1.11.09

Συνεντεύξεις από το συρτάρι: Τηλέμαχος Κώτσιας



Τηλέμαχος Κώτσιας:

«Ο άνθρωπος ζει από περιέργεια»
Ο Τηλέμαχος Κώτσιας έκανε αισθητή τη λογοτεχνική του παρουσία από τα πρώτα του έργα. Στο τελευταίο μυθιστόρημά του, με τίτλο Στην απέναντι όχθη, κυριαρχούν οι πολιτικές συγκρούσεις, οι διαψεύσεις προσδοκιών, η φιλία, τα όνειρα και τα δράματα σε μία ταραγμένη περίοδο 35 χρόνων.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, μας δίνει το προσωπικό του στίγμα.
Συνέντευξη στην Αντιγόνη Κατσαδήμα
Γιατί ο τίτλος του μυθιστορήματός σας, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, είναι Στην απέναντι όχθη και όχι Στην αντίπερα όχθη;

Το σκέφτηκα εάν ο τίτλος έπρεπε να είναι Στην αντίπερα ή Στην απέναντι όχθη και προτίμησα τη λέξη «απέναντι», επειδή εκφράζει τον αγώνα και την αντιπαλότητα, που είναι και το θέμα του βιβλίου.

Μέσα σε πόσο χρονικό διάστημα το γράψατε;

Είχα ξεκινήσει πριν από δέκα χρόνια, το είχα φτάσει μέχρι ένα σημείο αλλά μετά σταμάτησα, καθώς ένιωσα αδύναμος, ανίκανος να το τελειώσω. Επειδή παράλληλα έγραφα και άλλα μυθιστορήματα, άφηνα αυτό στην άκρη. Δεν είχα χρόνο, και φοβήθηκα ότι ένα σημαντικό βιβλίο θα πήγαινε χαμένο. Αρχικά είχα σκεφτεί να γράψω δύο μυθιστορήματα, ένα για τον Πέτρο Χαρίση και ένα για το Γρηγόρη Ντάλλα και τους κατασκόπους. Τελικά αποφάσισα να συμπτύξω τους δύο ήρωες σε ένα μυθιστόρημα, επειδή αυτά τα δύο μυθιστορήματα, που σκεφτόμουν, ήταν πανομοιότυπα και, φοβήθηκα ότι θα επαναλάμβανα στοιχεία του πρώτου στο δεύτερο, ενώ δε θέλω να επαναλαμβάνω τον εαυτό μου. Νομίζω ότι αυτή η επιλογή της σύμπτυξης φαίνεται και στο γεγονός ότι ο κεντρικός ήρωας χάνεται καθώς αναδύονται άλλοι στην πορεία του μυθιστορήματος. Ήταν, λοιπόν, πολύ δύσκολο, μετά, να κλείσω το μυθιστόρημα, και γι’ αυτό αποφάσισα το τέλος να αφορά στη ρήξη των σχέσεων της Αλβανίας με τη Σοβιετική Ένωση. Και η Μικέλα Χαρτουλάρη με είχε ρωτήσει γιατί τελειώνω το ’62 και όχι το ’90. «Μα, θα έπρεπε να έχω γράψει άλλες τόσες σελίδες», της απάντησα.

Οι ήρωες είναι αληθινοί;

Οι ήρωες είναι αληθινοί αλλά ο κάθε ήρωας δε συμπίπτει με κάποιο πρόσωπο. Από το υλικό που υπάρχει, επιλέγεις τι θα κάνεις μυθιστόρημα. Επιπλέον, είναι θέμα πολιτικής φόρτισης. Δεν ήθελα να βγάλω μίσος και προσπαθούσα, γράφοντας, να είμαι αμερόληπτος.

Σε κάποιο σημείο του μυθιστορήματος βάζετε το Μηνά να πει ότι «ο άνθρωπος ζει από περιέργεια». Είναι, πράγματι, έτσι;

Όταν ο ήρωας λέει κάτι, κατά κάποιον τρόπο, και ο συγγραφέας το πιστεύει. Εγώ πιστεύω ότι η περιέργεια είναι το κυριότερο κίνητρο για να ζει κανείς.

Γιατί;

Άμα θα γεράσετε και γίνετε 90 χρονών, θα με θυμηθείτε. Ο παππούς μου έλεγε «Θα τον ‘κούσω τον κούκο και φέτο;». Ήθελε, δηλαδή, να ακούσει τον κούκο, το πρώτο πουλί της άνοιξης. Είναι η περιέργεια, ότι πρέπει να έρθει η άνοιξη, να δούμε τα δέντρα να μπουμπουκιάζουν.

Η φύση υπερτερεί της πολιτικής, αν κρίνω και από το τέλος του μυθιστορήματος;

Σίγουρα. Ο άνθρωπος μπροστά στη φύση είναι μικρός και κακός, και από οικολογικής και ψυχικής πλευράς. Σύμφωνα και με τη θεωρία του Δαρβίνου, ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης. Ο άνθρωπος, όμως, δημιούργησε την κοινωνία για να απαλλαχτεί από αυτήν την τυφλή εξέλιξη του ενστίκτου και του ζώου, ότι δηλαδή για να ζήσω εγώ πρέπει να σε σκοτώσω και να σε φάω. Επειδή είμαστε κοινωνία, ενάντια στα ένστικτα των ανθρώπων, υπάρχει ο νόμος, στο πλαίσιο του οποίου ισχύει ότι η ελευθερία σου τελειώνει εκεί που βλάπτεις την ελευθερία του άλλου. Στη βιολογία δεν ισχύει αυτό, αλλά επικρατεί ο ανταγωνισμός των ειδών. Είναι κανείς ελεύθερος να κάνει αυτό που θέλει.

Με ποιον από τους ήρωες του βιβλίου ταυτίζεστε περισσότερο; Με τον Πέτρο;

Με κανέναν. Ο Πέτρος, κατά κάποιον τρόπο, είναι ο παππούς μου. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, μπορώ να πω ότι ταυτίζομαι με το Δημητράκη.

Ο οποίος σπούδασε στην Τσεχία.

Ναι, εγώ δε σπούδασα αλλά ήθελα να σπουδάσω.

Βλέπετε τα όνειρά σας μέσα σε αυτόν τον ήρωα.

Ναι, είναι ο εαυτός που θα ήθελα. Αυτός είναι ο ήρωας που αγάπησα.

Και ο ήρωας που σας θύμωσε; Ήταν ο Αντώνης;

Μάλλον ο Αντώνης είναι ο ήρωας για τον οποίο έγραψα το βιβλίο. Αποφασίζουμε εν βρασμώ και μετά γράφουμε εν ψυχρώ.

Μου άρεσε που χρησιμοποιείτε λέξεις που δεν συναντώ στον καθημερινό λόγο, όπως «μεσάντρα», «μονέτρα».

Θα ήθελα να χρησιμοποιήσω πάρα πολλές. Φοβήθηκα ότι θα το έκανα βαρύ για τους νέους και ότι θα το έβλαπτα. Θα έχανε την ικανότητα να το διαβάσουν οι νέοι σήμερα. Και τόσες λέξεις που έβαλα, τις αντέχει το στομάχι του νεαρού αναγνώστη. Θέλω, μια μέρα, να γράψω ένα μονόλογο, για τον οποίο έχω επιλέξει το θέμα, με όλες αυτές τις λέξεις. Επί τη ευκαιρία, δε μου άρεσαν οι υποσημειώσεις με την ερμηνεία αυτών των λέξεων, που μπήκαν στο βιβλίο. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε και όπως το καταλαβαίνει ο καθένας. Κι αν δεν έμπαιναν, δεν θα έχανε ο αναγνώστης.

Διότι το σημαντικό τελικά, στο μυθιστόρημα, ποιο είναι;

Είναι η γεύση, το άρωμα. Μυρίζει άρωμα κυδωνιού και δεν βλέπεις, δεν καταλαβαίνεις κυδώνι αλλά μυρίζεις το άρωμά του.

Ο αναγνώστης εισπράττει αυτό στο βιβλίο σας από την αρχή ακόμη, νιώθοντας το άρωμα του μοσχοτρίφυλλου.

Μοσχοτρίφυλλο έβαζε η γιαγιά στο φρέσκο βούτυρο, όταν το έλιωνε. Έλεγε, μάλιστα, «θα αναλύσω το βούτυρο», και για την ακρίβεια έβαζε «τρεντελίνα», κάτι σαν μοσχοτρίφυλλο, αλλά για να εξηγήσω τι είναι η τρεντελίνα, που βγαίνει σε πολύ ψηλά βουνά, πρέπει να γράψω μισή σελίδα.

Σας αρέσει να αποδίδετε τη μυρωδιά.

Ναι, αν και η επιμελήτρια μου έκανε παρατήρηση ότι ήταν πολύ βαριά η μυρωδιά του αίματος, που είχα αποδώσει, από όπου αναδυόταν αυτή η αίσθηση της μπόχας. Νομίζω πως είναι πολύ σημαντικό όχι μόνο να δεις αλλά να αισθανθείς και να γευτείς αυτό που γράφεται.

Ποιους συγγραφείς διαβάζετε;

Τώρα δεν έχω χρόνο, αλλά έχω μεγαλώσει με κλασικούς συγγραφείς του 19ου αιώνα, με γαλλικά και ρώσικα μυθιστορήματα. Ντοστογιέφσκι δεν έχω διαβάσει όσο θα έπρεπε, επειδή ήταν απαγορευμένος. Τον διάβασα, μεγάλος, όταν ήρθα στην Ελλάδα, το ’90. Τσέχωφ έχω διαβάσει, τα πεζογραφήματα και όχι τα θεατρικά. Ο Τσέχωφ είναι υπόδειγμα διηγηματογράφου. Όταν διαβάζεις Τσέχωφ, βλέπεις ότι δεν υπάρχει κανένα στολίδι, καμιά περίσσεια λέξη, τίποτε το ερασιτεχνικό. Αν και ο Χέμινγουεϋ, ο οποίος είναι ένας συγγραφέας που αγαπώ, είχε πει ότι ο Τσέχωφ είναι μεγάλος συγγραφέας, αλλά ερασιτέχνης. Εννοούσε, όμως, ότι ο Τσέχωφ δεν έγραφε για να ζήσει από αυτά. Αντίθετα, ο Χέμινγουεϋ έγραφε για να πουλήσει τα έργα του. Αυτό είναι επαγγελματισμός.

Τι σας ενδιαφέρει να κρατήσουν οι αναγνώστες κλείνοντας ένα βιβλίο σας;

Θα ήθελα να τα κρατήσουν όλα. Θα με «σκοτώσει» ο αναγνώστης, εάν πει ότι δεν θυμάται τι διάβασε σε αυτό το βιβλίο. Κι ύστερα από δέκα χρόνια, θα ήθελα να θυμάται ένα δυο πράγματα από το βιβλίο, τουλάχιστον το ύφος μου, τον τρόπο με τον οποίο γράφω, ότι, δηλαδή, αποφεύγω αυτά που θα του γίνουν βαρετά. Κάνω πάντα λιτές περιγραφές, όπου νομίζω ότι είναι απαραίτητες, και διάλογο αυτούσιο, λόγια που ο ήρωας είπε πραγματικά, και δεν είναι γραμμένα από εμένα.

Πώς διακρίνουμε ότι κάποιος είναι πράγματι συγγραφέας;

Από τη μελωδία, και γι’ αυτό χαίρομαι όταν ένας ηθοποιός διαβάζει ένα απόσπασμα. Αν είναι πετυχημένο, θα ακούγεται ωραία από τον ηθοποιό, σε τέτοιο σημείο, ώστε να απορώ: εγώ έγραψα αυτά τα πράγματα; Το διάβασμα είναι το τελευταίο φινίρισμα και προσπαθώ αυτό που γράφω να διαβάζεται σωστά, να έχει γλώσσα που να ρέει και να κελαηδάει. Σέβομαι και εκτιμώ πολύ την προφορική γλώσσα του λαού.

Φαίνεται αυτό. Όταν γράφετε, «το γιατρό απ’ τα Παρίσια, μπίτισε η κουμαρίσια».

(γέλια) Ναι, προσπαθώ ο δικός μου λόγος να μην διαφέρει από τον προφορικό, ζωντανό λόγο. Αυτό είναι προϋπόθεση. Δεν χρειάζεται να γράφεις με ιντελεκτουαλισμό. Καλύτερο παράδειγμα είναι τα δημοτικά τραγούδια. Η μαμά σου θα κάνει μια ωραία πίτα αν έχει τρία πράγματα και ξέρει πώς να τα χρησιμοποιήσει. Το κυριότερο είναι τι λες. Μετά επιλέγεις τον πιο λιτό και ελαφρύ τρόπο για να το πεις.

Κάτω από ποιες συνθήκες γράφετε;

Όταν ρίχνω το πρώτο χέρι, πρέπει να μην έχω δουλειά και προβλήματα. Αυτό που ξεκινώ να γράψω, το έχω σκεφτεί πολύ καιρό πριν. Έχω πέντε ιδέες, από τις οποίες δεν ξέρω ποια θα εξελιχτεί και θα με απασχολήσει περισσότερο, όπως δεν ξέρεις ποιο σπερματοζωάριο θα γίνει παιδί. Σίγουρα, τώρα, γράφω πιο γρήγορα. Έχει εξελιχτεί η τεχνοτροπία.

Σας ευχαριστώ.

Περιοδικό ‘‘Διαβάζω’’, Σεπτέμβριος 2009, τεύχος 499, σσ. 26-28

No comments: