Είκοσι τέσσερις (24) σκηνές, μία για κάθε ώρα της ημέρας: μεταξύ τους όμοιες, καθόσον δεν στοχεύουν στην καταστρεπτικότητα της αίσθησης, αλλά στη σταδιακή ανατροπή της. Όσο χρειάζεται ένα άγραφο χαρτί να καεί και να μεταμορφωθεί, περίεργα, σε τριαντάφυλλο, τόσο η προσωπική αλλά και η συλλογική ιστορία εκτίθενται σαρδόνια περί του έργου, καταφάσκοντας στο δυναμικό των ερειπίων τους: αυτό προκύπτει από την ίδια τη φύση της ιστορίας αλλά και απ’ τη φύση ιδωμένη ως κυκλική ιστορία φθοράς και ανασυγκρότησης, η οποία ξεπερνά, εν τέλει, τις εφήμερες, ουτοπικές διασταυρώσεις των επιθυμιών μας. 24 σκηνές, όπως οι υπαλληλικές ώρες ενός καθημερινού εικοσιτετραώρου, για να επαναλάβουν αυτό που άλλα έργα αρνούνται να καταδείξουν, ότι η φαντασμαγορία της προόδου στην αστική νεωτερικότητα, όταν τίθεται το ζήτημα της ανθρώπινης ύπαρξης, συνιστά μια φαιδρή ψευδαίσθηση, ονειρική κατασκευή και ‘‘αύρα’’. Αυτήν την τελευταία, άλλωστε, ο Μπένγιαμιν καταλόγισε και χρέωσε στους ‘‘ποιητές της…5ης κατηγορίας’’.
Ενάντια σε αυτήν τη στείρα αύρα, η Ρούλα Πατεράκη και ο Μάνος Λαμπράκης ενώνουν τις δυνάμεις τους, συμπράττοντας δυναμικά σε αυτό το πύρινο ‘‘ενώ’’ της καλλιτεχνικής έκφρασης, και, ως γνήσιοι δημιουργοί 1ης κατηγορίας, δίνουν νέα υπόσταση σε ένα χώρο φορτωμένο, πληγωμένο και χαραγμένο ήδη από, άγνωστα σε εμάς, ανθρώπινα χέρια, τα οποία, εν γένει της υστεροφημίας, διαφήμιζαν, επάνω στους τοίχους, την ικανότητά τους: ότι, ναι, παρά τα βασανιστήρια που υπέμεναν από τη γερμανική κομαντατούρ, ακόμη μπορούσαν… ήταν σε θέση να γράψουν. Σε τελική ανάλυση, όμως, μαζί με την εκφρασμένη ικανότητά τους, καταγράφτηκαν και τα ίχνη του καθημερινού πόνου, ένα εγγεγραμμένο χρονικό της ανάγκης για αγάπη: μικρές καρδιές, γνώριμα ονόματα πολιτών, πίσω από κορμιά που υπέφεραν τις σάρκες τους, και, παιδεύτηκαν από την ευθύνη της ύπαρξής τους. Αυτή δεν είναι, εξάλλου, η αντανάκλαση της ελευθερίας;
Το έργο Puerto Grande – το μεγάλο λιμάνι ή μεγάλο πέρασμα, ως μια άλλη, και γλωσσική ακόμη, αντανάκλαση ελευθερίας-, του Μάνου Λαμπράκη, είναι μια σύγχρονη μετακειμενική διασκευή πάνω στον Βόυτσεκ του Γκέοργκ Μπύχνερ. Σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, είμαστε παρόντες στο βασανισμό και τη σταδιακή αποκτήνωση του κρατουμένου Bunker. Βέβαια, όταν τη σκηνοθεσία υπογράφει η Ρούλα Πατεράκη, πάντα παρούσα κατά τη διάρκεια του έργου και μετέπειτα στην έξοδο, δίνοντάς μας τον τελευταίο, καληνυχτίσιμο ασπασμό χειραψίας, μόνο απαθείς θεατές δεν μπορούμε να είμαστε. Μέσα σε έναν, τρόπον τινά, εργαστηριακό, περιβάλλοντα χώρο, με αισθητό το ίδιον της κλειστοφοβικής συνύπαρξης, η χαρακτηρολογία για αυτόν το χώρο και για το έργο, μόνο ελλιπής μπορεί να αποβεί, σε σχέση με την εναλλαγή των πλούσιων αισθημάτων, και τη συμπτωματολογική εκφορά τους: εκβιασμός και φόβος, άρνηση και απάρνηση, ανάγκη για αγάπη και πόνος, δυσπόρθητος πόνος. Όλα είναι ένα.
Ο Μάνος Λαμπράκης, που σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Λονδίνο, στη Σημειολογία του Θεάτρου, και στην Αθήνα, στην Πολιτιστική Πολιτική και Διαχείριση, δείχνει ότι κατέχει τις εμμονές του και δεν τον κατέχουν. Η Ρούλα Πατεράκη, επίσης, ανήκει στους σκηνοθέτες, που δεν ποιούν απλά τα πράγματα για τους εαυτούς τους, καθόσον ετεροπροσδιορίζονται σε σχέση με τα βιώματα και τα αισθήματα του θεατή: σε σχέση όχι μόνο με αυτά τα αισθήματα, που αναπτύσσονται κατά την εκτέλεση του έργου, αλλά πόσο μάλλον με εκείνα που θα εξελιχτούν αργότερα στα ξένα σπίτια, μέσα σε μια συζήτηση με μέλη της οικογένειας, απόντα από την παράσταση, ή σε μια άλλη συζήτηση με τον ίδιο τον εαυτό. Απέναντι και μέσα σε αυτά τα αισθήματα, τα φαντασιακά και αναγκαία, η Ρούλα Πατεράκη, πιστεύω, ότι ξαναβρίσκει τον εαυτό της.
Φύγαμε από την παράσταση με απασχολημένα χέρια, καθώς οι παλάμες δίσταζαν να αποχωριστούν τις στάχτες του έργου, και, χωρίς να χειροκροτήσουμε. Ίσως επειδή για τέτοιες δουλειές το χειροκρότημα δεν είναι απλά περιττό αλλά και επιδεικτικό, ενάντια στην ουσία της παράστασης, η οποία, ως συνθήκη, φέρει τη διαχρονική αλήθεια: είμαστε παιδιά του Πιραντέλο, χαμένοι σε ερμηνείες ερμηνειών, κατασκευές και σκευάσματα. Από όλα αυτά δεν υπάρχει διαφυγή παρά μόνο εμπλοκή. Αναπόδραστα, λοιπόν, τα διπλωματικά επεισόδια, ο πόλεμος ή ο θάνατος, μέσα στη μάχη της επί ή διά βίωσης.
Εκ πρώτης όψεως, η απέριττη αισθητική και το πράσινο φως, συνειρμικά με μετέφεραν στην ταινία ‘‘Hunger’’ του Steve McQueen, την οποία είδαμε πέρυσι στους κινηματογράφους. Στη συνέχεια, ο έντονος, λιτός και άμεσος ρυθμός του έργου διεκδίκησε και κατέκτησε τη δική του αυτονομία στη μνήμη.
Της το είπαμε και προφορικά: Ρούλα Πατεράκη, σας ευχαριστούμε πολύ.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Ρούλα Πατεράκη
Σκηνικά/κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Κίνηση: Μπέτυ Δραμισιώτη
Μουσική επιμέλεια: Μάνος Λαμπράκης
Φωτισμοί: Ρούλα Πατεράκη – Άγγελος Μέντης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Τασία Σοφιανίδου
Επικοινωνία: Prologos Arts Marketing (210-3424654)
Παίζουν: Κοσμάς Φοντούκης (Bunker), Γιάννης Παπαδόπουλος (Doctor), Κωστής Σειραδάκης (Minister), Λένικα Αρφάνη (Sally), Ένκε Φεζολάρι (Zink), Ρίτα Λυτού (κρατούμενη γυναίκα), Θεανώ Βασιλείου (Νάνος Johnny), Ευτυχία Γιομελά (Νάνος Looney), Ευτυχία Κιουρτίδου (Νάνος Clooney), Ευγενία Μαμάη (Νάνος Tomy), Ανδρέας Αντωνιάδης (κρατούμενος άντρας), Σαράντος Ρηγάκος (Clook), Διονύσης Ποταμίτης (Halliburton), Αλέξης Πασπαρδάνης (δημοσιογράφος).
Παραγωγή: Δραματικό Θέατρο Ρούλα Πατεράκη
Πρεμιέρα: 24.04.2009
Παραστάσεις έως: 31.05.2009
‘‘Χώρος Iστορικής Mνήμης 1941-44’’ – Μέγαρο Εθνικής Ασφαλιστικής
Κοραή 4 (πρώην κρατητήρια Κομαντατούρ)
Τηλ. Κρατήσεων:6949 079 893
Δείτε τη συνομιλία της Ρούλας Πατεράκη και του Μάνου Λαμπράκη σε σχετικό βίντεο:
http://www.vimeo.com/4147185
και επίσης:
http://www.youtube.com/watch?v=dmVPCX0LxN8 για το ‘‘Hunger’’ του Steve McQueen (2008)
No comments:
Post a Comment