9.4.09

Τζιόρτζιο ντέ Κίρικο Εβδόμερος, εκδόσεις Ύψιλον (β)

Ξεχασμένα βιβλία παραμάσχαλα για το Πάσχα
από τις σελίδες 12-13

Σε μια γωνιά του σαλονιού ένα τεράστιο πιάνο με ουρά, ανοιχτό· χωρίς να σηκωθούμε στις μύτες των ποδιών, μπορούσαμε να δούμε τα εντόσθιά του μπλεγμένα και τη σαφή ανατομία του εσωτερικού του· αλλά φανταζόμαστε άνετα τι καταστροφή θα ‘ταν αν ένα απ’ αυτά τα κηροπήγια φορτωμένα κεριά ροζ και μπλε είχε πέσει μέσα στο πιάνο μ’ όλα του τα κεριά αναμμένα. Τι όλεθρος στη μελογόνο άβυσσο! Το κερί να τρέχει κυλώντας στις μεταλλικές χορδές τεντωμένες σαν το τόξο του Οδυσσέα, και να εμποδίζει να παίζουν ακριβώς τα μικρά σφυριά τα ντυμένα με τσόχα. «Θα ‘ταν καλύτερο να μη το σκέπτομαι», είπε ο Εβδόμερος γυρίζοντας κατά τους συντρόφους του, και τότε κι οι τρεις τους, χέρι χέρι, καθώς μπροστά σε κίνδυνο, κοίταξαν με τα μάτια γουρλωμένα και σιωπηλά αυτό το συγκλονιστικό θέαμα· φαντάστηκαν να είναι οι επιβάτες ενός τελειοποιημένου υποβρυχίου που ανακαλύπτουν, μέσα απ’ τα φινιστρίνια, τα μυστήρια της πανίδος και της χλωρίδος του ωκεανού. Εξάλλου, το θέαμα που προσεφέρετο στα βλέμματά των είχε κάτι το ύφυδρο. Σ’ έκανε να σκέπτεσαι τα μεγάλα ενυδρεία, έστω και γι’ αυτό το συγκεχυμένο φως που εξαφάνιζε τις σκιές· μια παράδοξη κι ανερμήνευτη σιωπή επίεζε όλη τη σκηνή: αυτός ο πιανίστας, καθισμένος μπροστά στο όργανό του, έπαιζε χωρίς να κάνει θόρυβο, αυτός ο πιανίστας τέλος πάντων που δεν τον βλέπαμε γιατί δεν είχε τίποτα που να αξίζει τον κόπο να δει κανείς, κι αυτά τα πρόσωπα του δράματος που στριφογύριζαν γύρω απ’ το πιάνο, μ’ ένα φλυτζάνι καφέ στο χέρι, με χειρονομίες και κινήσεις αλτών, που κινηματογραφήθηκαν στο ραλαντί· όλοι αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν σε ένα κόσμο δικό τους, ένα κόσμο ξεχωριστό· αγνοούσαν τα πάντα· δεν είχαν ακούσει ποτέ να γίνεται λόγος για τον πόλεμο του Transval ούτε για την καταστροφή της Μαρτινίκας· δεν σας αναγνωρίζαν γιατί δεν σας γνώρισαν ποτέ· δεν ανησυχούσαν για τίποτα και τίποτα δεν τους έπιανε: ούτε το πρωσσικόν οξύ, ούτε το στιλέτο, ούτε οι σφαίρες ντούμ-ντούμ. Αν ένας αντάρτης (ας τον πούμε έτσι) είχε την ιδέα ν’ ανάψει το φυτίλι μιας καταχθόνιας μηχανής, τα πενήντα κιλά μελανίτιδος που περιέχει το μηχάνημα θα σιγοκαίγανε σφυρίζοντας σαν να ‘ταν νοτισμένα καυσόξυλα. Είχατε κάθε λόγο ν’ απελπίζεστε. Ο Εβδόμερος ισχυριζόταν ότι ήταν η επίδραση του περιβάλλοντος, της ατμόσφαιρας, και πως δεν ξέραν κανένα μέσο για ν’ αλλάξουν όλα αυτά· το μόνο πράγμα που είχαν να κάνουν, ήταν να ζουν και να τους αφήνουν να ζουν. Αλλά, that is the question, ζούσαν πραγματικά;… Μιαν απάντηση θα ήταν αρκετά δύσκολο να δώσεις προπάντων έτσι, αμέσως, χωρίς να της αφιερώσεις μερικές νύχτες βαθιάς περισυλλογής, όπως έκανε ο Εβδόμερος κάθε φορά που ένα περίπλοκο πρόβλημα βασάνιζε το πνεύμα του.


Τζιόρτζιο ντέ Κίρικο Εβδόμερος, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1982
Μτφρ. Στέφανος Ν. Κουμανούδης

*τηρούνται η σύνταξη και η ορθογραφία του κειμένου.

Εκδόσεις Ύψιλον
Τζαβέλλα 15, Εξάρχεια
Τηλ. 210-38 38257

No comments: