Δεν υπάρχει γείτονας που επιλέγει το διπλανό του. Απλά ζει μαζί του. Αν φυτρώναμε μέσα σε έναν κήπο για 7 ημέρες, ζώντας 7 ανατολές και 7 δύσεις του ηλίου, ίσως ακούγαμε -ή θα φανταζόμασταν ότι θα ακούγαμε- γειτονικούς ψιθύρους:
-Θα ήθελα πολύ να έχω αυτά που έχεις εσύ.
-Νιώθω πως κι εγώ είμαι χωρίς όλα όσα θα ήθελα.
-Θα ήθελα πολύ να έχω αυτά που έχεις εσύ.
-Νιώθω πως κι εγώ είμαι χωρίς όλα όσα θα ήθελα.
Μια άγουρη ντομάτα κοιτάζει ένα τριαντάφυλλο και ζηλεύει την αμάραντη ομορφιά του. Κάθε φορά που το βλέπει, εύχεται να ήταν σαν αυτό: ψηλή, αγέρωχη, καλλονή. Και κατακόκκινη. Το τριαντάφυλλο δεν έχει δείξει αντιπάθεια προς τη ντομάτα, όμως, ο σπιτονοικοκύρης, όταν ποτίζει τον κήπο, τραγουδά μόνο στα λουλούδια του. Κι όταν έρχονται διάφοροι καλεσμένοι στον κήπο και, περπατώντας στο σούρουπο, χαϊδεύουν τους δροσερούς ώμους τους, δεν παραλείπουν να πουν «τι ωραίο αυτό το τριαντάφυλλο», με αποτέλεσμα η άγουρη γειτόνισσα να νιώθει πως βρίσκεται στο περιθώριο, καθώς δεν υπάρχει ένας έστω θαυμαστής που να της δίνει σημασία. Αν είχε κι αυτή πέταλα, πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή.
-Τα πέταλα του αλόγου είναι τα πραγματικά, με αυτά το άλογο καλπάζει.
-Δεν έχει σημασία. Τα δικά σου θαυμάζουν, τα δικά σου θέλω.
Με τίποτε το τριαντάφυλλο δεν μπορεί να δώσει θάρρος στη ντομάτα. Το φως της κάθε ημέρας τη βλέπει να θλίβεται περισσότερο.
Σύντομα του άρχισε τα παράπονα για να συγκεντρώνει την προσοχή γύρω της.
-Δε μου μιλάς όσο θα ήθελα.
-Σκέφτομαι, ο φρέσκος αέρας βοηθάει. Εσύ δε θέλεις να σκέφτεσαι;
-Είμαι άρρωστη. Νομίζω πως έχω κολλήσει κάποιο μικρόβιο.
Με το να υποκρίνεται την άρρωστη, επινοεί δικαιολογίες για να στρέφει διαρκώς την προσοχή πάνω της. Επιπλέον, δε θυμάται και κάνει στο τριαντάφυλλο τις ίδιες ερωτήσεις, παρόλο που ο σπιτονοικοκύρης ποτίζει πάντα τις ίδιες ώρες, κάθε ημέρα.
-Πότε έχουμε πρωινό;
-Πότε είναι το βραδινό;
-Πότε έχουμε πρωινό;
-Πότε είναι το βραδινό;
Κάποια στιγμή, οι ερωτήσεις που ακούγονται δεν έχουν απαντήσεις και πέφτουν στο κενό. Και η ντομάτα αναγκάζεται να σταματήσει, για να επαληθεύσει ότι πλέον οι δυνάμεις της, την εγκατέλειψαν. Δεν μπορεί να είναι η ίδια με το πέρασμα του χρόνου.
Όμως, και το τριαντάφυλλο δεν έμεινε ανέπαφο από το χρόνο. Έχασε αρκετά από τα πέταλά του, με αποτέλεσμα να μη δείχνει πια αγέρωχο, αλλά μαραμένο. Τα περισσότερα από τα κόκκινα πέταλά του έχουν εξανεμιστεί προς άγνωστη κατεύθυνση, όπως οι στάχτες ενός τσιγάρου.
Και την έβδομη μέρα, όπως θα σηκωνόμασταν για να βγούμε από τον κήπο, θα βλέπαμε με τη δύση του ηλίου τους δυο γείτονες, πλάι τον ένα στον άλλο: τη ντομάτα κατακόκκινη αλλά χωρίς παρέα και το τριαντάφυλλο λιπόθυμο και με γερμένο το κεφάλι προς τα χόρτα. Και τότε, θα αντικρίζαμε το χέρι του σπιτονοικοκύρη επάνω από τη ντομάτα, 7 δευτερόλεπτα προτού την κόψει.
Η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή και να κάνουμε συγκρίσεις. Αν ανεχτούμε τον εαυτό μας, όπως είναι, θα έχουμε και περισσότερες πιθανότητες να βιώσουμε την ελευθερία.
No comments:
Post a Comment