυτούς τους τρεις, διάδοχος έγινε ο Άλι. Αυτός ήταν και ξάδερφος του προφήτη και ο τελευταίος είχε μεγαλώσει στο σπίτι του. Όλους αυτούς, τους αποδέχονται οι Σουνίτες. Οι σιίτες, όμως, διαφωνούν. Εμείς είμαστε υπέρ του κλήρου, λένε, και άρα, δεν δεχόμαστε τον Άλι για τέταρτο διάδοχο, αλλά για πρώτο. Σε συνοπτικές γραμμές, έτσι έχουν τα πράγματα και δεν αλλάζουν.
Αλλά ας υποθέσουμε ότι αυτές οι ιστορίες, εκτός από απαράλλακτες, είναι αμεσολάβητες κρίσης και επίκρισης. Απλώς τα γνωρίζουμε. Τι συμβαίνει, όμως, όταν το storytelling της ευρωπαϊκής διάστασης αρχίζει να κλονίζεται; Όταν βλέπεις πως πίσω από τα ιδρύματα, με τα ωραία logo, χτίζεται ένα “lego”-που στα δανέζικα, η λέξη σημαίνει «παίζω καλά»- στρατηγικής, ώστε δευτερευόντως να έρχεται η πίστη; Ενημερώνομαι, από ιστοσελίδες, και από ενυπόγραφα άρθρα, ότι το καθεστώς, για παράδειγμα, στο Ουζμπεκιστάν, της Κεντρικής Ασίας, δεν είναι τόσο ανεξάρτητο, όσο θέλουν να φαίνεται. Αναπαράγω μέρος, από το ρεπορτάζ της Άννας Μαρίας Μαυροχαννά: «Ο πρόεδρος Καρίμοφ αρνείται την εγγραφή των ομάδων της αντιπολίτευσης και οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου έχουν επικεντρωθεί στην πρόληψη των ομάδων από την άνοδό τους σε ένα επίπεδο όπου θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρόκληση προς το καθεστώς του προέδρου Καρίμοφ». Και στον οδηγό του lonely planet, για το Ουζμπεκιστάν, αναφέρεται ότι είναι δύσκολο πολύ, να δοθεί βίζα σε ξένο δημοσιογράφο, ενώ και εκεί υπογραμμίζεται, πότε ο Καρίμοφ κέρδισε πόντους στη Δύση…φυσικά, μετά το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου-του 2001-, των δίδυμων πύργων. Τότε, επέτρεψε στο Νάτο να μπει στα σύνορα, και τι σύμπτωση, το Ουζμπεκιστάν νότια συνόρευε με το Αφγανιστάν… όλα καλά, όλα ωραία. Στην πορεία, τα επεισόδια του 2005, στο Αντιτζάν του Ουζμπεκιστάν, κόστισαν τις ζωές 187 ανθρώπων, σύμφωνα με επίσημες καταμετρήσεις της κυβέρνησης, αλλά 5.000 ανθρώπων, σύμφωνα με άλλες, εξωτερικές πηγές. Και όπως, εύστοχα το θέτει η Α. Μαυροχαννά, εκεί είναι «πιο πιθανό να αντιμετωπίσει τιμωρία ο διαμαρτυρόμενος πολίτης παρά ένας διεφθαρμένος υπάλληλος». Εκεί, λοιπόν, που η Ευρώπη καταδικάζει αυτά τα θανάσιμα περιστατικά βίας και θα περίμενες ότι υπάρχει αξιοκρατία, τα γεγονότα ίσως καθιστούν δύσπιστη τη σκέψη για τα πράγματα. Διότι, αυτός ο Καρίμοφ έχει κόρες δυο, την Gulnara και τη Lola. Η πρώτη είναι διάσημη μέσα από μουσικά βίντεο και ηχογραφήσεις. Εντάξει. Είναι και συν-ιδιοκτήτρια σε νυκτερινά κέντρα της Τασκένδης. Εντάξει ξανά. Αλλά να είναι, κατά τη διάρκεια του 2008, αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών του Ουζμπεκιστάν και αργότερα εκπρόσωπος του Ουζμπεκιστάν στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών στη Γενεύη; Η δε Λόλα, διορίστηκε, όπως διαβάζω, στο κείμενο της Μαυροχαννά, εκπρόσωπος του Ουζμπεκιστάν στην Ουνέσκο, στο Παρίσι. Κατά συνέπεια, αυτοί οι «θυγατρικοί» διορισμοί σε θέσεις κύρους δημιουργούν βάσιμες υποψίες, για το ποια είναι η πορεία των ιδρυμάτων, στο χρόνο, παγκοσμίως και ποια τα πρόσωπα-στελέχη τους. Πόσο μάλλον όταν έκλεισε, πρόσφατα στο Ουζμπεκιστάν, και η μη κερδοσκοπική οργάνωση Human Rights Watch. Ώστε, αν το στοιχείο-στοιχειό του φόβου, προσπαθώντας να το «εξαρθρώσουμε», το ανάγαμε σε αξία συναρθρωμένη στο σκελετό του πολιτισμού, τότε ο ελιτίστικος διάλογος με ένα πτώμα και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, θα γινόταν μάταιος και απερίφραστα λολιτίστικος. Να ‘χαμε, να λέγαμε. Υποτίθεται ότι ζούμε για να βρούμε. Να μην ξεχάσουμε τον εαυτό μας, στις ανάγκες της ημέρας.
No comments:
Post a Comment