Για όσους πίνουν το βιβλίο όπως τον καφέ τους…
Θέλουμε, λοιπόν, να δούμε σε τι συνίστανται οι δημόσιες σχέσεις μιας πόλης, όπως μας παρουσιάζεται με την πρώτη ματιά. Διακρίνοντας την ποιότητα μιας σχέσης από την όσφρηση αλλά και την όραση, έχουμε και λέμε: οι δημόσιες σχέσεις της πόλης έγκεινται στα καφέ και στα βιβλιοπωλεία της. Διότι, αν δεν πιεις καφέ, σε μια πόλη, κι αν δεν περάσεις από τα βιβλιοπωλεία της, αργά ή γρήγορα θα νιώσεις ότι δεν έχεις μάθει από τα μυστικά της και άρα, αυτό που θα σου λείπει δεν θα σε ανακουφίζει. Στη Βαρκελώνη, δίνοντας από το χρόνο μου και στα δύο έθιμα της ανακούφισης, είχα διαρκώς την αίσθηση ότι δεν ήμουν σε άλλη χώρα. Σαν να είχαν γίνει, ξαφνικά, όλα οικεία. Αναγνωρίσιμα. Βέβαια, ήταν αναγνωρίσιμα αλλά παράλληλα διατηρούσαν την τελετουργική ιδιότητα του μη προβλέψιμου. Ώστε, τίποτε δεν απεκδυόταν τη γοητεία του.
Επιπλέον, με το να επιδιώκω κουβέντες στα ισπανικά, όπως το περπάτημα από τη μία άκρη της Ράμπλας στην άλλη, διαπίστωνα ότι, μέρα με τη μέρα, είχα και πιο ικανοποιητική ευχέρεια στη διαχείριση της γλώσσας. Κι επειδή, από την άλλη πλευρά, δεν ήταν και δυνατό να αγοράσω όλα τα βιβλία, ενώ στιγμιαία διέκρινα ότι κολλούσαν με ένα κομμάτι του εαυτού μου, προτιμούσα το ανέξοδο ισπανικό μπλα-μπλα αντί να υπολογίζω τα ευρώ για βιβλία, εκ των οποίων δύο τελικά νίκησαν στη μάχη με το χρόνο και προστέθηκαν στην τσάντα για την Αθήνα. Στο διάστημα αυτών των πέντε ημερών, ζούσα όπως ένας κάτοικος της πόλης που διψά για καφεδάκι και κείμενο. Απλά. Και φυσικά, ήμουν για επαγγελματικούς λόγους στη Βαρκελώνη.
Υπό ορισμένες συνθήκες, αυτή η επιλογή ζωής και νοοτροπίας με έμφαση στο διπλό έθιμο του καφέ και του βιβλίου μπορεί να έχει αντίκρισμα και σε επαγγελματικό επίπεδο. Κάποτε, ενώ άκουγα παράπονα από μια κυρία, που υπερασπιζόταν μια άλλη κυρία –έτσι γίνεται πάντα αν έχουμε να κάνουμε με ρόλους κυριότητας-, είχα απαντήσει στην κυρία-εθελοντικής δικανικής υπηρεσίας-, ότι στα όρια φαίνεται ο χαρακτήρας. Πρόσφατα, στη Βαρκελώνη συνέβη, στο αεροδρόμιο, ένα περιστατικό για να επιβεβαιώσω ξανά πόσο μικρή μπορεί να είναι η σκέψη μερικών, και αντίστοιχα, πόσο περιορισμένη η δυνατότητα χειρισμού του λόγου που αυτή συνεπάγεται. Μου αρέσουν πολύ αυτά τα περιστατικά κρίσης και οξύθυμης διάθεσης, πρέπει να ομολογήσω.
Βρισκόμαστε στο αεροδρόμιο της Βαρκελώνης, λοιπόν, ένα εικοσιτετράωρο αφότου είχε κλείσει κυριακάτικα. Έξι Έλληνες επιθυμούν να πετάξουν στην ίδια πτήση με άλλους 35. Δεν τίθεται θέμα να μην πετάξει κανείς τους, όμως το ελληνικό δαιμόνιο, που παντού βλέπει ένα πιθανό κακό, κατάλοιπο κι αυτό του συνδρόμου κατοχής ενδεχομένως, επινοεί και αναμοχλεύει. Στην περίπτωση αυτή των δυο πρακτορείων, που εκπροσωπούν τους 6 και τους 35, είναι σαφής η διαφορά στα άτομα, στους μεν και δε. Οπότε, στη σειρά των γκρουπ, και αυτονόητα ανεξαρτήτως της προτερόχρονης αναμονής των 6, η προτεραιότητα έπρεπε να είχε δοθεί, και από την αεροπορική εταιρία, στην εξυπηρέτηση των 6.
Επιπλέον, με το να επιδιώκω κουβέντες στα ισπανικά, όπως το περπάτημα από τη μία άκρη της Ράμπλας στην άλλη, διαπίστωνα ότι, μέρα με τη μέρα, είχα και πιο ικανοποιητική ευχέρεια στη διαχείριση της γλώσσας. Κι επειδή, από την άλλη πλευρά, δεν ήταν και δυνατό να αγοράσω όλα τα βιβλία, ενώ στιγμιαία διέκρινα ότι κολλούσαν με ένα κομμάτι του εαυτού μου, προτιμούσα το ανέξοδο ισπανικό μπλα-μπλα αντί να υπολογίζω τα ευρώ για βιβλία, εκ των οποίων δύο τελικά νίκησαν στη μάχη με το χρόνο και προστέθηκαν στην τσάντα για την Αθήνα. Στο διάστημα αυτών των πέντε ημερών, ζούσα όπως ένας κάτοικος της πόλης που διψά για καφεδάκι και κείμενο. Απλά. Και φυσικά, ήμουν για επαγγελματικούς λόγους στη Βαρκελώνη.
Υπό ορισμένες συνθήκες, αυτή η επιλογή ζωής και νοοτροπίας με έμφαση στο διπλό έθιμο του καφέ και του βιβλίου μπορεί να έχει αντίκρισμα και σε επαγγελματικό επίπεδο. Κάποτε, ενώ άκουγα παράπονα από μια κυρία, που υπερασπιζόταν μια άλλη κυρία –έτσι γίνεται πάντα αν έχουμε να κάνουμε με ρόλους κυριότητας-, είχα απαντήσει στην κυρία-εθελοντικής δικανικής υπηρεσίας-, ότι στα όρια φαίνεται ο χαρακτήρας. Πρόσφατα, στη Βαρκελώνη συνέβη, στο αεροδρόμιο, ένα περιστατικό για να επιβεβαιώσω ξανά πόσο μικρή μπορεί να είναι η σκέψη μερικών, και αντίστοιχα, πόσο περιορισμένη η δυνατότητα χειρισμού του λόγου που αυτή συνεπάγεται. Μου αρέσουν πολύ αυτά τα περιστατικά κρίσης και οξύθυμης διάθεσης, πρέπει να ομολογήσω.
Βρισκόμαστε στο αεροδρόμιο της Βαρκελώνης, λοιπόν, ένα εικοσιτετράωρο αφότου είχε κλείσει κυριακάτικα. Έξι Έλληνες επιθυμούν να πετάξουν στην ίδια πτήση με άλλους 35. Δεν τίθεται θέμα να μην πετάξει κανείς τους, όμως το ελληνικό δαιμόνιο, που παντού βλέπει ένα πιθανό κακό, κατάλοιπο κι αυτό του συνδρόμου κατοχής ενδεχομένως, επινοεί και αναμοχλεύει. Στην περίπτωση αυτή των δυο πρακτορείων, που εκπροσωπούν τους 6 και τους 35, είναι σαφής η διαφορά στα άτομα, στους μεν και δε. Οπότε, στη σειρά των γκρουπ, και αυτονόητα ανεξαρτήτως της προτερόχρονης αναμονής των 6, η προτεραιότητα έπρεπε να είχε δοθεί, και από την αεροπορική εταιρία, στην εξυπηρέτηση των 6.
Όταν όμως, στην παρούσα συγκυρία, ο εκπρόσωπος των 35 δεν αντιμετωπίζει μια κατάσταση στο σύνολό της, αλλά ενεργεί-και μιλά στη μητρική γλώσσα που ακούμε και αντιλαμβανόμαστε όλοι- λέγοντας ότι «θέλει να πετάξουν οι 35 δικοί του» - όπα, το άλλο με τον Τοτό δεν θα του το είπαν- τότε, σε ποια βελτίωση, όσον αφορά στην κουλτούρα και στη νοοτροπία του ελληνικού τουρισμού, οφείλουμε να ευελπιστούμε; Συμπτωματικά, ας σημειώσω ότι με την Aegean πετούσαμε. Προφανώς. Η σούπερ διαφήμιση της εταιρίας για τις πτήσεις της Αθήνα-Λονδίνο δεν ήταν τυχαία…
Κρίμα λοιπόν και για την εικόνα που δίνουμε σε άλλες χώρες, όταν ένας 45χρονος απευθύνεται σε συναδέλφους, που βλέπει για πρώτη φορά, στον ενικό, και δημιουργεί έξι τουλάχιστον αντιπάλους αν όχι πολύ περισσότερους, συνυπολογίζοντας τις κακές εντυπώσεις που θα σχημάτισαν και οι υποτιθέμενοι «δικοί του». Πολύ κακό για το τίποτα, σύμφωνα με την κοινή ρήση, εφόσον όλοι «πέταξαν». Για τη διαχείριση, όμως, συγκοινωνούντων αντικειμένων, όπως είναι οι δημόσιες σχέσεις και ο τουρισμός, ακόμη και το τίποτα μπορεί να σου στοιχίσει. Αρκεί να σκεφτούμε ότι στο λανθάνον έγκειται το νόημα. Υπό αυτήν την έννοια δεν υπάρχει «τίποτα», παρά μόνο «τιποτένιοι λιλιπούτειοι»…
*φωτό:
Για το βιβλίο που άφησα πίσω
http://www.maletas-perdidas.blogspot.com/
http://www.salamandra.info/fitxa.php?titol=634
http://www.salamandra.info/home.php
No comments:
Post a Comment