Γαλλία – 1991 – 99’– Έγχρωμο
Ένας κλόουν, ο Λουιζόν -Dominique Pinon-, νοικιάζει ένα δωμάτιο με την υποχρέωση, σε αντάλλαγμα, να συντηρεί όλο το κτίριο. Ανοίγει το μπαούλο των αναμνήσεων, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα, ενώ ο χασάπης-ιδιοκτήτης -Jean-Claude Dreyfus-, που κάνει κουμάντο στο κτίριο, τον έχει από κοντά. Όμως τα μαντάτα είναι ωραία για τον κλόουν Λουιζόν, καθώς ερωτεύεται την κόρη του χασάπη -Marie-Laure Dougnac-, και οι ζωές τους αρχίζουν να πλέκονται, την ίδια ώρα που μια σοφιστικέ τρελή –Silvie Laguna- κάνει μάταιες απόπειρες αυτοκτονίας και κάποιοι τύποι μυστηριώδεις αναζητούν το Λουιζόν. Αυτά επιγραμματικά για το πρώτο ανάγνωσμα της ταινίας. Σε ύστερη ανάγνωση των όσων εξελίσσονται, ερχόμαστε να δούμε ότι, αυτό που δεν προκαλεί αίσθηση, από και για τον ήχο του, δεν έχει ούτε θέση ούτε ρόλο σε ένα έργο αυτού του παραληρηματικού είδους.
Διότι, στη σκηνοθετική πρόταση των σχεδόν συνομήλικων Γάλλων, Marc Caro (1956-) και Jean-Pierre Jeunet (1953-), είναι ευδιάκριτο ήδη από τα πρώτα πλάνα ότι πρόκειται για μια ταινία, στην οποία την πρωτοκαθεδρία έχει η εικόνα-ήχος. Τα αντικείμενα, που παράγουν ήχο, και διά του ήχου τους καθίστανται αναγκαία, για να υπάρξουν, είναι αντικείμενα που αγγίζουν (εμάς τους θεατές) αλλά και αγγίζονται, μεταξύ τους. Αν και οξύμωρο, τα αντικείμενα που αγγίζονται, προσιδιάζουν σε ένα διαρκή οργασμό, στο όνομα ενός αυτόνομου κινηματογραφικού συμβάντος, στο πλαίσιο του οποίου δεν υπάρχει το τέλος, αλλά άρχει ο ήχος. Για να διατυπωθεί και ακριβέστερα, το ίδιο το τέλος, με τη διττή έννοια του σκοπού και του προορισμού συγχρόνως, αφορά στη στιγμιαία διάρκεια του ήχου. Ωμά, απρόσεκτα, ανήθικα. Καθώς η επιρροή από το fluxus είναι διάχυτη, ο απόηχος του κινήματος καθιερώνει το Delicatessen σχεδόν ως μια ντελικάτη κόλαση, όπου όλα είναι δυνατόν να συμβούν, και φυσικά αναγκαίο να ακουστούν. Όταν τα μαχαίρια ακονίζονται, τα παλιά παιδικά παιχνίδια κουρδίζονται, το ταβάνι στάζει, η τροχαλία ακούγεται, το ελατήριο από το στρώμα ανεβοκατεβαίνει, οι βελόνες πλέκουν τη μεταξύ τους διαμάχη, αλλά και το χαλί τινάζεται, ενώ στις σκάλες ο ταχυδρόμος κατρακυλά, τότε, όλα αυτά δε δίνουν παρά συστάσεις μιας ηχητικής πραγματικότητας.
Τι σημαίνει, λοιπόν, ο ήχος κατ’ εξακολούθηση και πώς νοείται; Υποθετικά μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, αν δεν υπήρχε ο ήχος στο Delicatessen, το μήνυμα της ειρωνείας δε θα ήταν έντονο, προβοκατόρικο, ανατρεπτικό, αλλά παράλληλα δε θα ήταν και ρευστό, γκροτέσκο και νταντά. Ναι, σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να ενθέσουμε την άποψη του Ανδρέα Εμπειρίκου για τη διαφορά, ανάμεσα σε σουρεαλισμό και ντανταϊσμό. Παρότι διάβασα, ότι οι Γάλλοι σκηνοθέτες Caro και Jeunet έχουν αντλήσει στοιχεία και επιρροές, σαφώς, από το σουρεαλισμό, αυτό δε σημαίνει αυτομάτως πως η ταινία τους κατατάσσεται στα έργα του υπερρεαλισμού. Διότι, έρχεται τώρα η θέση του Α. Εμπειρίκου, από τη Διάλεξη του 1935, -εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2009- να μας δείξει ότι «ο Ντανταϊσμός δεν μας παρουσίασε αρκετά σαφές κριτήριο αντικειμενικής διαφοροποίησης μεταξύ συνειδητών και ασυνείδητων συνειρμών (πράγμα που έκαμε ο Σουρεαλισμός αργότερα), ενώ απέκλειε την συντακτική και λογική επεξεργασία του περιεχομένου ενός ποιήματος». (σ. 59). Επιστρέφοντας στο Delicatessen, έχω την ενστικτώδη κρίση ότι, δεν υπάρχει διακριτό όριο ανάμεσα σε συνειδητό και ασυνείδητο επίπεδο, καθώς η μόνη διαχωριστική γραμμή έγκειται στη διαφορά των ήχων, του ενός από τον άλλο. Δεν προκύπτει σε βάθος εξέταση των προσωπικών χαρακτηριστικών των ηρώων, άρα και δε διαπιστώνεται μια ψυχολογική βάση στέρεα και εξελικτική για τη συμπεριφορά τους. Εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στη γραμμή του γκροτέσκο, καθώς, όπως επισημαίνει και ο Ανδρέας Εμπειρίκος, «ο Ντανταϊσμός ήταν μια μεγάλη révolte και αποτελούσε το δυναμικό μιας επανάστασης, δεν ήταν όμως καθαυτό επανάσταση, ενώ ο Σουρεαλισμός είναι μια πραγματική επανάσταση πειθαρχημένη, με δράση ανταποκρινόμενη σε πλήρη και αυτοκέφαλη θεωρία και με συνειδητές επιδιώξεις» (σ. 61). Άρα λοιπόν, η σωρός από σαλιγκάρια δικαιώνεται από το πέταγμα ενός ακόμα πάνω της, το γάζωμα της κόκκινης κορδέλας δικαιώνεται από το πέσιμο του φωτιστικού και με λίγα λόγια, ο ένας κλειστός ή αυστηρός ήχος που φέρνει το καλοκαίρι του άλλου συνεπάγεται ότι, η ταινία Delicatessen συμπυκνώνει το νόημα της ειρωνείας και το εναποθέτει σε μια κινηματογραφική λιτότητα εικόνων αφήγησης. Πέρα από τα όρια του λόγου, ο ξαφνικός ήχος μπορεί να αγγίξει την ευαίσθητη χορδή μας, να μυρίσει σεξ και γαλλικό καπρίτσιο.
Σκηνοθεσία: Marc Caro,Jean-Pierre Jeunet
Σενάριο: Gilles Andrien, Marc Caro,Jean-Pierre Jeunet
Παραγωγή : Claudie Ossard
Φωτογραφία****: Darius Khondji
Μουσική: Carlos D'Alessio
Με τους: Pascal Benezech,Dominique Pinon,Marie-Laure Dougnac,Jean-Claude Dreyfus,Karin Viard,Ticky Holgado,Anne-Marie Pisani
Βραβείο César 1992, Καλύτερου Σεναρίου, Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη (Marc Caro, Jean-Pierre Jeunet), Καλύτερων Σκηνικών, Βραβείο Felix, 1991, Καλύτερων Σκηνικών και Κουστουμιών
Διανομή: New Star
Ένας κλόουν, ο Λουιζόν -Dominique Pinon-, νοικιάζει ένα δωμάτιο με την υποχρέωση, σε αντάλλαγμα, να συντηρεί όλο το κτίριο. Ανοίγει το μπαούλο των αναμνήσεων, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα, ενώ ο χασάπης-ιδιοκτήτης -Jean-Claude Dreyfus-, που κάνει κουμάντο στο κτίριο, τον έχει από κοντά. Όμως τα μαντάτα είναι ωραία για τον κλόουν Λουιζόν, καθώς ερωτεύεται την κόρη του χασάπη -Marie-Laure Dougnac-, και οι ζωές τους αρχίζουν να πλέκονται, την ίδια ώρα που μια σοφιστικέ τρελή –Silvie Laguna- κάνει μάταιες απόπειρες αυτοκτονίας και κάποιοι τύποι μυστηριώδεις αναζητούν το Λουιζόν. Αυτά επιγραμματικά για το πρώτο ανάγνωσμα της ταινίας. Σε ύστερη ανάγνωση των όσων εξελίσσονται, ερχόμαστε να δούμε ότι, αυτό που δεν προκαλεί αίσθηση, από και για τον ήχο του, δεν έχει ούτε θέση ούτε ρόλο σε ένα έργο αυτού του παραληρηματικού είδους.
Διότι, στη σκηνοθετική πρόταση των σχεδόν συνομήλικων Γάλλων, Marc Caro (1956-) και Jean-Pierre Jeunet (1953-), είναι ευδιάκριτο ήδη από τα πρώτα πλάνα ότι πρόκειται για μια ταινία, στην οποία την πρωτοκαθεδρία έχει η εικόνα-ήχος. Τα αντικείμενα, που παράγουν ήχο, και διά του ήχου τους καθίστανται αναγκαία, για να υπάρξουν, είναι αντικείμενα που αγγίζουν (εμάς τους θεατές) αλλά και αγγίζονται, μεταξύ τους. Αν και οξύμωρο, τα αντικείμενα που αγγίζονται, προσιδιάζουν σε ένα διαρκή οργασμό, στο όνομα ενός αυτόνομου κινηματογραφικού συμβάντος, στο πλαίσιο του οποίου δεν υπάρχει το τέλος, αλλά άρχει ο ήχος. Για να διατυπωθεί και ακριβέστερα, το ίδιο το τέλος, με τη διττή έννοια του σκοπού και του προορισμού συγχρόνως, αφορά στη στιγμιαία διάρκεια του ήχου. Ωμά, απρόσεκτα, ανήθικα. Καθώς η επιρροή από το fluxus είναι διάχυτη, ο απόηχος του κινήματος καθιερώνει το Delicatessen σχεδόν ως μια ντελικάτη κόλαση, όπου όλα είναι δυνατόν να συμβούν, και φυσικά αναγκαίο να ακουστούν. Όταν τα μαχαίρια ακονίζονται, τα παλιά παιδικά παιχνίδια κουρδίζονται, το ταβάνι στάζει, η τροχαλία ακούγεται, το ελατήριο από το στρώμα ανεβοκατεβαίνει, οι βελόνες πλέκουν τη μεταξύ τους διαμάχη, αλλά και το χαλί τινάζεται, ενώ στις σκάλες ο ταχυδρόμος κατρακυλά, τότε, όλα αυτά δε δίνουν παρά συστάσεις μιας ηχητικής πραγματικότητας.
Τι σημαίνει, λοιπόν, ο ήχος κατ’ εξακολούθηση και πώς νοείται; Υποθετικά μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, αν δεν υπήρχε ο ήχος στο Delicatessen, το μήνυμα της ειρωνείας δε θα ήταν έντονο, προβοκατόρικο, ανατρεπτικό, αλλά παράλληλα δε θα ήταν και ρευστό, γκροτέσκο και νταντά. Ναι, σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να ενθέσουμε την άποψη του Ανδρέα Εμπειρίκου για τη διαφορά, ανάμεσα σε σουρεαλισμό και ντανταϊσμό. Παρότι διάβασα, ότι οι Γάλλοι σκηνοθέτες Caro και Jeunet έχουν αντλήσει στοιχεία και επιρροές, σαφώς, από το σουρεαλισμό, αυτό δε σημαίνει αυτομάτως πως η ταινία τους κατατάσσεται στα έργα του υπερρεαλισμού. Διότι, έρχεται τώρα η θέση του Α. Εμπειρίκου, από τη Διάλεξη του 1935, -εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2009- να μας δείξει ότι «ο Ντανταϊσμός δεν μας παρουσίασε αρκετά σαφές κριτήριο αντικειμενικής διαφοροποίησης μεταξύ συνειδητών και ασυνείδητων συνειρμών (πράγμα που έκαμε ο Σουρεαλισμός αργότερα), ενώ απέκλειε την συντακτική και λογική επεξεργασία του περιεχομένου ενός ποιήματος». (σ. 59). Επιστρέφοντας στο Delicatessen, έχω την ενστικτώδη κρίση ότι, δεν υπάρχει διακριτό όριο ανάμεσα σε συνειδητό και ασυνείδητο επίπεδο, καθώς η μόνη διαχωριστική γραμμή έγκειται στη διαφορά των ήχων, του ενός από τον άλλο. Δεν προκύπτει σε βάθος εξέταση των προσωπικών χαρακτηριστικών των ηρώων, άρα και δε διαπιστώνεται μια ψυχολογική βάση στέρεα και εξελικτική για τη συμπεριφορά τους. Εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στη γραμμή του γκροτέσκο, καθώς, όπως επισημαίνει και ο Ανδρέας Εμπειρίκος, «ο Ντανταϊσμός ήταν μια μεγάλη révolte και αποτελούσε το δυναμικό μιας επανάστασης, δεν ήταν όμως καθαυτό επανάσταση, ενώ ο Σουρεαλισμός είναι μια πραγματική επανάσταση πειθαρχημένη, με δράση ανταποκρινόμενη σε πλήρη και αυτοκέφαλη θεωρία και με συνειδητές επιδιώξεις» (σ. 61). Άρα λοιπόν, η σωρός από σαλιγκάρια δικαιώνεται από το πέταγμα ενός ακόμα πάνω της, το γάζωμα της κόκκινης κορδέλας δικαιώνεται από το πέσιμο του φωτιστικού και με λίγα λόγια, ο ένας κλειστός ή αυστηρός ήχος που φέρνει το καλοκαίρι του άλλου συνεπάγεται ότι, η ταινία Delicatessen συμπυκνώνει το νόημα της ειρωνείας και το εναποθέτει σε μια κινηματογραφική λιτότητα εικόνων αφήγησης. Πέρα από τα όρια του λόγου, ο ξαφνικός ήχος μπορεί να αγγίξει την ευαίσθητη χορδή μας, να μυρίσει σεξ και γαλλικό καπρίτσιο.
Σκηνοθεσία: Marc Caro,Jean-Pierre Jeunet
Σενάριο: Gilles Andrien, Marc Caro,Jean-Pierre Jeunet
Παραγωγή : Claudie Ossard
Φωτογραφία****: Darius Khondji
Μουσική: Carlos D'Alessio
Με τους: Pascal Benezech,Dominique Pinon,Marie-Laure Dougnac,Jean-Claude Dreyfus,Karin Viard,Ticky Holgado,Anne-Marie Pisani
Βραβείο César 1992, Καλύτερου Σεναρίου, Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη (Marc Caro, Jean-Pierre Jeunet), Καλύτερων Σκηνικών, Βραβείο Felix, 1991, Καλύτερων Σκηνικών και Κουστουμιών
Διανομή: New Star
No comments:
Post a Comment