Η υπαινικτικότητα, στην ποίηση του Γιώργου Αλισάνογλου, κινείται γύρω από την ακτίνα του αντικειμένου. Ξεπερνώντας τον κοινωνικά διαμεσολαβημένο, πρακτικό ρόλο της χρησιμότητας, οι στίχοι αποδίδουν στο αντικείμενο ένα νέο ρόλο χρήσιμης αχρηστίας, παιχνιδίζοντα και διττού χαρακτήρα: από τη μια συμβολικό, στο βαθμό που ο αναγνώστης συνάπτει, διά της φαντασίας του, νέες σχέσεις με το περιβάλλον, όπου εντάσσει το αντικείμενο του στίχου και, από την άλλη, συνειρμικό, στο βαθμό που η διαδικασία εγρήγορσης της φαντασίας του αναγνώστη ανακαλεί τις μνήμες από το παρελθόν και διεγείρει την επιθυμία του, όχι μόνο στο χρονικό παρόν αλλά φασματικά, στο τότε, όπου το αντικείμενο ήταν απτό και κατείχε μια θέση σημαίνουσα στη ζωή του. Υπό το καθεστώς μιας φασματικής ανάγνωσης, οι αναμνήσεις ανατρέπουν η μία την άλλη, καθώς η πρώτη σε χρονική σειρά έρχεται πιθανότατα τελευταία, ώστε το άτομο, σε θέση αναγνώστη, αναγνωρίζει ποιητικά το χρόνο, μέσα από το ρυθμό, και τον τόπο, μέσα από τη γλώσσα, ενώ τους αποστάζει, αμφότερους, στη συνείδησή του.
Όσον αφορά σε αυτόν τον διττό, παιχνιδίζοντα ρόλο του αντικειμένου, λοιπόν, οι απαρχές της επινόησης πρέπει να αιτιολογηθούν μέσα από τη σχέση του ατόμου με τον εαυτό του και δη με την ενδοπροσωπική (intrapersonal) ματιά. Ο ποιητής, ως ένας παίκτης με αντίπαλο τον εγωκεντρικό λόγο, θα μπορούσε να παραλληλιστεί με ένα παιδί που επινοεί, στην προσχολική του ηλικία, το παιχνίδι, ως το αντιστάθμισμα[1] των μη εκπληρωμένων επιθυμιών του. Εφόσον πια δεν μπορεί να ξεγελαστεί από τον ενήλικο και να ξεχάσει τις επιθυμίες του, καλεί τον εαυτό του να συμμετάσχει σε μια πράξη για να τις ξεπεράσει. Με βάση αυτήν την ερμηνεία του L. S. Vygotsky (1896-1934) στο Νους στην Κοινωνία, για το λειτουργικό ρόλο του παιχνιδιού, διαπιστώνουμε ότι το παιδί δεν έχει ανάγκη από ένα πειστικό παιχνίδι – να παραστήσει, για παράδειγμα, στο δωμάτιό του ότι οδηγεί αυτοκίνητο, επειδή δεν το έχει- αλλά αντίθετα, έχει ανάγκη από ένα έγκυρο παιχνίδι, το οποίο δεν αποβαίνει ως το οπτικό αποτέλεσμα των επιθυμιών, αλλά ως το αντιστάθμισμά τους. Συνεπώς, το παιδί έχει ανάγκη από την ίδια την κατάσταση εγκυρότητας του παιχνιδιού.
Το αξίωμα αυτής της εγκυρότητας έγκειται στο γεγονός ότι το παιδί μπορεί να δημιουργεί έναν δικό του, μαγικό κόσμο, ένα καταφύγιο, μέσα στο οποίο αναπτύσσει τον εγωκεντρικό λόγο, εντάσσοντας το παιχνίδι των λέξεων στη διαδικασία της πράξης του παιχνιδιού. Αναλόγως, τώρα, ο Γιώργος Αλισάνογλου, στην ποιητική συλλογή Το παντζάρι και ο διάβολος, η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τυπωθήτω, παίζει με τις λέξεις και τους στίχους, ως κοινωνιολόγος που έχει επίγνωση του θνησιγενούς στοιχείου της ανθρώπινης ύπαρξης, από το οποίο δεν μπορεί να απαλλαχτεί παρά μόνο να ξεπεράσει. Επίσης, μέσα από τους αγγλικούς τίτλους που δίνει στα ποιήματά του, παράλληλα στους ελληνικούς εφόσον δεν πρόκειται για α-νόητη μετάφραση των τελευταίων, προσδίδει έναν πιο ηλεκτρικό, επιτακτικό τόνο στο στίχο και στη διαιρεμένη ενότητα του ποιήματος– ας μην ξεχνάμε ότι ξένες λέξεις χρησιμοποιούσαν οι ηλεκτρικοί ποιητές, ανάμεσά τους και ο Michel Bulteau-. Συνεπώς, επιτελείται η κάθαρση του βεβαρυμμένου μητρώου της καθημερινότητας από το νόημα, ώστε να ευνοείται η πράξη (κίνηση) της αντίληψης, η οποία προσφέρει ένα νέο νόημα.
Όσον αφορά σε αυτόν τον διττό, παιχνιδίζοντα ρόλο του αντικειμένου, λοιπόν, οι απαρχές της επινόησης πρέπει να αιτιολογηθούν μέσα από τη σχέση του ατόμου με τον εαυτό του και δη με την ενδοπροσωπική (intrapersonal) ματιά. Ο ποιητής, ως ένας παίκτης με αντίπαλο τον εγωκεντρικό λόγο, θα μπορούσε να παραλληλιστεί με ένα παιδί που επινοεί, στην προσχολική του ηλικία, το παιχνίδι, ως το αντιστάθμισμα[1] των μη εκπληρωμένων επιθυμιών του. Εφόσον πια δεν μπορεί να ξεγελαστεί από τον ενήλικο και να ξεχάσει τις επιθυμίες του, καλεί τον εαυτό του να συμμετάσχει σε μια πράξη για να τις ξεπεράσει. Με βάση αυτήν την ερμηνεία του L. S. Vygotsky (1896-1934) στο Νους στην Κοινωνία, για το λειτουργικό ρόλο του παιχνιδιού, διαπιστώνουμε ότι το παιδί δεν έχει ανάγκη από ένα πειστικό παιχνίδι – να παραστήσει, για παράδειγμα, στο δωμάτιό του ότι οδηγεί αυτοκίνητο, επειδή δεν το έχει- αλλά αντίθετα, έχει ανάγκη από ένα έγκυρο παιχνίδι, το οποίο δεν αποβαίνει ως το οπτικό αποτέλεσμα των επιθυμιών, αλλά ως το αντιστάθμισμά τους. Συνεπώς, το παιδί έχει ανάγκη από την ίδια την κατάσταση εγκυρότητας του παιχνιδιού.
Το αξίωμα αυτής της εγκυρότητας έγκειται στο γεγονός ότι το παιδί μπορεί να δημιουργεί έναν δικό του, μαγικό κόσμο, ένα καταφύγιο, μέσα στο οποίο αναπτύσσει τον εγωκεντρικό λόγο, εντάσσοντας το παιχνίδι των λέξεων στη διαδικασία της πράξης του παιχνιδιού. Αναλόγως, τώρα, ο Γιώργος Αλισάνογλου, στην ποιητική συλλογή Το παντζάρι και ο διάβολος, η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τυπωθήτω, παίζει με τις λέξεις και τους στίχους, ως κοινωνιολόγος που έχει επίγνωση του θνησιγενούς στοιχείου της ανθρώπινης ύπαρξης, από το οποίο δεν μπορεί να απαλλαχτεί παρά μόνο να ξεπεράσει. Επίσης, μέσα από τους αγγλικούς τίτλους που δίνει στα ποιήματά του, παράλληλα στους ελληνικούς εφόσον δεν πρόκειται για α-νόητη μετάφραση των τελευταίων, προσδίδει έναν πιο ηλεκτρικό, επιτακτικό τόνο στο στίχο και στη διαιρεμένη ενότητα του ποιήματος– ας μην ξεχνάμε ότι ξένες λέξεις χρησιμοποιούσαν οι ηλεκτρικοί ποιητές, ανάμεσά τους και ο Michel Bulteau-. Συνεπώς, επιτελείται η κάθαρση του βεβαρυμμένου μητρώου της καθημερινότητας από το νόημα, ώστε να ευνοείται η πράξη (κίνηση) της αντίληψης, η οποία προσφέρει ένα νέο νόημα.
Μεταξύ των άλλων στίχων, του Γιώργου Αλισάνογλου, επιλέγω ενδεικτικά:
«Εννιά μήνες/ μέσα στο σπιρτόκουτο/ παρέα με τα σπίρτα/ για να ξεπεράσω/ τη φοβία μου με τη φωτιά/ και να ξεχάσω τ’ όνομά σου/ το χνότο της πατούσας/ την τρύπα στο κεφάλι μου/ από τη ρουκέτα μιας παιδικής/ πασχαλιάς»
«Εννιά μήνες/ μέσα στο σπιρτόκουτο/ παρέα με τα σπίρτα/ για να ξεπεράσω/ τη φοβία μου με τη φωτιά/ και να ξεχάσω τ’ όνομά σου/ το χνότο της πατούσας/ την τρύπα στο κεφάλι μου/ από τη ρουκέτα μιας παιδικής/ πασχαλιάς»
Είναι από τις λίγες φορές που, διαβάζοντας, ένιωσα κοντά σε κάποιον που δεν ξέρω.
Γιώργος Αλισάνογλου Το παντζάρι και ο διάβολος, εκδόσεις Τυπωθήτω (λάλον ύδωρ), Αθήνα Δεκέμβριος 2008
L. S. Vygotsky Νους στην Κοινωνία. Η ανάπτυξη των ανώτερων ψυχολογικών διαδικασιών, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα Οκτώβριος 2000
Σημειώσεις:
[1] Βλ. L. S. Vygotsky Νους στην Κοινωνία. Η ανάπτυξη των ανώτερων ψυχολογικών διαδικασιών, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα Οκτώβριος 2000, σ. 158
[1] Βλ. L. S. Vygotsky Νους στην Κοινωνία. Η ανάπτυξη των ανώτερων ψυχολογικών διαδικασιών, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα Οκτώβριος 2000, σ. 158
No comments:
Post a Comment